ΘΕΜΑ

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στη Μικρασιατική Εκστρατεία, Λουκάς Αξελός

Με την κυκλοφορία του αφιερωματικού τεύχους 81-82 των “Τετραδίων” στα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, δημοσίευσα ένα κείμενο με τίτλο “Μικρασιατική Εκστρατεία, Κεμαλισμός και Μακεδονικό Ζήτημα. Προβλήματα και διλήμματα της Ελληνικής Αριστεράς”, το οποίο διερευνά την στάση και τις θέσεις κυρίως του ΚΚΕ απέναντι στο όλο Μικρασιατικό Ζήτημα και τις επιπτώσεις του στα νεοελληνικά δρώμενα. Χρησιμοποιώντας ως όχημα εκείνο το κείμενο θα παρουσιάσω σε τρία άρθρα τα τρία σημαντικότερα ζητήματα εκείνης της εποχής: Το πρώτο σχετίζεται με το πώς το ΚΚΕ προσλαμβάνει και αντιδρά στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Το δεύτερο πώς αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον κεμαλισμό και το τρίτο πώς αντιμετωπίζουν το Μακεδονικό Ζήτημα.

Τόσο ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όσο και τα γεγονότα που ακολούθησαν με κορύφωση την Μικρασιατική Εκστρατεία και την επακολουθήσασα Μικρασιατική Καταστροφή, συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία και τον ευρύτερο Ελληνισμό, επηρεάζοντας όλες τις σφαίρες του εθνικού, κοινωνικού, οικονομικού και  πολιτικού βίου. Τo πελώριο ωστικό κύμα που επέφερε η Μικρασιατική Καταστροφή ανέτρεψε πλήρως την μέχρι τότε γραμμική, σχεδόν, ανοδική εξέλιξη της Ελλάδας, αλλά και του περιφερειακού Ελληνισμού και άνοιξε ευρύ χάσμα όχι πλέον ανάμεσα στην Ελλάδα και τους “ξένους”, αλλά μέσα στην ίδια την ελληνική πραγματικότητα.

Η αναγκαστική εγκατάσταση και διασπορά του “άλλου μισού” των Ελλήνων (της Μικράς Ασίας και του Πόντου) σε όλες, σχεδόν, τις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας, είχε τεράστιες επιπτώσεις στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό, αποτελώντας ταυτόχρονα και έναυσμα για μια αναδιάταξη του κοινωνικού-ταξικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, στον βαθμό που οι πρόσφυγες ήρθαν να προστεθούν στην μέχρι τότε υπάρχουσα φτηνή εργατική δύναμη, διευρύνοντας σε αποφασιστική κλίμακα το στρατόπεδο των υποτελών τάξεων, των οποίων και αποτέλεσαν το “νέο αίμα”.

Αν όμως οι επιπτώσεις στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα ήταν βαθιές και ουσιαστικές, το ίδιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και γι’ αυτές στον πολιτικό, όπου η δοκιμασία ξεπερνούσε την “εθνική σφαίρα”, αφού από την μια οι δύο μεγάλες παρατάξεις ανταγωνίζονταν μεταξύ τους κάτω από τις αγγλικές, γαλλικές, ιταλικές ή γερμανικές σημαίες, η δε εις παιδικήν ηλικίαν ευρισκόμενη κομμουνιστική Αριστερά, αναγνώριζε ως θετή της μητέρα την Κομμουνιστική Διεθνή και το κόμμα των μπολσεβίκων.

Στα δύο η Αριστερά

Όπως είναι γνωστό από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η τότε υπαρκτή ελληνική Αριστερά χωρίστηκε σχηματικά, όπως άλλωστε και η ευρωπαϊκή, σε δύο στρατόπεδα. Ένα, στο οποίο κυριαρχούσαν οι ήδη συνεργαζόμενοι ή υπέρ της συνεργασίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους Φιλελευθέρους (Κ. Χατζόπουλος, Ν. Γιαννιός, Γ. Σκληρός, Πλ. Δρακούλης, Αλ. Παπαναστασίου, κ.ά.) και κατ’ επέκταση με την “Αντάντ” και ένα υπέρ της ουδετερότητας (αντικειμενικά υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων).

