ΑΝΑΛΥΣΗ

Γιατί η ατζέντα της “πράσινης μετάβασης” έχει συντηρητικό πρόσημο

Πρόσκληση συμμετοχής στο δίκτυο για την πράσινη ενέργεια των χωρών του ΟΣΕΠ

Η αισθητή επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και η αλματώδης ανάπτυξη της τηλεργασίας, λόγω της υγειονομικής κρίσης, αλλά και οι επαχθείς συνέπειες με άξονα την ενέργεια που είχαν οι οικονομικές κυρώσεις της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας στην καθημερινότητα των πολιτών, προσέλκυσαν το γενικό ενδιαφέρον στην υπό εξέλιξη “πράσινη μετάβαση”, τη μετάβαση από το βιομηχανικό σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, την πράσινη οικονομία (οικονομία της γνώσης).

Η συνειδητοποίησή της είναι βίαιη και επώδυνη για τη μεγάλη πλειοψηφία της εργασίας και της επιχειρηματικότητας, όπως υποδηλώνει π.χ. η κοινωνική αποστασιοποίηση που συνεπάγεται η χρήση των νέων μέσων σε συνθήκες κοινωνικών περιορισμών, η διαρκής μείωση του εισοδήματος της εργασίας, η ενεργειακή φτώχεια και η έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και η παράλληλη περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων (εκτόξευση του αυταρχισμού, υποβάθμιση συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών, δικαιωμάτων και θεσμικών λειτουργιών, μονοπωλιακή χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας επικοινωνίας από μια επιχειρηματική ελίτ).

Στις συνθήκες αυτές η στρατηγική σύμπλευση των κοινοβουλευτικών κομμάτων με προοπτική εξουσίας όλου του πολιτικού φάσματος, αλλά και μικρότερων, με την κυρίαρχη διεθνή ατζέντα της μετάβασης προς το νέο παραγωγικό μοντέλο, την πράσινη μετάβαση, επιτείνει την αβεβαιότητα και ανασφάλεια του μέσου πολίτη. Διευκολύνεται έτσι η άκριτη χειραγώγησή του από υπερεθνικά σχεδιασμένες συντηρητικές πολιτικές διαχείρισής της, μιας μεγάλης “επανεκκίνησης”, χωρίς κοινωνικές και εθνικές αναφορές ή από ακροδεξιές πολιτικές πλατφόρμες αντίδρασης σε αυτήν. Τούτο γιατί η διακομματική σύμπλευση έχει θολώσει την ουσιαστική διάκριση μεταξύ της συντηρητικής και προοδευτικής πολιτικής διαχείρισής της.

Η πολιτική διάκριση έχει αντικατασταθεί από πολιτικά ψευδεπίγραφες και χειραγωγητικά πρόσφορες διαιρέσεις προθύμων ή μη να αποδεχθούν την κυρίαρχη ατζέντα της, του τύπου “εκσυγχρονιστές-λαϊκιστές”, “ορθολογιστές-ψεκασμένοι”, η επιβολή των οποίων στηρίζεται μάλιστα σε μια νεοπαγή πολιτική θέσπισης οικονομικών και κοινωνικών κινήτρων “συμμόρφωσης” και ποινών “ανυπακοής” που παραβιάζει κατάφωρα τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα.

Η πολιτική αντικαθίσταται έτσι από την πολιτική ορθότητα και η πολιτική δράση από την αντιπαράθεση συμπεριφορών και στάσεων κοινωνικά νομιμοποιημένων ή μη (“αντικοινωνικών” και “ανεύθυνων” κατά το αφήγημα νομιμοφροσύνης της κυρίαρχης ατζέντας), που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνική ευαισθησία.

