Ποια είναι η επιθυμητή ορολογία; Το ξενόφερτο “ντιμπέιτ” ή ο νεολογισμός “τηλεμαχία” που παρά τις προσπάθειες να καθιερωθεί, δεν τα έχει καταφέρει; Όπως και να το πει κανείς, όμως, δεν έχει ουσιαστική διαφορά. Πέντε υποψήφιοι κονταροχτυπήθηκαν χθες βράδυ μπροστά στις κάμερες, διεκδικώντας τα ηνία ενός κόμματος που φαίνεται πως αρχίζει να αναγεννάται(;) από τις στάχτες του.
Σύμφωνα με τα νούμερα τηλεθέασης, την τηλεμαχία παρακολούθησε το 7% των τηλεθεατών. Πρόκειται για τους γνωστούς “πολιτικόπληκτους”. Οι υπόλοιποι επέλεξαν ψυχαγωγία. Όσοι, όμως, προτίμησαν την πολιτική τηλεμαχία, ξεφάντωσαν στα σόσιαλ μίντια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το ντιμπέιτ, προκαλώντας τρεντ στο Διαδίκτυο. Τους άρεσε, τους ιντρίγκαρε, τους θύμωσε, τους πάθιασε, δίχασε και ένωσε. Κάτι σαν τη Γιουροβίζιον, αλλά σε πολιτική εκδοχή.
Πέρα από την πλάκα, όμως, η “πράσινη” τηλεμαχία συνέβαλε στο δημόσιο διάλογο και αναζωογόνησε το ενδιαφέρον των πολιτών για το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Αυτό από μόνο του είναι αναμφισβήτητο στοιχείο πολιτικού πολιτισμού και δημοκρατίας. Η Ελλάδα, πάντως, δεν είναι πρωτάρα σε ό,τι έχει να κάνει με τις τηλεμαχίες. Για την ακρίβεια, οι ρίζες ανιχνεύονται στην Αρχαία Αθήνα, στην Εκκλησία του Δήμου.
Σπουδαίοι ρήτορες όπως ο Περικλής και ο Θεμιστοκλής προετοίμαζαν επιμελώς τις αγορεύσεις τους, αλλά και τις απαντήσεις τους στους πολιτικούς τους αντιπάλους που επίσης στόχευαν στο να τους αποδομήσουν δημοσίως, καταρρίπτοντας τα επιχειρήματά τους. Η ευγλωττία στην αρχαία Ελλάδα συγκαταλεγόταν στα σημαντικότερα προσόντα. Κάποια στιγμή πλασαρίστηκε η άποψη ότι ο όρος ντιμπέιτ προέρχεται από την ελληνική λέξη δίβατον, η οποία αναφέρεται στο βήμα της Εκκλησίας του Δήμου, όπου οι ρήτορες εναλλάσσονταν στο πλαίσιο πραγματικού διαλόγου.
Τα πρώτα ντιμπέιτ
Όπως και να έχει, στην σύγχρονη Ελλάδα η πρακτική αυτή μετράει ήδη 31 χρόνια. Ήταν το 1990, όταν στο Πάντειο Πανεπιστήμιο διοργανώθηκε δειλά δειλά η πρώτη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική, με τη συμμετοχή των τριών εταίρων της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα (Κώστα Μητσοτάκη, Ανδρέα Παπανδρέου, Χαρίλαου Φλωράκη). Τη συζήτηση είχε συντονίσει ο Γιάννης Καψής. Το ντιμπέιτ διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα μείζονα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εκείνης της περιόδου. Μεταξύ αυτών και η πτώση του Τείχους του Βερολίνου που είχε προηγηθεί λίγους μήνες νωρίτερα.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1993, έγινε προσπάθεια να λάβει χώρα η πρώτη τηλεμαχία, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν τα βρήκαν, με αποτέλεσμα οι “γαλάζιοι” να κυκλοφορήσουν σποτ με άδεια καρέκλα. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα τρία χρόνια για να πραγματοποιηθεί τηλεμαχία πολιτικών αρχηγών στην κρατική τηλεόραση. Συμμετείχαν μονάχα οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων, ο Μιλτιάδης Έβερτ από την ΝΔ και ο Κώστας Σημίτης από το ΠΑΣΟΚ.