Το ΣΕΚΕ (πρόδρομος του ΚΚΕ) ιδρύθηκε το Νοέμβριο 1918 στον Πειραιά και το 1919 συνδέεται με την Γ’ Διεθνή. Στις εκλογές του 1920 (ήττα του Βενιζέλου) το ΣΕΚΕ συγκεντρώνει περίπου 100.000 ψήφους (αριθμός που έχει αμφισβητηθεί από μεταγενέστερους ερευνητές), ενώ την ίδια χρονιά  δολοφονείται το ιδρυτικό στέλεχός του  ο Δημ. Λιγδόπουλος. Το 1921 κορυφώνεται η αντιπολεμική δράση των αριστερών στρατιωτών του μετώπου με σύνθημα “Κάτω ο Πόλεμος”. Το 1922 συλλαμβάνεται η Κεντρική Επιτροπή του ΣΕΚΕ και η ηγεσία της ΓΣΕΕ και ρίχνονται στις φυλακές Συγγρού, ενώ στο τέλος του χρόνου υιοθετεί τους 21 όρους του Λένιν.

Ο νεοϊδρυθείς και με μικρή επιρροή πολιτικός οργανισμός βρέθηκε εξαρχής σε τεράστια δίνη εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων. Όλα τα  παραπάνω συντελούντων και των παιδικών ασθενειών του, διαμόρφωναν μιάν εξόχως δύσκολη και αντιφατική κατάσταση που κράτησε αρκετά χρόνια ώσπου το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ να απογαλακτιστεί από το παρελθόν του και να μετατραπεί, αναγκαστικά πολλές φορές, σε απλό παράρτημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ο πρώτος και ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος απελευθέρωσε δια των όπλων ένα μεγάλο τμήμα των υπό οθωμανική κατοχή ευρισκομένων περιοχών, στις οποίες κατοικούσαν από το λυκαυγές της ιστορίας συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Η συμμετοχή της βενιζελικής κυβέρνησης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της “Αντάντ”, έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της απελευθέρωσης και των άλλων περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς που παρέμεναν υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το Μικρασιατικό Ζήτημα

Περιγράφοντας την τότε κατάσταση ο Σεραφείμ Μάξιμος θα επισημάνει: «η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που μπήκε στον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ύστερα από μια εσωτερική επανάστασι. Νικητής στην εσωτερική αυτή πάλη βγήκε η αποφασιστικώτερη και αστικότερη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, η πιο συγκροτημένη και συνδεδεμένη με το ξένο κεφάλαιο και συγκεκριμένα το ανταντικό, η φιλελεύθερη μερίδα, το Βενιζελικό κόμμα». Στην συνέχεια αποσαφήνισε πως «το φιλελεύθερο κόμμα –το μοναδικό κόμμα που κατόρθωσε να ενσαρκώσει τους εθνικούς σκοπούς του ελληνικού κεφαλαίου και εργάστηκε για την ολοκλήρωσή τους– ανέλαβε φανερά πια  την εσωτερική επίθεση, ενώ όλος ο διπλωματικός, πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός της Αντάντ τέθηκε στην υπηρεσία του. Η Ελλάδα έπρεπε να μπει στον πόλεμο μαζί με την Αντάντ. Μοναδική περίπτωση να “λύση” το εθνικό της ζήτημα, να “απελευθερώση” τον Πόντο, την Μικρά Ασία, τη Θράκη».

Γεγονός παραμένει ότι  το Μικρασιατικό Ζήτημα μπαίνει σε δυναμική τροχιά ήδη από το 1914, επικαθοριζόμενο από τις άγριες διώξεις των ελληνικών μικρασιατικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους. Αυτό από μόνο του συγκροτούσε όχι μόνο ένα ισχυρό επιχείρημα σχετικά με την αναγκαιότητα αποτροπής του σφαγιασμού των γηγενών (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι, κ.ά.) πληθυσμών, αλλά και μιαν απτή πραγματικότητα. Σε αυτό εντάσσεται και με διεθνή νομιμοποίηση από Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ η αποστολή της ελληνικής στρατιωτικής μεραρχίας της Σμύρνης.