Η “πράσινη μετάβαση”

Η διάκριση της προοδευτικής από τη συντηρητική ατζέντα για την πράσινη μετάβαση, εξαρτάται από την τοποθέτησή της στην αρχιτεκτονική της δομής του νέου παραγωγικού μοντέλου ως προς τα εξής διακυβεύματα πολιτικής:

  • Πρώτον, τη διάρθρωση των συσχετισμών μεταξύ των παραγωγικών συντελεστών (κεφάλαιο, εργασία, φυσικοί πόροι, τεχνολογία), όσον αφορά τη συμβολή τους στην παραγωγική διαδικασία (οι αντίστοιχες ισορροπίες του βιομηχανικού παραγωγικού μοντέλου είναι ένα μέτρο σύγκρισης).
  • Δεύτερον, τη συμμετρικότητα ή μη του προγραμματικού προσανατολισμού του στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πιέσεων στην ανάπτυξη. Το θεμελιώδες κριτήριο για την αξιολόγηση της συντηρητικής ή προοδευτικής κατεύθυνσής της σε αυτό το πλαίσιο είναι η διαχείριση των ισορροπιών κεφαλαίου-εργασίας και τεχνολογίας-φυσικών πόρων που υιοθετεί καθώς και του ισοζυγίου κοινωνικής και περιβαλλοντικής πίεσης που υπηρετεί.

Η διαχείριση αυτών των ισορροπιών καθορίζει τον πολιτικό προσανατολισμό της: προς μια εκθετική ανάπτυξη, που είναι όμως εύθραυστη και άνιση (για μια ελίτ), διαλύει την κοινωνική συνοχή και οδηγεί σε μια ολιγαρχική δημοκρατία τύπου Κίνας ή προς μια συγκρατημένη ανάπτυξη, που είναι όμως ανθεκτική, συμπεριληπτική και βιώσιμη και οδηγεί σε μια συμμετοχική δημοκρατία που αξιοποιεί την αμεσότητα των νέων μέσων επικοινωνίας.

Το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι μια νέα ριζοσπαστικά καινοτομική πρακτική παραγωγής έντασης γνώσης, πιο προηγμένη από τη βιομηχανική. Η στήριξή του στις τεχνολογίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης υπόσχεται προώθηση της μεγέθυνσης και της παραγωγικότητας πέρα από κάθε προηγούμενο (τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης), με την ταυτόχρονη μείωση της εξάρτησης της παραγωγικής διαδικασίας από τους μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους (π.χ. ορυκτά καύσιμα, πρώτες ύλες), αλλά και του περιβαλλοντικού της αποτυπώματος (π.χ. εκπομπές ρύπων, τεχνολογίες βελτίωσης της αποδοτικότητας των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων).

Η δομή του νέου μοντέλου

Καθώς οι νέες τεχνολογίες είναι πολύ μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου από τις βιομηχανικές τεχνολογίες αποταμίευσης εργασίας (απαιτούνται συγκριτικά περισσότερα κεφάλαια και λιγότερη εργασία για την παραγωγική λειτουργία τους). Η μορφή (το περιεχόμενο) του κεφαλαίου αλλάζει. Το άυλο τμήμα του (περιέχει μικρότερη από το υλικό ή μηδαμινή ποσότητα φυσικών πόρων), αναβαθμίζεται έναντι του φυσικού (υλικού).

Έτσι η παραγωγή των υλικών αγαθών χαρακτηρίζεται, τώρα, αφενός από μεγαλύτερο κόστος κεφαλαίου (το άυλο κεφάλαιο είναι πιο ακριβό από το υλικό) και αφετέρου από μικρότερη εισροή φυσικών πόρων. Συνολικά, η παραγωγική διαδικασία αλλάζει. Το επίπεδο της έντασης κεφαλαίου (ο λόγος κεφαλαίου προς εργασία) αυξάνεται δραστικά, ενώ η ένταση φυσικών πόρων (ο λόγος φυσικών πόρων προς ένταση κεφαλαίου) μειώνεται ουσιαστικά.

