Το εκλογικό σύστημα της ΝΔ παραβιάζει το Σύνταγμα και βλάπτει τη δημοκρατία

Με την πλάτη στο καναβάτσο, έχουμε βαρυστομαχιάσει από πολιτική μαγκιά... Μάκης Ανδρονόπουλος

Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα ή αναμενόμενα, το κυβερνητικό νομοσχέδιο για το εκλογικό σύστημα επιβεβαίωσε δυστυχώς την πάγια μεταπολιτευτική αντιμετώπιση του κρίσιμου αυτού θέματος από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος (για να μην θυμηθούμε και τα εκλογικά συστήματα της Δεξιάς κατά την μετεμφυλιακή περίοδο). Πρόκειται, ειδικότερα, για μια (ακόμη) αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική επιλογή, η οποία όχι μόνον δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση για συναινέσεις, συνθέσεις και συγκλίσεις με τα κόμματα της αντιπολίτευσης –διαψεύδοντας πλήρως τις σχετικές εξαγγελίες– αλλά και τραυματίζει το κύρος των θεσμών.

Το εν λόγω νομοσχέδιο υποτάσσει τους θεσμούς, κατά τρόπο κυνικό και αδίστακτο, σε κραυγαλέα μικροκομματικές σκοπιμότητες. Τέτοιου είδους σκοπιμότητες, μάλιστα, όπως διέρρευσε, αναμένεται να επαναληφθούν και στο πεδίο του εκλογικού συστήματος των δημοτικών εκλογών, ολοκληρώνοντας τις επίσης αντισυνταγματικές παρεμβάσεις που έγιναν αμέσως μετά την ανάδειξη των τελευταίων δημοτικών και περιφερειακών αρχών. Ας τα δούμε όμως τα προβλήματα του κυβερνητικού νομοσχεδίου συγκεκριμένα.

Αυτοτελή κόμματα και συνασπισμοί

Το αποκορύφωμα του κυβερνητικού πατερναλισμού, που βάλλει ευθέως κατά της συνταγματικής μας τάξης είναι η επανάληψη της δυσμενούς μεταχείρισης των συνασπισμών απέναντι σε «αυτοτελή» κόμματα ως προς την απονομή του εκλογικού bonus, που αποτρέπει πλήρως τις προεκλογικές συνεργασίες, αφού ένας συνασπισμός με 51% θα έπαιρνε λιγότερες έδρες από ένα «αυτοτελές» κόμμα με 35%.

Το αποτέλεσμα είναι φανερό: ο ψηφοφόρος αδυνατεί να επιλέξει εκ των προτέρων, με όρους πολιτικής διαφάνειας και καθαρότητας, έναν συνασπισμό πολιτικών δυνάμεων που θα βασιζόταν σε προγραμματικές συγκλίσεις. Αντίθετα, διακινδυνεύει να δει την ψήφο του να φαλκιδεύεται σε ευκαιριακές μετεκλογικές συνεργασίες, με σαθρή προγραμματική βάση ενδεχομένως δε και με κόμματα που του προκαλούν απέχθεια και που ποτέ δεν θα τα αποδεχόταν σε έναν προεκλογικό συνασπισμό.

Είναι πράγματι αποκαρδιωτικό το ότι η κυβέρνηση επιμένει, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, σε μια συνταγματικά απαράδεκτη ρύθμιση, την οποία πρωτοεισήγαγε στην μεταπολιτευτική περίοδο ο «νόμος Κούβελα» και υιοθέτησε αργότερα, με μεθοδευμένη τροποποίηση του «νόμου Σκανδαλίδη», ο –ισχύσας έως τις τελευταίες εκλογές– «νόμος Παυλόπουλου».

Η διάταξη αυτή είναι πραγματικό όνειδος για την πολιτική μας ζωή, καθώς έχει επικριθεί έντονα από το σύνολο σχεδόν της συνταγματικής θεωρίας, η οποία επισήμανε σε όλους τους τόνους το αυτονόητο: ότι η συγκεκριμένη σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση των κομμάτων έναντι των συνασπισμών παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα και κονταροχτυπιέται με την Δημοκρατία.

Οι συνταγματολόγοι έχουν μιλήσει

Εν πρώτοις, θυμίζουμε ότι την αυθαίρετη διαφοροποίηση των συνασπισμών έχει κρίνει χωρίς περιστροφές αντισυνταγματική ο κορυφαίος των Ελλήνων συνταγματολόγων αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Είχε επικαλεστεί μάλιστα και σχετικές αποφάσεις του Εκλογοδικείου, το οποίο, κρίνοντας παρεμφερή υπόθεση, είχε ήδη δώσει επί της ουσίας μια απάντηση-κόλαφο στον πολιτικό πατερναλισμό των «ειδημόνων» και των «τεχνικών της εξουσίας» (ΑΕΔ 32, 33, 34 και 35/1990).

