ΘΕΜΑ

Ελληνική αμυντική βιομηχανία: Παράδειγμα προς μίμηση τα Εμιράτα

Ελληνική πολεμική βιομηχανία: Παράδειγμα προς μίμηση τα Εμιράτα, Ευθύμιος Τσιλιόπουλος

Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, τα κράτη του Κόλπου, παρότι είχαν κάνει κάποιες προσπάθειες από τη δεκαετία του 1960 να αναπτύξουν τη δική τους αμυντική βιομηχανία, δεν είχαν καταφέρει αξιόλογα πράγματα. Πριν 20 χρόνια περίπου, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα αποφάσισαν να διαθέσουν πόρους και να επεξεργαστούν σχέδια για να ξεπεράσουν την πλήρη εξάρτηση τους (το 2006 έφτανε το 99%) από ξένα όπλα και στρατιωτικό υλικό.

Πριν το 1971, όταν έγιναν ανεξάρτητα τα Εμιράτα, η Ελλάδα είχε αναπτύξει αξιόλογη εγχώρια αμυντική βιομηχανία, η οποία μπορούσε να συντηρεί και αργότερα να παράγει οχήματα, όπλα και πυρομαχικά για τις ανάγκες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και προς εξαγωγή. Δεν μιλάμε για την ΠΥΡΚΑΛ του Μποδοσάκη, η οποία γνώρισε λαμπρές στιγμές και προπολεμικά. Οι Έλληνες στρατιώτες για δεκαετίες χρησιμοποιούσαν ατομικό οπλισμό και οχήματα, τα οποία παράγονταν στην Ελλάδα.

Δεν θα αναφερθούμε στους λόγους που η ελληνική αμυντική βιομηχανία αφέθηκε να απαξιωθεί. Σήμερα, πάντως, είναι ένα φάντασμα του εαυτού της. Μία στιβαρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας, θα συνέβαλε στην οικονομική διαφοροποίηση, θα έκανε εξαγωγές και θα ενίσχυε τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας στην οικονομία. Αξίζει να κάνουμε μία σύγκριση με τα Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία.

Η αμυντική βιομηχανία στον Κόλπο

Τα Εμιράτα αποκαλούνται “Μικρή Σπάρτη” επειδή είναι πολύ επιτυχημένα στην ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας. Ο τομέα προσέλκυσε ηγέτες φυλών και αξιωματικών. Στη Σαουδική Αραβία, ειδικά, πρίγκιπες και αξιωματούχοι έχουν εμπλακεί σε σκάνδαλα διαφθοράς που σχετίζονται με τις αγορές όπλων. Τα αντισταθμιστικά οφέλη υποχρεώνουν τις αμυντικές εταιρείες να επενδύσουν ένα ποσοστό της αξίας των συμβολαίων στη χώρα αγοράς. Πρόκειται για σημαντικά ποσά, που έχουν χρηματοδοτήσει κοινές επιχειρήσεις και ανάπτυξη προϊόντων, αλλά έχουν επίσης γίνει αιτία διαφθοράς. Παρόλο που οι στρατιωτικοί των αραβικών κρατών στου Κόλπου δεν εμπλέκονται στην οικονομία, όπως οι συνάδελφοί τους σε Αλγερία, Αίγυπτο και Πακιστάν, συχνά δωροδοκούνται.

Ριάντ και Αμπού Ντάμπι έχουν χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων από κοινού με ξένες εταιρείες. Τα Εμιράτα π.χ. έχουν εν μέρει χρηματοδοτήσει την έρευνα και ανάπτυξη για το πιο προηγμένο αντιαεροπορικό σύστημα της Ρωσίας και για τους πυραύλους al-Hakim της GEC-Marconi. Αυτές και άλλες επενδύσεις απέδωσαν όχι μόνο με τη μορφή ενίσχυσης της βιομηχανίας ηλεκτρονικών της χώρας, αλλά και με πραγματικά κέρδη.

Εκτός από τη χρηματοδότηση έργων μεγάλης κλίμακας, η Σαουδική Αραβία προσφέρει δάνεια για εξειδικευμένες εταιρείες, αν και το πρόγραμμα έχει επικριθεί ότι δεν αναλαμβάνει ρίσκα. Το 2013, το σαουδαραβικό υπουργείο Άμυνας νομοθέτησε ότι οι εγχώριοι παραγωγοί έχουν προτεραιότητα έναντι των ξένων εταιρειών στις προμήθειες των ενόπλων δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκαν αμυντικές βιομηχανίες σε Εμιράτα και Σαουδική Αραβία.

