ΘΕΜΑ

Το μυθιστόρημα της ιταλικής κρίσης – Από το ευρώ στη Μελόνι

Το μυθιστόρημα της ιταλικής κρίσης – Από το ευρώ στη Μελόνι, Νεφέλη Λυγερού

Η Ιταλία μεταπολεμικά γνώρισε μία έντονη οικονομική ανάπτυξη, η οποία στηρίχτηκε στην προπολεμική εκβιομηχάνισή της. Αν και η ιταλική οικονομία και κοινωνία είχε σοβαρές αντιφάσεις και μεγάλα προβλήματα, αναδείχθηκε σε μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες στη Γηραιά Ήπειρο κι όχι μόνο λόγω πληθυσμιακού όγκου. Γι’ αυτό και είναι μέλος του G7, των επτά πλουσιότερων χωρών μαζί με τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ιαπωνία, την Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Μεγάλη εξαγωγική δύναμη βιομηχανικών προϊόντων, από αυτοκίνητα και μηχανάκια μέχρι επώνυμα οικιακά είδη, διαθέτει τουρισμό, μόδα (ένδυση) και αγροτοβιομηχανικά προϊόντα. Και έφθασε στο σημείο να εκλέγει Μελόνι. 

Στις δεκαετίες 1960, 1970 και 1980, τα ιταλικά βιομηχανικά προϊόντα, όπως π.χ. τα αυτοκίνητα, ήταν κατά κανόνα χαμηλότερης ποιότητας σε κατασκευή από τα αντίστοιχα γερμανικά, αλλά είχαν δύο πλεονεκτήματα: Πρώτον, υπερείχαν στο ντιζάιν και δεύτερον ήταν σαφώς φτηνότερα. Ο μηχανισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών εξασφάλιζε χώρο στην αγορά για όλους. Παραμένοντας στο παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας, τα γερμανικά αυτοκίνητα όσο κέρδιζαν μεγαλύτερο μερίδιο στη διεθνή αγορά τόσο το μάρκο ανατιμάτο έναντι της λιρέτας, με αποτέλεσμα η διαφορά τιμής να μεγαλώνει και έτσι να υπάρχουν αγοραστές και για τα γερμανικά και για τα ιταλικά αυτοκίνητα.

Η καθιέρωση του ευρώ ακύρωσε το μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών που εξισορροπούσε το γερμανικό πλεονέκτημα. Από την ύπαρξη του κοινού νομίσματος επωφελήθηκαν οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες, με πρώτη τη γερμανική. Εάν με ένα μαγικό τρόπο καταργείτο το ευρώ και οι ευρωπαϊκές χώρες επέστρεφαν στα παλιά εθνικά τους νομίσματα, η ανατίμηση του μάρκου θα ήταν μεγάλη, λόγω της μεγάλης ζήτησης για μάρκα που θα προκαλούσαν οι μεγάλες γερμανικές εξαγωγές και το εξ αυτών αντίστοιχο πλεόνασμα.

Αντιθέτως, η δραχμή, το πορτογαλικό εσκούδο, η ισπανική πεσέτα και η ιταλική λιρέτα θα υφίσταντο μεγαλύτερη ή μικρότερη υποτίμηση. Έτσι, τα γερμανικά προϊόντα θα γίνονταν πιο ακριβά, ενώ τα προϊόντα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου πιο φθηνά. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες θα εξισορροπούσαν σε μεγάλο βαθμό την υφιστάμενη διαφορά ανταγωνιστικότητας εντός της ΕΕ.

Το ευρώ, λοιπόν, επιτρέπει στα γερμανικά προϊόντα να είναι πιο ανταγωνιστικά από άποψη τιμής. Επιτρέπει, δηλαδή, στη Γερμανία να συσσωρεύει εμπορικά πλεονάσματα, καταδικάζοντας τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να συσσωρεύουν εμπορικά ελλείμματα. Με όρους ενδοευρωπαϊκού εμπορίου, τα πλεονάσματα του Βορρά είναι σε μεγάλο βαθμό τα ελλείμματα του Νότου. Αυτό ισχύει πρωτίστως για την Ιταλία, η οποία διεκδικούσε σε γενικές γραμμές τις ίδιες αγορές με τη Γερμανία. Γι’ αυτό και είναι βαθιά υποκριτική η ρητορική του Βερολίνου ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πρέπει να γίνουν Γερμανία! Εάν συνέβαινε αυτό, η Γερμανία δεν θα ήταν αυτό που έγινε από τη δεκαετία του 2000.