Τέσσερα χρόνια αργότερα διεξήχθη η τηλεμαχία Κώστα Καραμανλή και Κώστα Σημίτη. Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 2004 για να καθίσουν οι πολιτικοί αρχηγοί όλων των κομμάτων στο ίδιο τραπέζι: Ο Κώστας Καραμανλής από τη ΝΔ, ο Γιώργος Παπανδρέου από το ΠΑΣΟΚ, η Αλέκα Παπαρήγα από το ΚΚΕ, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος από τον Συνασπισμό και ο Δημήτρης Τσοβόλας από το ΔΗΚΚΙ αντάλλαξαν πυρά. Μεταξύ των δημοσιογράφων που έκαναν ερωτήσεις ήταν και ο Σταύρος Θεοδωράκης, που κάποια χρόνια αργότερα πέρασε απέναντι και ως πολιτικός αρχηγός στο Ποτάμι δέχθηκε ερωτήσεις από πρώην συναδέλφους του.
Η Ελλάδα, λοιπόν, διαθέτει πλέον πλούσια εμπειρία. Παραμένει, όμως, φοβική. Στην χώρα που γεννήθηκε η πολιτική ρητορική, οι τηλεμαχίες παραμένουν “αποστειρωμένες”, σχεδόν στημένες, με αποτέλεσμα να χάνουν σε νεύρο και ουσία. Οι προκάτ “ξύλινες” απαντήσεις των πολιτικών απωθούν το μέσο πολίτη, ο οποίος νοιώθει ότι πρόκειται για πολιτική παράσταση που δεν τον αφορά.
Το νέο μοντέλο της ΕΡΤ
Η δημόσια τηλεόραση επιχείρησε να σπάσει το προηγούμενο. Υιοθέτησε στη χθεσινή τηλεμαχία των υποψηφίων για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ ένα διαφορετικό μοντέλο από αυτό που είχαμε συνηθίσει. Η ΕΡΤ, αποφασισμένη να διεκδικήσει τη θέση που της αξίζει ως δημόσια τηλεόραση, ανακάτεψε την τράπουλα και ξαναμοίρασε τα χαρτιά. Κοινώς, άλλαξε τους στείρους κανόνες, υιοθετώντας ένα πιο ζωντανό και διαδραστικό μοντέλο συζήτησης, στο οποίο οι υποψήφιοι ναι μεν ήταν υποχρεωμένοι να πειθαρχήσουν στον χρόνο, αλλά δεν χρειάστηκε να μεταμορφωθούν σε καλοκουρδισμένα, αλλά άψυχα ρομπότ.
Ενδεικτικό ήταν ότι ο κάθε υποψήφιος μπορούσε να σχολιάζει τις απαντήσεις των συνυποψηφίων σε 45 δευτερόλεπτα στο τέλος της κάθε θεματικής ενότητας. Στόχος ήταν οι υποψήφιοι να υπερβούν τις χιλιοπροβαρισμένες ατάκες, να εκφέρουν πιο ζωντανή άποψη, αλλά και να αντικρούσουν τα επιχειρήματα των συνυποψηφίων τους. Το πρώτο βήμα έγινε δίχως ανατροπές και παρατράγουδα. Κυριάρχησαν ήπιοι τόνοι, αν και αναδείχτηκαν διαφωνίες σε κομβικά ζητήματα.
Όπως ήταν φυσικό, τα αίματα άναψαν στις ερωτήσεις μεταξύ των υποψηφίων και στις συντροφικές αιχμές. Οι χρήστες των σόσιαλ μίντια δεν άφησαν τίποτα ασχολίαστο. Στο Twitter το hashtag #DebateΚΙΝΑΛ έφτασε στις πρώτες θέσεις. Οι αναρτήσεις επί του θέματος έδιναν και έπαιρναν. Πρωταγωνιστής σε αυτές αναδείχθηκε ο ήχος του μπάζερ που ειδοποιούσε για τη λήξη του χρόνου ομιλίας. Σε κάποιους θύμισε τηλεπαιχνίδι.