Τις ανωτέρω θέσεις υιοθέτησαν όλοι σχεδόν οι εκπρόσωποι της συνταγματικής θεωρίας που ασχολήθηκαν με το θέμα. Αναφέρομαι, ενδεικτικά, στον αείμνηστο Δ. Τσάτσο (που χαρακτήρισε, μάλιστα, την σχετική ρύθμιση «κραυγαλέα αντισυνταγματική»), στον επίσης αείμνηστο Γ. Παπαδημητρίου (που την στηλίτευσε με εμβληματική ομιλία στη Βουλή), στους Ν. Αλιβιζάτο, Α. Παντελή, Β. Βενιζέλο, Κ. Χρυσόγονο, Χ. Ανθόπουλο και Α. Καϊδατζή, καθώς και την πλούσια σχετική αρθρογραφία του γράφοντος.

Οι σχετικές τοποθετήσεις είναι τόσο ρητές και κατηγορηματικές που δεν αφήνουν κανένα άλλοθι ούτε στον πρωθυπουργό αλλά ούτε και στον αρμόδιο υπουργό (για τους οποίους δυστυχώς ισχύει ολοένα και περισσότερο, στα θέματα του σεβασμού του Συντάγματος, το «δάσκαλε που δίδασκες»…). Σε μια Δημοκρατία, τελικός κριτής για το είδος της κυβέρνησης (μονοκομματικής ή συνασπισμού) είναι ο λαός, χωρίς αυθαίρετους αποκλεισμούς και προκατασκευασμένα διλήμματα…

Ωστόσο στο σημείο αυτό το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας στη χώρα μας ως γνωστόν πάσχει, διότι δεν προβλέπεται προληπτικός έλεγχος, από κάποιο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά μόνον κατασταλτικός, μετά από τις εκλογές, από το Εκλογοδικείο. Άρα κανένα κόμμα δεν διακινδυνεύει να κατέλθει σε συνασπισμό με άλλο κόμμα και ως εκ τούτου ο νόμος, παρότι αντισυνταγματικός, λειτουργεί εντελώς αποτρεπτικά και στην πραγματικότητα δεν αφήνει κανένα περιθώριο να αμφισβητηθεί δικαστικά η συνταγματικότητά του. Και αυτό δυστυχώς εκμεταλλεύονται, και μάλιστα ασύστολα, οι εκάστοτε επιδιδόμενοι σε μακιαβελικές εκλογικές μεθοδεύσεις…

Εκλογικό σύστημα και κλιμακωτό bonus

Όπως είναι γνωστό, το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα έχει ως επίκεντρο ένα ιδιότυπο bonus, υπέρ του πρώτου κόμματος (αλλά όχι του πρώτου συνασπισμού, κατά τα ανωτέρω), που θα εκκινεί από τις 20 έδρες, για ποσοστό 25%, και θα αυξάνει κλιμακωτά (μία έδρα κάθε 0,5%) μέχρι 50 έδρες, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση, αυτοδυναμία με ένα ποσοστό γύρω στο 36-38% των ψήφων.

Πρόκειται για μια πολιτικά και συνταγματικά έωλη ρύθμιση, η οποία αρχικά προτάθηκε από το Ποτάμι, στην συνέχεια υιοθετήθηκε άκριτα και χωρίς καμία σοβαρή αιτιολογία από το ΚΙΝΑΛ, μάλλον σαν άνοιγμα προς την τότε συνιστώσα του, και τελικά αποτέλεσε την πρόταση της ΝΔ, μάλλον για να συμφωνήσει και το ΚΙΝΑΛ… Ας δούμε όμως συνοπτικά τα προβλήματα αυτής της πρότασης:

Α. Το κύριο χαρακτηριστικό των έως τώρα εκλογικών συστημάτων είναι ότι απέτυχαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, να συνδυάσουν κατά τρόπο πολιτικά πρόσφορο και συνταγματικά θεμιτό τα δύο βασικά κριτήρια, στα οποία πρέπει να υπακούει ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο εκλογικό σύστημα:

Το πρώτο και σημαντικότερο είναι αναμφισβήτητα ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ισότητας της ψήφου, η οποία απορρέει από την αρχή της πολιτικής ισότητας και –σε τελευταία ανάλυση– από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή αυτή επιτάσσει όχι μόνον την αριθμητική ισότητα (κάθε πολίτης μια ψήφος) αλλά και την νομική ισοδυναμία της ψήφου, τόσο σε σχέση με τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών όσο και σε σχέση με την κατανομή των εδρών.