Και ευρώ και Μελόνι

Τα ελλείμματα του ευρωπαϊκού Νότου σταδιακά μετατράπηκαν σε διογκωμένο χρέος. Δεδομένου ότι το κοινό νόμισμα εμποδίζει τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη να εξισορροπήσουν μέσω του μηχανισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών το μειονέκτημά τους, η Ευρωζώνη προώθησε τη μέθοδο του εσωτερικού αποπληθωρισμού. Αυτή η μέθοδος, όμως, δεν είναι λύση, επειδή βυθίζει τις οικονομίες στην ύφεση. Αυτό ισχύει περισσότερο για τις μη εξαγωγικές οικονομίες. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι το πιο χαρακτηριστικό, αλλά όχι το μοναδικό. Η Ιταλία μπορεί να μην είναι Ελλάδα, αλλά διολίσθησε σε μία παρατεταμένη κρίση χρέους, η οποία μετράει μία δεκαπενταετία.

Μπορεί το Βερολίνο να έβλεπε μόνο την όψη της ασωτίας και των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ιταλίας (όπως και της Ελλάδας), επειδή αυτή η πτυχή το βολεύει, αλλά δεν θέλει να ξέρει την δομική ανισορροπία, που απείλησε και συνεχίζει να απειλεί να τινάξει στον αέρα την Ευρωζώνη. Η Γερμανία βολευόταν μια χαρά με τον τρόπο που είναι δομημένη η Ευρωζώνη, αλλά τα γεγονότα κατέδειξαν ότι δεν πάει άλλο έτσι. Η Ευρωζώνη δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με δρακόντεια δημοσιονομικά μέτρα και αυστηρές ποινές.

Τα μνημόνια και η καθιέρωση ποινολογίου για τις δημοσιονομικά προβληματικές χώρες-μέλη ήταν μια καθαρόαιμη γερμανική απάντηση στο πρόβλημα. Η μέθοδος αυτή, όμως, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, αλλά δεν είναι εφαρμόσιμη στην Ιταλία, επειδή είναι από κάθε άποψη μεγάλο μέγεθος. Γι’ αυτό και για την Ιταλία επελέγη μία μικρότερης έντασης “θεραπεία”. Έστω και έτσι, όμως, οι αρνητικές επιπτώσεις στην ιταλική οικονομία είναι εμφανείς με ό,τι αυτές συνεπάγονται για την ιταλική κοινωνία.

Την περίοδο των παχιών αγελάδων οι αντιφάσεις της Ευρωζώνης επικαλύπτονταν. Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008 τις έβγαλε στην επιφάνεια, καθιστώντας εξόφθαλμα τα κενά του ευρωπαϊκού νομισματικού οικοδομήματος, αλλά και το θεσμικά αβαθές του ενοποιητικού εγχειρήματος. Οι χώρες-μέλη που λόγω του κοινού νομίσματος χάνουν έδαφος στο οικονομικό επίπεδο (κυρίως οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με πρώτη την Ιταλία) ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να αντιδράσουν, η καθεμία με τον τρόπο της.

Τα έλεγε η Λαγκάρντ αλλά…

Η πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνέχεια γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τώρα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ όλα αυτά, κάποια στιγμή το είπε καθαρά: Καμία χώρα δεν μπορεί για πολύ χρόνο να ανέχεται μια κατάσταση που υπονομεύει τα συμφέροντά της. Αυτό αφορά περισσότερο βιομηχανικές χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.

Η αναμφισβήτητη ιδεολογική ισχύς του ευρώ και ο φόβος της απομόνωσης εμποδίζουν τόσο τις άρχουσες τάξεις όσο και τις λαϊκές τάξεις στις πληττόμενες χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου να σκεφτούν εναλλακτική λύση. Από την άλλη, όμως, αναπτύσσεται συνεχώς ένας ευρωσκεπτικισμός νέου τύπου, που δεν έχει σχέση με τον παραδοσιακό ευρωσκεπτικισμό των Βρετανών.

Η Ιταλία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παραδοσιακά, οι Ιταλοί ήταν οι πιο ενθουσιώδεις υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σήμερα, αυτό έχει αντιστραφεί. Μπορεί οι Ιταλοί να μην έφτασαν στο σημείο να θέσουν θέμα αποχώρησης από την Ευρωζώνη, αλλά η λαϊκή αντίδραση εκδηλώθηκε με τις τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Το παλαιό πολιτικό σύστημα στηριζόταν στην ηγεμονία της Χριστιανοδημοκρατίας, η οποία κυβερνούσε με τη σύμπραξη μικρών κομμάτων του κέντρου και της κεντροδεξιάς, έχοντας ως αντιπολίτευση το ισχυρό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η Χριστιανοδημοκρατία και το σύμμαχό της Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπετίνο Κράξι κατέρρευσαν λόγω του κύματος σκανδάλων διαφθοράς πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, μάλιστα, της κατάρρευσης του κομμουνιστικού μπλοκ, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μετεξελίχθηκε στη δεκαετία του 1990 στο φιλελεύθερο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα.