Με πάνω από 4.500 tweets σε διάστημα δύο ωρών από τα σχόλια, συχνά καυστικά, δεν έλειψε το χιούμορ. Ξεχώρισε και μία προσπάθεια εκ μέρους των τηλεθεατών να ερμηνεύσουν με ψυχολογικούς όρους τους συμμετέχοντες. «Έχει άγχος», «είναι ήρεμος», «το έχει», «χαμογελάει υπερβολικά» και πάει λέγοντας. Την τιμητική του είχε η στάση του Χάρη Καστανίδη. Όταν, λοιπόν, του δόθηκε ο λόγος για να ρωτήσει, αρνήθηκε. «Δεν θα ρωτήσω κανέναν. Δεν έχω απορίες» και συμπλήρωσε: «Είναι όλοι άξιοι. Τους αγαπώ όλους και θα πάμε όλοι μαζί με ενότητα αμέσως μετά την 12η Δεκεμβρίου».
Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο
Παρά τα βήματα προόδου, έχουμε να διανύσουμε ακόμα πολύ δρόμο για να φτάσουμε το αμερικανικό μοντέλο. Σε αυτό που Ρίτσαρντ Νίξον και Τζον Κένεντι μαλλιοτραβιόντουσαν για το μέικ άπ. Ο νεαρός γερουσιαστής της Μασαχουσέτης είχε φροντίσει να απολαύσει χρόνο στην παραλία, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ηλιοκαμένος και με ανοιχτό μαλλί από τον ήλιο. Αντιθέτως, ο Νίξον ήταν χλωμός και κουρασμένος.
Στα αμερικανικά ντιμπέιτ αναδεικνύεται αμέσως μετά –από τους πολιτικούς παρατηρητές και το κοινό– ο νικητής και ο ηττημένος. Αν και χθες, κάποιοι έκαναν λόγο για έναν υποψήφιο που με την εμπειρία και τη δεξιοτεχνία έβαλε γκολ, στην Αμερική αυτός κατονομάζεται. Οι επικοινωνιολόγοι, πάντως, ξεκαθαρίζουν ότι το βασικό μέλημα ενός υποψηφίου δεν είναι να κερδίσει, αλλά να μην κάνει γκάφα. Έχουν συμβεί, άλλωστε, και αυτά! Ο Τζέραλντ Φορντ έχοντας κερδίσει τις εντυπώσεις του πρώτου ντιμπέιτ, χαλάρωσε στο δεύτερο, με αποτέλεσμα να τα κάνει “σαλάτα”. «Δεν υπάρχει σοβιετική κυριαρχία στην ανατολική Ευρώπη», είχε πει, προσθέτοντας ότι «δεν θα υπάρξει όσο διαρκεί μια προεδρία Φορντ»! Δεν επανήλθε ποτέ.
Η Γαλλία έχει επίσης γράψει τη δική της ιστορία. Όταν ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν αποκάλεσε τον Φρανσουά Μιτεράν «l’ homme du passé» (άνθρωπο του παρελθόντος), εκείνος, επιδεικνύοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά, χαμογελώντας τον χαρακτήρισε «l’ homme du passif» (άνθρωπο με χρέη). Ο Νικολά Σαρκοζί έγινε γνωστός ως ο υποψήφιος που χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Η δε Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν εκείνη που δεν έχανε τα λόγια της, αλλά ξέχναγε, παρά τις πρόβες, να χαμογελάει, ώστε να φανεί λιγάκι πιο προσιτή στους Βρετανούς.
Ακόμα και οι αδιάφοροι για το είδος, πάντως, οφείλουν να παραδεχτούν ότι ένα καλό πολιτικό ντιμπέιτ μπορεί να προσφέρει όχι μόνο πολιτική ενημέρωση, αλλά και ψυχαγωγία που δεν βρίσκεται πουθενά. Αρκεί να έχει παλμό και ζωντάνια, έξυπνες ατάκες, αλλά και γκάφες…
- Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr
- Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.