Η συνταγματική αναθεώρηση που δεν έγινε

Η συνταγματική αναθεώρηση που δεν έγινε, Γιώργος Σωτηρέλης

Τελικά, όπως φαίνεται από τις έως τώρα κοινοβουλευτικές συζητήσεις, θα έχουμε ακόμη μία αδιάφορη συνταγματική αναθεώρηση. Η συνταγματική πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων ως προς την αναθεώρηση ήταν τελικά αντίστοιχη με την γενικότερη προβληματική στάση τους απέναντι στους θεσμούς και επιβεβαίωσε νομίζω περίτρανα την πολιτική ανωριμότητα και την θεσμική αναξιοπιστία τους. Όπως προσπάθησα να δείξω σε προηγούμενα άρθρα, δυστυχώς ήταν αναπόφευκτο τα κόμματα αυτά να μην καταλήξουν σε μια χρήσιμη και επίκαιρη αναθεώρηση.

Αφ’ενός μεν διότι δεν σέβονται το Σύνταγμα κατά την άσκηση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής τους. Αφ’ετέρου δε διότι δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς ότι η βαρύτατη κοινωνικοοικονομική κρίση που βιώσαμε τόσο τραυματικά τα τελευταία χρόνια, με ευθύνη όλων όσοι μας κυβέρνησαν στον εικοστό πρώτο αιώνα, επιβάλλει πολιτική περίσκεψη και θεσμικό αναστοχασμό, με επίκεντρο την απαιτούμενη –ούτως ή άλλως– συναίνεση.

Συναίνεση βέβαια δεν σημαίνει απόκρυψη ή θόλωση των διαχωριστικών ιδεολογικών γραμμών, όπως συνέβη με την πόλωση ετερόκλητων δυνάμεων γύρω από την αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο, αλλά αποσαφήνισή τους, ώστε να προσέλθουν σε έναν καθαρό και εποικοδομητικό διάλογο για το μέλλον του τόπου, με πρώτο μέλημα την οριστική υπέρβαση της κρίσης (που δυστυχώς δεν είναι ακόμη δεδομένη), την κοινωνική συνοχή και την ισότιμη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Με άλλα λόγια, τα σημεία εκκίνησης για την αναθεώρηση έπρεπε να είναι δύο:

Η περιχαράκωση των κομμάτων

Προεχόντως μεν οι θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση, καθώς το Σύνταγμά μας ναι μεν έδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα σε αυτήν αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δοκιμάσθηκε σκληρά. Ιδίως λόγω της έλλειψης αποτρεπτικών εγγυήσεων για την αντιμετώπιση ποικίλων παρεκτροπών που παρατηρήθηκαν στο πεδίο της πρόληψης και διαχείρισης δημοσιονομικών κρίσεων, της έκτακτης νομοθεσίας –ιδίως με την κατάχρηση ανέλεγκτων δικαστικά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου– της μονομερούς συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας, εις βάρος των αδυνάτων, και της ανυπαρξίας ουσιαστικού πολιτικού και δικαστικού ελέγχου των κυβερνητικών πράξεων.

Κατά δεύτερον δε έπρεπε να αντιμετωπισθούν και άλλα μείζονα προβλήματα που χρονίζουν στην σύγχρονη Δημοκρατία μας (όπως οι “ελληνοχριστιανικές” ψυχώσεις για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, η απαγόρευση της ίδρυσης μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων και η πλήρης χειραγώγηση τόσο της ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης, γενικά, όσο και της ΕΡΤ, ειδικότερα). Αντί αυτού, όμως, η μεν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε μετά από πολλές αναβολές την πρωτοβουλία της αναθεώρησης, υπέταξε εξ αρχής την αναθεώρηση στις εκτός τόπου και χρόνου «επαναστατικές» φαντασιώσεις της, απειλώντας ακόμη και με «συντακτική συνέλευση», που θα σήμαινε εκτροπή της λειτουργίας του πολιτεύματος!

Η δε τότε αξιωματική αντιπολίτευση επεδόθη σε έναν άλλου είδους άκριτο μαξιμαλισμό (να κριθούν αναθεωρητέες όλες οι διατάξεις), που επίσης έδειχνε απουσία σοβαρής συνταγματικής πολιτικής. Αμφότερα πάντως τα κόμματα κατέθεσαν στο τέλος κάποιες πιο μετριοπαθείς (και άτολμες) προτάσεις, σε σχέση με προηγούμενα επεξεργασμένα σχέδιά τους, που θα μπορούσαν –παρότι αναντίστοιχες, με τις προκλήσεις των καιρών– να αποτελέσουν βάση συζήτησης.

Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι θα ήταν πλέον δυνατόν να βρεθούν κοινοί τόποι, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Δυστυχώς όμως ούτε αυτό συνέβη. Τα δύο κόμματα περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή, με αποτέλεσμα να καταλήξουν, μέσα από μια ευπρεπή αλλά κατώτερη των περιστάσεων και μη εποικοδομητική συζήτηση, σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν.

Η αναθεώρηση που δεν έγινε

Ειδικότερα, ήδη από την προηγούμενη Βουλή απορρίφθηκαν κακώς αρκετές θετικές προτάσεις της ΝΔ. Σημαντικότερη βέβαια είναι η δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών –και απαρεγκλίτως μη κερδοσκοπικών– πανεπιστημίων, η οποία προσέκρουσε, δυστυχώς, στην στείρα, εμμονική και απλώς αριστεροφανή άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος προτιμά να δίνει μάχη οπισθοφυλακών αντί να επιβάλει, τώρα που μπορούσε, αυστηρές συνταγματικές εγγυήσεις προκειμένου να αποφευχθεί ένα –επερχόμενο– “άτακτο” bypass…).

Ωστόσο κακώς δεν έγιναν, κατά την άποψή μου, δεκτές και οι ακόλουθες προτάσεις: α) η διαφορετική ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης, β) ο εξορθολογισμός της –νομοθετικής ιδίως– λειτουργίας του κοινοβουλίου, γ) η στοιχειωδώς πλουραλιστικότερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, δ) η ελαφρά –έστω– διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ε) η αναβάθμιση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ως προς τον έλεγχο συνταγματικότητας, στ) η θέσπιση αυστηρών εγγυήσεων ως προς την διεξαγωγή δημοψηφίσματος και, τέλος, ζ) η αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να καταστεί κάπως ευχερέστερη.

Αλλά και η ΝΔ ανταπέδωσε, τόσο στην πρώτη όσο και στην παρούσα Βουλή, αρνούμενη να αξιοποιήσει –έστω με σημαντικές τροποποιήσεις– χρήσιμες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως:
Πρώτον, την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας και την καθιέρωση πρόσθετων εγγυήσεων υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας, οι οποίες, αν και μετριοπαθείς, αντιμετωπίσθηκαν με ψοφοδεή στάση απέναντι στην Εκκλησία και με εμφανή συντηρητισμό (ακόμη και από τους “γιαλαντζί” φιλελεύθερους βουλευτές της), ενώ συνέπραξε, με αστεία προσχήματα, και το “προοδευτικό” ΚΙΝΑΛ…

Δεύτερον, τις μορφές άμεσης λαϊκής συμμετοχής (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και δημοψηφίσματα), οι οποίες θα μπορούσαν –υπό αυστηρές πάντως εγγυήσεις και προϋποθέσεις– να ενισχύσουν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας (ευτυχώς, με μια κίνηση της τελευταίας στιγμής, η κυβερνητική πλειοψηφία δέχθηκε, έστω και απρόθυμα, την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία).

Τρίτον, την περαιτέρω θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Τέταρτον, την συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, υπό τον όρο όμως ότι η προτεινόμενη απόκλιση του 10% θα αφορά το σύνολο των εδρών (δηλαδή 30 έδρες από τις 300), όπως είχε προτείνει ο αείμνηστος Δημήτρης Τσάτσος.

Πέμπτον, την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αλλοδαπούς με μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα. Έκτον, την ανάθεση στον νομοθέτη της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους (κάποιος πρέπει να εξηγήσει στον κ. Θεοδωρικάκο ότι αυτό είναι απαραίτητο, αν θέλει να καταργήσει, όπως εξήγγειλε, την αποκεντρωμένη διοίκηση…).

Τι αναθεωρείται τελικά;

Τι απέμεινε τελικά, που αναθεωρείται; Ελάχιστες είναι κατά την άποψή μου οι ενδιαφέρουσες τροποποιήσεις, και αυτές όμως είτε είναι ελλιπείς είτε κινούνται σε λάθος κατεύθυνση. Ειδικότερα: Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορεί πλέον να γίνει χωρίς την μεσολάβηση εκλογών. Αυτό είναι κατ’αρχήν ορθό, και το έχω και προσωπικά υποστηρίξει, πλην όμως υπό μια βασική προϋπόθεση: να υπάρξει μέριμνα για στοιχειωδώς έστω συναινετική εκλογή (έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα σχετικές προτάσεις).