Η λατρεία στον Μπερλουσκόνι

Το κενό που άφησε η κατάρρευση της Χριστιανοδημοκρατίας το κάλυψε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι με το προσωποπαγές κόμμα του Forza Italia. Όταν το 2011 η οικονομική κρίση έπληξε δυνατά την Ευρωζώνη, ο ιδιόρρυθμος Ιταλός πρωθυπουργός επιχείρησε να πάρει κάποιες αποστάσεις από την «ορθοδοξία» των Βρυξελλών με σκοπό να βοηθήσει την ιταλική οικονομία, η οποία ήδη αντιμετώπιζε μεγάλη κρίση χρέους, με τα επιτόκια δανεισμού να έχουν εκτοξευτεί.

Σε μία προσπάθεια να θέσουν υπό έλεγχο την Ιταλία, το ευρωπαϊκό διευθυντήριο μεθόδευσε την ανατροπή του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την αντικατάστασή του από τον Μάριο Μόντι, ο οποίος είχε διατελέσει επίτροπος στην Κομισιόν και στηρίχτηκε στο σχηματισμό κυβέρνησης από το κομμουνιστικογενές Δημοκρατικό Κόμμα. Πολλοί τότε είχαν μιλήσει για «πολιτικό πραξικόπημα», το οποίο όλα δείχνουν ότι συνέβαλε στην αλυσίδα των τεκτονικών αλλαγών που υφίσταται από τότε το ιταλικό πολιτικό σύστημα ως αποτέλεσμα μία θολής αντισυστημικής ψήφου, την οποία τροφοδοτούσε η παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση.

Στη δεκαετία του 2000, όπου κυβερνάει το Δημοκρατικό Κόμμα με τους Ματέο Ρέντσι και Ενρίκο Λέτα, η αντισυστημική ψήφος διοχετεύεται κυρίως στο νεοπαγές Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που είχε ιδρύσει ο κωμικός Πέπε Γκρίλο. Οι ιδιότυπα αριστερόστροφοι «Πεντάστεροι» από το πουθενά αναδείχθηκαν πρώτο κόμμα στις εκλογές του 2018 και σχημάτισαν κυβέρνηση με τη σύμπραξη της “νεοδεξιάς” (ή ακροδεξιάς) Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι, η οποία είχε επίσης τροφοδοτηθεί από τη δεξιόστροφη αντισυστημική ψήφο. Ως πρωθυπουργός είχε επιλεγεί ο εξωκοινοβουλευτικός καθηγητής Τζουζέπε Κόντε.

Σερί jackpot στην Ιταλία 

Η εν λόγω κυβέρνηση κατέρρευσε υπό το βάρος και των προβλημάτων και των εσωτερικών αντιθέσεών της. Ο Ματέο Σαλβίνι, βλέποντας τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματός του να φουσκώνουν σε βαθμό που η Λέγκα να είναι (δημοσκοπικά πάντα) πρώτο κόμμα, είχε θεωρήσει πως μπορούσε να διεκδικήσει μία νέα ισορροπία. Η ανατροπή της κυβέρνησης Κόντε, όμως, προκάλεσε μία αλυσίδα εξελίξεων που έφερε στην πρωθυπουργία τον πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Ουσιαστικά εκλήθη και από το εσωτερικό της Ιταλίας και από τις Βρυξέλλες να “γιατροπορέψει” την ασθενή ιταλική οικονομία.

Η κυβέρνησή του διάρκεσε ενάμιση περίπου χρόνο και στηρίχτηκε όχι μόνο από το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά και από τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Έχοντας παράλληλα με την οικονομική κρίση πληρώσει και βαρύ φόρο αίματος στον κορονοϊό, η ιταλική κοινωνία είχε περιέλθει στην κατάσταση όπου επικρατεί η αρνητική ψήφος. Έτσι, φτάσαμε οι ψηφοφόροι να τιμωρούν σκληρά τη Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Ντράγκι, μετατοπιζόμενοι μαζικά προς το ακροδεξιό και περιθωριακό μέχρι τότε κόμμα «Αδελφοί της Ιταλίας», το οποίο είχε μεταφασιστικές ρίζες. Κι αυτό, επειδή το κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι που θριάμβευσε στις πρόσφατες εκλογές δεν είχε συμμετάσχει στην κυβέρνηση Ντράγκι και άρα δεν είχε υποστεί φθορά.

Στην πραγματικότητα, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ιταλικού εκλογικού σώματος ψάχνει απεγνωσμένα διέξοδο στην παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση, αναζητώντας ένα είδος πολιτικού “σωτήρα”. Γι’ αυτό κι όταν απογοητεύεται από τον έναν στρέφεται σε άλλον, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά μπορεί κάτι να γίνει. Είναι αυτός ο λόγος που η κυβέρνηση του δεξιού σχηματισμού που αναμένεται να σχηματιστεί το αμέσως επόμενο διάστημα πιθανότατα θα πάσχει από εγγενή αστάθεια όχι μόνο τόσο λόγω των εσωτερικών αντιθέσεων όσο λόγω των προσδοκιών που έχουν επενδύσει όσοι Ιταλοί τους ψήφισαν.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version