Τί σημαίνουν αυτές οι αλλαγές για τη διάρθρωση των συσχετισμών μεταξύ των παραγωγικών συντελεστών στο νέο παραγωγικό μοντέλο; Ότι αλλάζει ριζικά η συγκριτική συμβολή τους στην παραγωγική διαδικασία και επέρχεται μια νέα ιεράρχηση παραγωγικών ρόλων μεταξύ τους. Η πράσινη οικονομία προϋποθέτει τη διαρκή αύξηση της έντασης κεφαλαίου της παραγωγικής διαδικασίας, αλματώδη σε σχέση με τη βιομηχανική, με την διαρκή υιοθέτηση νέας τεχνολογικής γνώσης, δηλαδή απαιτούνται διαρκώς περισσότερα κεφάλαια και τεχνολογική γνώση και διαρκώς λιγότερη εργασία και φυσικοί πόροι.

Ο ρόλος του κεφαλαίου και της τεχνολογίας αναβαθμίζεται έτσι θεαματικά, ενώ ο ρόλος της εργασίας και των φυσικών πόρων υποβαθμίζεται δραματικά. Τι σημαίνει αυτή η αναδιάρθρωση ρόλων για τις εθνικές οικονομίες; Ότι η ισορροπία κεφαλαίου-εργασίας, που επιτεύχθηκε μεταπολεμικά στο πλαίσιο του βιομηχανικού παραγωγικού μοντέλου και οδήγησε στη μεγαλύτερη περίοδο ευημερίας και ισχυρής δημοκρατίας στην Ευρώπη, ανατρέπεται ριζικά υπέρ του κεφαλαίου.

Η υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου εισάγει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που συνιστά την ανταπόκριση των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης στο πρόβλημα της προσέγγισης των περιβαλλοντικών ορίων (των ορίων της φέρουσας χωρητικότητας του πλανήτη), που εκδηλώθηκε με την κλιματική κρίση και δημιουργήθηκε από την εκβιομηχάνιση, εγείροντας απειλές στην οικονομική μεγέθυνση και στο βιοτικό επίπεδο. Με την έννοια αυτή, είναι προγραμματικά προσανατολισμένο στην αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής πίεσης ως μείζονος απειλής στην ανάπτυξη.

Τα όρια της ανάπτυξης

Όπως διαπιστώνεται από την αρχιτεκτονική του, το κύριο εργαλείο που προκρίνεται από την οικονομική πολιτική για την παραγωγική υπέρβαση της περιβαλλοντικής κρίσης, είναι αποκλειστικά η προσφυγή στην τεχνολογική πρόοδο, δηλαδή η προσφυγή σε μια νέα δέσμη πολιτικών ανάπτυξης (πράσινης) ακόμη μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου, ενώ τίθενται εκτός ατζέντας οι περιβαλλοντικές πολιτικές έντασης εργασίας -όπως π.χ. η γενικευμένη ανακύκλωση φυσικών πόρων. Αυτή όμως η στρατηγική πολιτική επιλογή για την υπέρβαση των περιβαλλοντικών απειλών στην ανάπτυξη, έχει συνέπειες στην αποτελεσματικότητα της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και περιορισμούς στην αντιμετώπιση της κοινωνικής πίεσης.

Όσον αφορά την κλιματική κρίση, δεν αντιμετωπίζει μακροπρόθεσμα αποτελεσματικά τις περιβαλλοντικές πιέσεις, γιατί: Πρώτον η χρήση των νέων τεχνολογιών βελτίωσης της αποδοτικότητας των φυσικών πόρων επιδρά ως μπούμεραγκ (rebound effect) στην κατανάλωσή τους και στη συνολική παραγωγή μακροπρόθεσμα, καθώς οδηγεί στη χρήση συνολικά περισσότερων φυσικών πόρων, ενώ ταυτόχρονα ανά μονάδα παραγωγικής εκροής χρησιμοποιούνται λιγότεροι φυσικοί πόροι.