Ωστόσο, όπως διαμορφώνεται η διάταξη, δηλαδή να μπορεί ο Πρόεδρος να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, αναρωτιέμαι: μήπως θα ήταν προτιμότερο να παραμείνει η διάταξη ως έχει –ώστε να έχει ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση για την επιτέλεση του ρυθμιστικού του ρόλου– και να προβούν απλώς σε μια επίσημη πολιτική δέσμευση τα τρία μεγαλύτερα κόμματα ότι δεν θα ξαναχρησιμοποιήσουν προσχηματικά (όπως έκαναν και τα τρία στο παρελθόν) την εκλογή του προέδρου για να προκαλέσουν εκλογές;

Επίσης, η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρο 68 παρ. 2, για τις εξεταστικές επιτροπές είναι μεν θετική (καθώς επιτρέπει την σύστασή τους ακόμη και με τις ψήφους μόνο της αντιπολίτευσης) πλην όμως είναι ελλιπής. Το κρισιμότερο πρόβλημα με αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία, αλλά το ότι στο τέλος κατατίθενται τόσα πορίσματα όσες και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν σε αυτές.

Ερωτάται λοιπόν, για μια ακόμη φορά: γιατί κωφεύουν τα κόμματα στην πρόταση να εισαχθεί μια ακόμη διάταξη, που να ορίζει ότι το πόρισμα θα το συντάσσει υποεπιτροπή από προσωπικότητες υπεράνω πολιτικής υποψίας, που θα εκλέγονται από τα 3/5 ή ακόμη και από τα 2/3 της Εξεταστικής Επιτροπής; Δεν θα έπρεπε να μας παραδειγματίσει στο σημείο αυτό το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου παραπέμφθηκε σε δίκη, μετά από το πόρισμα μιας τέτοιας υποεπιτροπής, ο πρωθυπουργός της χώρας;

Αλλαγές κατώτερες των περιστάσεων

Η αλλαγή των συνταγματικών ρυθμίσεων για την ευθύνη υπουργών ασφαλώς και ήταν επιβεβλημένη. Ωστόσο, αρκεί να παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τι συμβαίνει σήμερα στην επιτροπή για την άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης, ως προς την υπόθεση Παπαγγελόπουλου, για να πεισθεί, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας δεν λύνει το πρόβλημα. Η Βουλή έπρεπε να απεμπλακεί συνολικά από την δικαστικής φύσης αρμοδιότητα της άσκησης ποινικής δίωξης κατά υπουργών, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικό και άρα εξ ορισμού –ιδίως στην Ελλάδα– μεροληπτικό σώμα.

Ούτε βέβαια στα πολιτικά δικαστήρια έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη (και από προσωπική πείρα). Ωστόσο, οποιαδήποτε στάθμιση και αν κάνει κανείς, θα καταλήξει ότι ένα πολυπληθές δικαστικό όργανο (πχ η ολομέλεια εφετών της Αθήνας) θα ήταν πολύ προτιμότερο. Ο δε ελεγκτικός ρόλος της Βουλής θα έπρεπε να περιορίζεται στις Εξεταστικές Επιτροπές (όπως τις προσδιορίσαμε προηγουμένως). Είναι δε τεράστιο λάθος το ότι αυτό δεν έγινε και στην υπόθεση Novartis, ώστε η διερεύνηση των πολιτικών ευθυνών να έχει προηγηθεί της όποιας διερεύνησης ποινικών ευθυνών.

Ορθή είναι και η τροποποίηση για τον περιορισμό της πλειοψηφίας που απαιτείται στην Διάσκεψη των Προέδρων (από 4/5 σε 3/5) για τον ορισμό των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών. Τα 4/5 είχαν όντως αποτελέσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τροχοπέδη στην λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών. Ωστόσο, και η πλειοψηφία που επελέγη δεν μου φαίνεται αρκετή εγγύηση αμεροληψίας, αν δεν συνοδευτεί, τουλάχιστον, από μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα: την σύμπραξη, για την επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον τριών κοινοβουλευτικών ομάδων.