Τα παραπάνω φυσικά δεν αναιρούν το γεγονός ότι οι παραπάνω μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποίησαν ως εμπροσθοφυλακή τα ελληνικά στρατεύματα, εντάσσοντας την δράση τους στην εξυπηρέτηση των τακτικών και στρατηγικών τους στόχων, ούτε την πραγματικότητα ότι η ελληνική αυτή στρατιωτική δράση καθ’ εαυτή, πολλώ δε μάλλον στις υπερβολές της, είχε ως αποτέλεσμα την τροφοδότηση, αλλά και την ενίσχυση με επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς για την διεξαγωγή “απελευθερωτικού αγώνα απέναντι στον ετεροκινούμενο εισβολέα”.

Τα ερωτήματα για την Ελλάδα

Ειδικότερα μάλιστα μετά την Συνθήκη των Σεβρών, η τουρκική πλευρά έδινε, πράγματι, αγώνα επιβίωσης για να κρατήσει, αλλά και να επαυξήσει ό,τι απέμενε σε αυτήν ως τουρκική επικράτεια. Αναπόφευκτο ήταν, λοιπόν, όχι μόνο να έχει με το μέρος της, αλλά και να συμπαρασύρει στην συνέχεια, το σύνολο, σχεδόν, των τουρκικών μουσουλμανικών πληθυσμών, στον αγώνα κατά των εισβολέων. Οι κατά βάση ορθές αυτές διαπιστώσεις δεν αρκούν από μόνες τους να δώσουν απάντηση στα μεγάλα ερωτηματικά που γέννησε η ανείπωτη και ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού του Πόντου και της Μικράς Ασίας.

Ερωτηματικά καίρια για μιαν Ελλάδα που βρισκόταν αντιμέτωπη με το χάσμα π’ άνοιξε ο “σεισμός”, γεγονός που μετατόπιζε τον άξονα όχι μόνο των παλιών προβλημάτων, αλλά προσέθετε και τα νέα, που συνοδεύονταν από το αμετάκλητο γεγονός, ότι εκλειπούσης της εξωτερικής διεξόδου (1912-1920), τα όποια προβλήματα όφειλαν πλέον να επιλυθούν εντός μιας βαριά πληγωμένης χώρας, μετά την συντριπτική της ήττα στα μέτωπα της Μικράς Ασίας.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, θα πρέπει –χάριν της ιστορικής πραγματικότητας– να επισημανθεί ότι η ήττα της Μεγάλης Ιδέας, ή για να ακριβολογούμε, ο περιορισμός της στην Συνθήκη της Λωζάννης, (ας σκεφτούμε ποια ήταν η Ελλάδα πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους), διαμόρφωσε μια νέα πραγματική εικόνα, που κανένας δεν μπορούσε να μην την λαμβάνει πλέον υπόψη του. Η συρρίκνωση αυτή του Ελληνισμού στα σύνορα του 1923, αποτυπώνει μια νέα πραγματικότητα ανάμεσα στο μικρό νέο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα, που καλύπτει μικρό μόνο τμήμα του μείζονος Ελληνισμού και το νέο ελληνικό κράτος, που περικλείει, πλέον, το πλείστον του Ελληνισμού, αφήνοντας εκτός ελληνικών συνόρων την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα και την Βόρειο Ήπειρο.

Οι θέσεις του ΣΕΚΕ πριν από το 1920

Η νέα αυτή πραγματικότητα ανέδειξε μια σειρά ζητημάτων με κυρίαρχα αυτά που εδημιουργούντο ανάμεσα στις “Παλαιές” και τις “Νέες απελευθερωμένες χώρες”, την κυριολεκτικά μετ’ εμποδίων (που πολλές φορές φαίνονταν ανυπέρβλητα) προσπάθεια ενσωμάτωσης των Ελλήνων προσφύγων, τον σιγοβράζοντα εμφύλιο ανάμεσα στους συντηρητικούς και βενιζελικούς, που παρ’ όλες τις προσπάθειες από το 1915 και μετά δεν εννοούσε να κοπάσει και τέλος, σε μικρότερη κλίμακα, τα μειονοτικά ζητήματα, με κυρίαρχο το Μακεδονικό.