Αυτό συμβαίνει γιατί οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν την παραγωγή περισσότερων εκροών, γρηγορότερα από το ρυθμό αποταμίευσης της χρήσης φυσικών πόρων ανά μονάδα εκροής. Κατά συνέπεια, οδηγούν στην αναζωπύρωση των περιβαλλοντικών πιέσεων. Δεύτερον, οι επενδύσεις κεφαλαίου για τη διαρκή παραγωγή τεχνολογικής γνώσης, που απαιτεί η πράσινη μετάβαση, δεν μπορούν να αυξάνονται με απεριόριστο ρυθμό, γιατί δεν μπορούν να ξεπερνούν μακροπρόθεσμα τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.

Όσον αφορά την κοινωνική πίεση (π.χ. την μεγάλη κοινωνική ανισότητα) ως απειλή στην ανάπτυξη, αδυνατεί δομικά να την αντιμετωπίσει συμμετρικά και αντιθέτως προοιωνίζεται τη μετάθεση της έντασης των πιέσεων στην πορεία της, από το περιβάλλον στις κοινωνίες. Ειδικότερα, η διαρκής συσσώρευση τεχνολογικής γνώσης για την προώθηση της πράσινης μετάβασης, απαιτώντας τη διαρκή αύξηση της έντασης κεφαλαίου της παραγωγικής διαδικασίας, προϋποθέτει τη διαρκή αποδέσμευση από αυτήν ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού.

Η βραζιλιανοποίηση των κοινωνιών

Η υποβάθμιση της εργασίας στο πλαίσιο αυτό, αφορά τόσο στις διαθέσιμες θέσεις απασχόλησης, όσο και στο εισοδηματικό μερίδιό της στο ΑΕΠ. Καθώς η εκβιομηχάνιση, με την έννοια της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, δεν συνιστά πλέον αποτελεσματική στρατηγική ανάπτυξης, η κλασσική προσέγγιση για την απασχόληση, δηλαδή η μετακίνηση εργασίας και πόρων από τους λιγότερο παραγωγικούς στους πιο παραγωγικούς τομείς (στη βιομηχανία), δεν αποδίδει.

Έτσι η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης με βάση την κυρίαρχη ατζέντα της μετάβασης, οδηγεί στην οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και στη βραζιλιανοποίηση των κοινωνιών, δηλαδή του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους (80-90%) του ΑΕΠ από μια μικρή (10-20%) πληθυσμιακή ομάδα. Είναι η τάση προς μια κοινωνία δύο τάξεων.

Εμβληματικό παράδειγμα της συσχέτισης της περιβαλλοντικής πολιτικής με την οικονομική υποβάθμιση της θέσης της εργασίας, είναι το κίνημα των “Κίτρινων Γιλέκων” στη Γαλλία. Εκδηλώθηκε κυρίως ως αντίδραση στις οικονομικές συνέπειες που είχε στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα η πολιτική αύξησης της φορολόγησης της ενέργειας για περιβαλλοντικούς λόγους (με στόχο τη μείωση της κατανάλωσής της). Ας σημειωθούν εν προκειμένω τα εξής: Το νέο παραγωγικό μοντέλο χρειάζεται ακόμη περισσότερη ενέργεια από το βιομηχανικό, λόγω της στρατηγικής αναβάθμισης του κεφαλαίου έναντι της εργασίας σε αυτό.

Καθώς η εργασία με τις νέες τεχνολογίες υποκαθίσταται με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς, η πράσινη οικονομία θα απαιτεί ολοένα περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική (η παραγωγική ενέργεια που παρείχε η εργασία αντικαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια που καταναλώνουν οι μηχανές). Η συγκεκριμένη γαλλική πολιτική υποδηλώνει έκδηλα ποιος θα σηκώσει το βάρος της περιβαλλοντικής πολιτικής: η πλευρά της ζήτησης και όχι της προσφοράς, δηλαδή οι εργαζόμενοι.

Συμπερασματικά, η κυρίαρχη ατζέντα της πράσινης μετάβασης αδυνατεί δομικά να αντιμετωπίσει συμμετρικά τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πιέσεις στην ανάπτυξη. Δεν διαθέτει εργαλεία (πολιτικές) για την αντιμετώπιση της κοινωνικής πίεσης την οποία αντιθέτως εντείνει.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version