Το μοντέλο της Σαουδικής Αραβίας

Τον Δεκέμβριο 2014, τα Εμιράτα ίδρυσαν την Emirates Defense Industries Company (EDIC) με 11 θυγατρικές που αργότερα αυξήθηκαν σε 16 (κατασκευή όπλων, πυροβόλων, πυρομαχικών αεροπορικών εξαρτημάτων).Το 2019 δημιούργησαν τον ολοκληρωμένο όμιλο κρατικής άμυνας και τεχνολογίας (EDGE), με περισσότερους από 12.000 υπαλλήλους, ο οποίος απορρόφησε την EDIC και ενοποίησε 25 θυγατρικές.

Η Σαουδική Αραβία εγκαινίασε την κρατική εταιρεία χαρτοφυλακίου SAMI (Σαουδαραβική Στρατιωτική Βιομηχανία) τον Μάιο 2017. Σε δύο χρόνια υπέγραψε πάνω από 25 συμφωνίες με ξένους εταίρους για την απόκτηση τεχνολογιών που επιτρέπουν στους Σαουδάραβες (υπόκεινται σε εμπάργκο όπλων λόγω του πολέμου στην Υεμένη) να αναπτύξουν οι ίδιοι οπλικά συστήματα.

Η Γενική Αρχή Στρατιωτικών Βιομηχανιών (GAMI), που ιδρύθηκε τρεις μήνες αργότερα τη Σαουδική Αραβία, είναι «ρυθμιστής, διευκολυντής και αδειοδότης» της στρατιωτικής βιομηχανίας, επιφορτισμένος με την οικοδόμηση βιώσιμου αμυντικού τομέα. Το GAMI ανακοίνωσε το Νοέμβριο 2019 ότι σχεδίαζε να αυξήσει την υποστήριξη της επιστημονικής έρευνας στο 4% του προϋπολογισμού του στρατού για τα επόμενα 10 χρόνια, προκειμένου να αναπτύξει τεχνολογία στην πολεμική βιομηχανία. Περίπου 40 ειδικοί μηχανικοί απροσδιόριστης εθνικότητας εργάζονται σε βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς και βόμβες με καθοδήγηση λέιζερ.

Εμιράτα και Σαουδική Αραβία

Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών για την αμυντική βιομηχανία τους είναι η ανισότητα στις προσδοκίες και τις φιλοδοξίες τους. Ο διευθύνων σύμβουλος της SAMI, Andreas Schwer, είπε ότι ο στόχος της εταιρείας του ήταν να γίνει μία από τις 25 κορυφαίες εταιρείες όπλων στον κόσμο. Πρόσθεσε ότι η SAMI στοχεύει να συνεισφέρει άμεσα 3,73 δισ. δολάρια στο ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας, να αυξήσει τις εξαγωγές, να επενδύσει για έρευνα και ανάπτυξη και να δημιουργήσει πάνω από 40.000 άμεσες θέσεις εργασίας έως το 2030.

Ο Σαουδάραβος διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν είναι αποφασισμένος να οικοδομήσει γρήγορα αμυντική βιομηχανία, ώστε οι μισές προμήθειες όπλων έως το 2030 να προέρχονται από το εσωτερικό, ενώ το 2018 ήταν περίπου 2%. Όπως και άλλα φιλόδοξα προγράμματα του διαδόχου, ένα τέτοιο άλμα σε 12 χρόνια είναι εξωπραγματικό. Ας σημειωθεί ότι πολλές από τις μπίζνες στην παγκόσμια αγορά εξοπλισμών γίνονται σε εμπορικές εκθέσεις. Εμιράτα και Σαουδική Αραβία φιλοξενούν τις πιο πλούσιες εκθέσεις εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Αυτές προσελκύουν συνήθως πολλούς πωλητές και δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες.

Αντίθετα, τα Εμιράτα ακολουθούν ρεαλιστικό πρόγραμμα. Στόχος τους είναι το 10% του 2015 (εγχώρια συστήματα) να φτάσει σε 30% το 2030. Κι αυτός είναι υψηλός στόχος, αλλά τα Εμιράτα διαθέτουν ήδη πιο ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία και πιο διαφοροποιημένη οικονομία από τη σαουδαραβική. Αντί να σχεδιάζουν με μικρή απόδοση για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους, τα Εμιράτα εστιάζουν στην ανάπτυξη οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιούν οι ένοπλες δυνάμεις τους και μπορεί να έχουν ζήτηση στις ξένες αγορές. Τα Εμιράτα έχουν στόχο να αναπτύξουν εξειδικευμένα οπλικά συστήματα, όπως μικρά πλοία, προηγμένα μη επανδρωμένα οχήματα κ.λπ.