Αυτό ήταν το καθόλου κλίμα και σε αυτό η στάση του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, αν και εκκινούσε από μια διαφορετική στην ιδρυτική του περίοδο επιχειρηματολογία (επίδραση απόψεων Γ. Σκληρού, Δ. Γληνού, κ.ά.), κατέληξε στην συνέχεια σε μιάν έντονη αντιπολεμική στάση. Για την διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος της εκστρατείας στην Μικρά Ασία και την κατ’ αρχήν θετική αντιμετώπισή της από πλευράς ΣΕΚΕ πριν το 1920, χαρακτηριστική είναι η δημοσίευση στον “Ριζοσπάστη” του Μαΐου 1919, που αντιμετωπίζει θετικά την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων, τονίζοντας ότι αποτελεί «μία απαρχή απονομής δικαιοσύνης εις τους μικρούς λαούς, εις τους δυναστευόμενους πληθυσμούς».

Η διαφορετική αυτή οπτική του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, όπως και σε μια σειρά εθνικών ζητημάτων, αλλάζει άρδην με την προσχώρηση στην Τρίτη Διεθνή και την αναγκαστική, θέλοντας και μη, προσαρμογή του στα κελεύσματά της. Είναι προφανές ότι το νεαρό τότε υπό διαμόρφωση κομμουνιστικό κόμμα παραχώρησε μέρος της “εθνικής του κυριαρχίας” στην Κομιντέρν, αδιαφορώντας, αγνοώντας ή υποτιμώντας τις συνέπειες του εγχειρήματος.

Οι προκηρύξεις του ΣΕΚΕ από το 1920

Ας επανέλθουμε, όμως, στο θέμα μας παραθέτοντας ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από προκηρύξεις του ΣΕΚΕ την περίοδο από το 1920 και μετά:

  • «Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των λαών! Κάτω η επιστράτευσις και κάθε εκβιασμός του λαού δια νέους πολέμους! Ζήτω  η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου! 10/9/1920».
  • «Σύντροφοι στρατιώται του μετώπου! Καταψηφίσατε τ’ αστικά κόμματα που σας στέλλουν να πολεμάτε. Ψηφίσατε σοσιαλιστάς υποψηφίους! 2/10/1920».
  • «Η επαναστατική περίοδος ζυγώνει στο τέλος της… Γι’ αυτό, μεγάλοι κυβερνήτες, είμαστε πραγματικά ηρωϊκοί στρατιώτες της ανθρωπότητας κι όχι της πατρίδας σας. Και γι’ αυτό η πρώτη του 1921 δεν ακούει εδώ πάνω στο μέτωπο ούτε τα μοιρολόγια των αδικοσκοτωμένων, ούτε τους στεναγμούς των βασανισμένων, αλλά μια κραυγή μεγάλη, στεντόρια, που βγαίνει κι απ’ των πολεμιστάδων τα παλληκαρίσια στήθεια κι απ’ των κοιτώμενων τα χτικιασμένα πνεμόνια κι απ’ των αποσταμένων τα χωσμένα κόκκαλα: Ζήτω η Επανάσταση! 3/1/1921».

Εξετάζοντας την αρθρογραφία, τις κομματικές αποφάσεις και προκηρύξεις της περιόδου, είναι σαφές ότι για την υπό διαμόρφωση ηγεσία του τότε ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, κυρίαρχη ήταν η λογική της μπολσεβικοποίησης, η άνευ όρων υπεράσπιση-εξύμνηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και η πρόταξη ενός διεθνισμού υπεράνω πολέμου, χωρίς εμβάθυνση στα αίτια, τους κυρίως υπαίτιους και τους δευτερογενείς παράγοντες, χωρίς ίχνος διάκρισης με βάση την λογική καταπιεστικά-καταπιεζόμενα έθνη, χωρίς καμία αναφορά στις υποθήκες που άφησε η εξαιρετική μαρξιστική ανάλυση του Δημήτρη Γληνού το 1909 για τον ρόλο της Τουρκίας και την κατ’ εξακολούθηση γενοκτόνα στάση της, χωρίς αναφορά στην Γενοκτονία των Αρμενίων και τον Ποντίων, ως, επίσης, στις εκτεταμένες σφαγές των χριστιανικών μικρασιατικών πληθυσμών.