Και βεβαίως να παρατηρήσουμε ξανά ότι και στο σημείο αυτό τα κόμματα κωφεύουν ως προς το να ψηφίζεται και η ηγεσία της ΕΡΤ από την ίδια πλειοψηφία, ώστε να δοθεί οριστικό τέλος στην προπαγανδιστική χειραγώγηση της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Στα συν αυτής της αναθεώρησης θα μπορούσε να είναι και η απόφαση της πλειοψηφίας για συνταγματική κατοχύρωση ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης (την οποία είχα υποστηρίξει, στο πλαίσιο συνολικής αναθεωρητικής πρότασης, ήδη από το 2.000, στη μελέτη: Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης).

Ωστόσο, η προτεινόμενη τροποποίηση δεν είναι επιτυχής, διότι υιοθετεί ουσιαστικά μια ευνουχισμένη εκδοχή του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, που περιορίζεται στο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» και δεν αφορά ένα συνολικότερο κοινωνικό δίχτυ προστασίας, που θα προσδώσει νέο νόημα και περιεχόμενο στην κανονιστική εμβέλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Η ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών

Η πλέον προβληματική, πάντως, από όλες τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, είναι αυτή που ανέκυψε την τελευταία στιγμή και αφορά την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών. Υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, και σε ένα κλίμα μίζερο και αποκαρδιωτικό για τους Έλληνες πολίτες που (αναγκάσθηκαν να) ζουν στο εξωτερικό, υπήρξε δυστυχώς συμφωνία όχι μόνον να εγκαταλειφθεί η επιστολική ψήφος, παρότι προβλέπεται ρητά στο ισχύον Σύνταγμα, αλλά και να προχωρήσει μια εντελώς ανεπίτρεπτη, από την συνταγματική μας τάξη, αναθεωρητική πρωτοβουλία.

Συγκεκριμένα, να επιβληθούν, μέσω του άρθρου 54 του Συντάγματος, πρόσθετες προϋποθέσεις (ΑΦΜ και παραμονή 2 τουλάχιστον χρόνων στη χώρα, την τελευταία τριακονταπενταετία), ως προς την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν. Ωστόσο, το άρθρο 54 αφορά μόνο το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες και μόνο για σχετικές με αυτά αλλαγές έχει κριθεί αναθεωρητέο. Τις προϋποθέσεις ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν τις ρυθμίζει αποκλειστικά το άρθρο 51, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και ως εκ τούτου αποκλείει κάθε άλλο προσόν, πλην της ηλικιακής ωριμότητας.

Επειδή λοιπόν το άρθρο αυτό δεν περιλήφθηκε στις αναθεωρητέες διατάξεις –και παρά το γεγονός ότι ούτως ή άλλως συνταγματική τροποποίηση της καθολικής ψηφοφορίας δεν νοείται, διότι αυτή αποτελεί εξειδίκευση της λαϊκής κυριαρχίας, που καθιερώνεται στο μη αναθεωρήσιμο άρθρο 1 του Συντάγματος– επιχειρείται εν τέλει μέσω μιας προφανής (και πρωτοφανής) παράκαμψη της συνταγματικά προβλεπόμενης αναθεωρητικής διαδικασίας.

Και η παράκαμψη αυτή θα είναι ελέγξιμη από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ως Εκλογοδικείο, παρότι αυτό “προειδοποιήθηκε” από την κυβέρνηση, εμμέσως πλην σαφώς, να μην διανοηθεί καν έναν τέτοιο “δικαστικό ακτιβισμό”, αν η διάταξη ψηφισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής…

Άλλη μία χαμένη ευκαιρία

Αυτές λοιπόν οι λίγες, ελλιπείς και προβληματικές τροποποιήσεις (στις οποίες προστέθηκε, έστω την τελευταία στιγμή και με υπερβολικές προϋποθέσεις, η «λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία»), αποτελούν όλη κι όλη την προστιθέμενη αξία της εν εξελίξει αναθεώρησης. Ώδινεν όρος και έτεκε μυν…

Ευλόγως λοιπόν το ερώτημα που πλανάται εύλογα πάνω από το πολιτικό μας σύστημα είναι το ακόλουθο: άξιζε πράγματι τον κόπο, για ένα τόσο απογοητευτικό αποτέλεσμα, να σπαταληθεί ξανά, όπως το 2008, η ευκαιρία για μια ώριμη, πρόσφορη και εποικοδομητική συνταγματική αλλαγή;

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version