Μία από τις επιτυχίες των Εμιράτων είναι η παραγωγή θωρακισμένων τροχοφόρων πολλαπλών χρήσεων σε συνεργασία με την ρωσική GAZ. Τα οχήματα παράγονται στο Αμπού Ντάμπι. Από το 2007 η εταιρεία έχει αναπτύξει μια οικογένεια θωρακισμένων τροχοφόρων ελαφρού και μεσαίου βάρους. Έχει πουλήσει 1.765 θωρακισμένα στον τοπικό στρατό και το 2012 συμφώνησε για συμπαραγωγή με την Αλγερία για την αγορά της Βόρειας Αφρικής.

Η βιομηχανία ηλεκτρονικών συστημάτων των Εμιράτων έχει επίσης μεγαλώσει τόσο στην παραγωγή όσο και στην τεχνογνωσία, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας με κορυφαίες ξένες εταιρείες. Τα Εμιράτα έχουν επίσης πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις σε ξένες εταιρείες όπως η ιταλική Piaggio Aerospace και η θυγατρική της ρωσικής βιομηχανίας ελικοπτέρων VR-Technology. Κατάφεραν έτσι να εξάγουν μεταξύ άλλων τα προϊόντα τους στη Ρωσία και στη Σαουδική Αραβία. Το υπουργείο Άμυνας των Εμιράτων αγόρασε επίσης το πρώτο αεροπλάνο τοπικής παραγωγής, το ελαφρύ επιθετικό αεροσκάφος B-250 της Calidus.

Τι πρέπει να πράξει η Ελλάδα

Ο πόλεμος στην Υεμένη έχει χρησιμεύσει ως χώρος δοκιμών για τα πυρομαχικά και τα τεθωρακισμένα των Εμιράτων. Μεταξύ 2014-18, τα Εμιράτα έγιναν ο 18ος μεγαλύτερος εξαγωγέας μεγάλων όπλων στον κόσμο, μπροστά από την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, και την Βραζιλία: οι τρεις πρώτοι αγοραστές ήταν η Αίγυπτος (41%), η Ιορδανία (10%) και η Υεμένη (7,6%). Τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία χρειάστηκαν και χρειάζονται συνεργάτες για να δημιουργήσουν μεγάλη αμυντική βιομηχανία σχεδόν από το μηδέν.

Αμερικανικές εταιρείες με πολύχρονη παρουσία σε Εμιράτα και Σαουδική Αραβία επωφελούνται από τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες αδειών και πώλησης τεχνολογίας. Οι Αμερικανοί δυσανασχετούν, όμως, επειδή και τα δύο κράτη του Κόλπου συνεργάζονται στον αμυντικό τομέα με δυτικές και ανατολικές εταιρείες (ιταλικές, σερβικές και ουκρανικές), που προσδοκούν να προσελκύσουν επενδύσεις από τους Άραβες. Η Τουρκία και η Ρωσία, με τις δικές τους βιομηχανίες όπλων, επιδιώκουν επίσης να επωφεληθούν. Ο ανταγωνισμός στις παγκόσμιες αγορές όπλων, πάντως, είναι έντονος, καθώς όλο και περισσότερες χώρες επιδιώκουν να περιορίσουν τις αγορές και να μετατραπούν και σε εξαγωγείς.

Οι στοχευμένες προσπάθειες των Εμιράτων έχουν πολλά να διδάξουν τους Έλληνες ιθύνοντες, εάν πραγματικά θέλουν να στήσουν την ελληνική αμυντική βιομηχανία σε νέες γερές βάσεις. Αντίθετα το παράδειγμα της Σαουδικής Αραβίας παραπέμπει στο υδροκέφαλο, στενόμυαλο και ανοικτό στην διαφθορά και στις πολιτικές σκοπιμότητες, που χαρακτήριζε την ελληνική αμυντική βιομηχανία δεκαετίες τώρα.

Βέβαια η Ελλάδα δεν έχει τα διαθέσιμα κεφάλαια που έχουν τα Εμιράτα, ούτε την δυνατότητα να συνεργαστεί με χώρες που βρίσκονται στα μαύρα κατάστιχα της Δύσης. Μπορεί, όμως, να συνεργαστεί με τα Εμιράτα και το Ισραήλ για μεταφορά τεχνογνωσίας, για συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων, αλλά και για εισαγωγή βέλτιστων βιομηχανικών και επιχειρηματικών πρακτικών. Οι σχεδιασμοί πρέπει να είναι αρχικά ρεαλιστικοί. Το σημαντικότερο και προϋπόθεση για οτιδήποτε, είναι το κράτος να προσφέρει ένα σώφρον νομικό πλαίσιο και την αναγκαία θεμιτή στήριξη.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version