Τέλος, χωρίς την λογική ότι απέναντι σε όλα αυτά ένας εθνικοαπελευθερωτικός-αλυτρωτικός αγώνας, είναι ένας αγώνας δίκαιος και ότι οι αλυτρωτικές απαιτήσεις των Ελλήνων είχαν ισχυρή ιστορική βάση στηριγμένη στα δεινά 400 χρόνων ανελέητης Τουρκοκρατίας.

Η θεώρηση του Μάξιμου

Αυτές τις άκρως μαξιμαλιστικές θέσεις, επιχειρεί, όχι πάντοτε επιτυχώς, να επαναδιατυπώσει σε μια ρεαλιστικότερη βάση ο Σεραφείμ Μάξιμος. Ας μην μας διαφεύγει ότι η Ελλάδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, δεν είναι η Ελλάδα της εθνικής και κοινωνικής αφύπνισης του 1909. Το Γουδί και η αναγεννητική του ορμή, σφραγισμένη χαρακτηριστικά από μια σπάνια σύγκλιση λαού-στρατού στους ίδιους στόχους, ήταν πλέον παρελθόν. Η πολιτική ηγεσία βρίσκεται στο ναδίρ με το στρατιωτικό πηλίκιο στο βάθος να σπεύδει να την υποκατα-αντικαταστήσει.

Ο Μάξιμος θα σημειώσει χαρακτηριστικά: «Όταν οι σκοποί του στρατιωτικού κινήματος το 1909 γίνανε υπόθεσι του έθνους (των κοινωνικών τάξεων με επί κεφαλής την μπουρζουαζία), τα στρατιωτικά στοιχεία του κινήματος εξαφανίζονται από τη σκηνή και τη θέσι τους την παίρνουν οι πολιτικές δυνάμεις της κυρίαρχης τάξεως. Στα 1922 το πέρασμα της εξουσίας από το κίνημα στα κόμματα και στη Συντακτική, δε γίνεται με την εξαφάνισι των στρατιωτικών στοιχείων, μα με την πολιτικοποίησί τους, με το να γίνουν δηλαδή οι στρατιωτικοί αρχηγοί του κινήματος κοινοβουλευτικοί αρχηγοί μέσα στη Συντακτική. Μα αυτό στο τέλος δεν σήμαινε, παρά ότι μεταφέρανε τη δικτατορία στο κοινοβούλιο, ότι δώσανε την αντίθετη όψι σ’ ένα και το ίδιο νόμισμα».

Ο Μάξιμος θα στηλιτεύσει την Μικρασιατική Εκστρατεία σαν τυχοδιωκτική περιπέτεια. «Όχι μονάχα γιατί ξεπερνούσε τις οικονομικές, κρατικές και εκπολιτιστικές δυνάμεις της ελληνικής μπουρζουαζίας, όχι μόνο γιατί έφερνε από την αρχή ως το τέλος τη σφραγίδα: το κατάστημα –Τουρκία– διαλύεται επωφεληθήτε της ευκαιρίας, μα και προ παντός γιατί ήτανε πόλεμος μ’ ένα λαό που πολεμούσε για την ελευθερία του». Την εν μέρει σωστή αυτή διαπίστωση, την πλαισιώνει με ορισμένες παρατηρήσεις, όσον αφορά το ελληνικό στρατόπεδο.

Ορθά επισημαίνει ότι ενώ ο στρατός του 1912-13 ήταν υπερκομματικός, εθνικός στρατός δηλαδή, (γεγονός που αποτυπώθηκε και στον, μοιραίο στρατηγικά, συμβιβασμό του Βενιζέλου με τον θρόνο το 1910-1911), το ίδιο δεν συνέβαινε με τον ελληνικό στρατό του 1922, αφού  «ένα μονάχα είναι βέβαιο, πως ο εσωτερικός πόλεμος χώρισε στα δύο τις ένοπλες δυνάμεις της μπουρζουαζίας, κλόνισε την στρατιωτική πειθαρχία και δημιούργησε έτσι μια δεύτερη βασική προϋπόθεσι, για την μικρασιατική καταστροφή». Ο τυχοδιωκτισμός λοιπόν από την μια, σε συνδυασμό με τον βαθύτατο διχασμό από την άλλη, διαμορφώνουν (και με βάση το γεγονός ότι η εκστρατεία στον Σαγγάριο, αποτελούσε μια καθολική υπέρβαση των ορίων αντοχής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος), μια αρνητική ψυχολογία στο στράτευμα.

Το αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο Μάξιμος, είναι ότι «Ο στρατιώτης υπεχώρησε στον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στο σκοπό για τον οποίον έγινε στρατιώτης. Κι’ ο άνθρωπος αυτός καταδίκασε μέσα του τον πόλεμο. Τώρα δεν μπορεί να τον συγκρατήση κανείς. Μήτε ο βασιλιάς, μήτε ο Βενιζέλος. Προτιμά μιάν αποφασιστική ήττα, παρά μια νίκη που θα τον καθηλώση στο μέτωπο. Γι’ αυτό δέχθηκε την κατάρρευση με ευχαρίστησι. Ήτανε μια λύσι. Ένας τρόπος να γυρίση στην  πατρίδα του. Καμμιά τάσι, καμμιά ταπείνωσι δεν αισθάνθηκε για την ήττα. Ο εθνισμός είχε σβύσει μέσα του. Κέρδος θετικό που έμεινε χωρίς σπουδαίο αποτέλεσμα».

Ο Μάξιμος για τον ξένο παράγοντα

Εξίσου ορθές είναι οι παρατηρήσεις του όσον αφορά τον ρόλο του ξένου παράγοντα, αν και ο ρόλος της ξενοκρατίας και της πολύπλοκης εξάρτησης, θα έλεγα ότι είναι σχετικά υποτιμημένος στην καθόλου ανάλυσή του. Ιδιαίτερα μάλιστα της γερμανόφιλης αντιβενιζελικής πλευράς, όπου ανεξάρτητα από την αδιαμφισβήτητη ολοκληρωτική επί της αρχής αντίθεσή του με αυτή, στο πλαίσιο της έντονης κριτικής του προς τους φιλελεύθερους “ανταντικούς”, παραλείπει την συγκεκριμένη κριτική που αναλογεί στην βυσσοδομούσα γερμανόφιλη πτέρυγα του Θρόνου και των συντηρητικών.

Μπορεί, όπως είχε αφετηριακά επισημάνει, «ο διπλωματικός πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός της Αντάντ να τέθηκε στην υπηρεσία των φιλελευθέρων», για να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο, όμως μετά το πέρας του πολέμου η κατάσταση είχε ριζικά τροποποιηθεί αφού η θέση και ο ρόλος της Ελλάδος είχε πια διαφορετικό γεωπολιτικό βάρος και οι φιλελεύθεροι, φανατικοί “ανταντικοί”, ήταν εκτός εξουσίας. Με βάση τα δεδομένα λοιπόν αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο η επισήμανση του Μάξιμου ότι: «την εποχή της μικρασιατικής εκστρατείας δεν υπήρχανε σύμμαχοι, υπήρχανε τέως σύμμαχοι. Ο καθένας τους ενεργούσε για λογαριασμό του. Και είχανε σπουδαία συμφέροντα να υπερασπίσουν».

Είναι, φρονώ, διακριτή η υπεροχή της ανάλυσης Μάξιμου σε σχέση με τις μαξιμαλιστικές κομματικές προσεγγίσεις, ενώ, συν τοις άλλοις, μας αποκαλύπτει το προφανές, την εξάρτηση, την μυωπία αλλά και την ανεπάρκεια του κυρίαρχου συγκροτήματος να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό και από κοινού ένα τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα. Όντως η Ελλάδα του 1922 δεν ήταν πια η Ελλάδα του 1912-1913.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version