Το δεύτερο και διόλου αμελητέο κριτήριο, ιδίως σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, είναι η διευκόλυνση της κυβερνησιμότητας της χώρας, η οποία μπορεί μεν να επιφέρει, υπό προϋποθέσεις, μια μικρή σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου (π.χ. εκλογικό κατώφλι ή ελαφρά πριμοδότηση –υπό προϋποθέσεις– του πρώτου κόμματος), πλην όμως αυτή κρίνεται συνταγματικά ανεκτή, τόσο από τη θεωρία όσο και από την νομολογία, αν υπηρετεί πράγματι τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας.

Β. Δυστυχώς, όμως, ούτε το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα υπακούει στα ως άνω κριτήρια. Κατ’αρχάς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δίδοντας αυτοδυναμία με λίγο παραπάνω από το 1/3 των ψήφων. Σε ένα κατά βάσιν αναλογικό εκλογικό σύστημα κάθε άλλο παρά αυτονόητη μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια αντιστοιχία ψήφων και εδρών, όπως υποστήριξε ελαφρά τη καρδία ο πρωθυπουργός.

Καμία πρωτοκαθεδρία στο πρώτο κόμμα

Τα μόνα εκλογικά συστήματα που μπορούν –και αυτά υπό προϋποθέσεις– να δώσουν τέτοια αποτελέσματα είναι τα πλειοψηφικά (όπως π.χ. της Αγγλίας). Σε όλες όμως τις δημοκρατικά προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου κυριαρχούν τα αναλογικά εκλογικά συστήματα, αυτό είναι αδιανόητο. Ούτε όμως με την επίκληση της κυβερνησιμότητας μπορεί να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα.

Πράγματι, για να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτή και πολιτικά αποδεκτή η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, αυτό πρέπει να βρίσκεται σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία, ώστε να αποτραπούν, για μια μικρή σχετικά διαφορά ψήφων, ετερόκλητες συμμαχίες. Αντίθετα, η άκριτη –έστω και κλιμακωτή πλέον– πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, μόνο και μόνο γιατί είναι πρώτο, είναι συνταγματικά και πολιτικά άκρως προβληματική.

Το Σύνταγμά μας –αλλά και όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα– δεν αναγνωρίζουν κανενός είδους πρωτοκαθεδρία, εξ ορισμού, στο πρώτο κόμμα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, δίδονται διερευνητικές εντολές και στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα, με ανοιχτό το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης και χωρίς το πρώτο (όπως συνέβη την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο στην Πορτογαλία).

Αν λοιπόν δοθεί πριμοδότηση 30 εδρών για ένα κόμμα που έλαβε 30%, τότε αυτό μπορεί να αποβεί ενδεχομένως καθοριστικό όχι για τον σχηματισμό, αλλά για τον μη σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Εν πρώτοις δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση γιατί θα λάβει αυτό το μπόνους, έναντι ενός κόμματος που έλαβε πχ 29%, αφού αμφότερα απέχουν πολύ από την αυτοδυναμία. Κατά δεύτερον δε, αν υποθέσουμε ότι το κόμμα που έλαβε 29% συμφωνεί με ένα τρίτο, που έλαβε 23%, πως μπορεί να δικαιολογηθεί το ότι αυτά θα διαθέτουν μόνον 141 έδρες (270Χ52%), λόγω της παντελώς αδικαιολόγητης πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, και όχι 156 έδρες (300Χ52%), ώστε να αποκτήσουν αυτοδυναμία;

Οι επί μέρους παράπλευρες συνέπειες

Πέρα από αυτό όμως, υπάρχουν και άλλες παράπλευρες αρνητικές συνέπειες:

Πρώτον, εκμηδενίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διότι με τα δεδομένα του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος είναι πρακτικά αδύνατον να λάβει το κρίσιμο ποσοστό των 2/5 των εδρών, που είναι καθοριστικό για σημαντικές συνταγματικές διαδικασίες, όπως η πρόταση για νομοθετικό δημοψήφισμα και για σύσταση εξεταστικής επιτροπής, η διασφάλιση πλειοψηφίας που μπορεί να είναι καθοριστική για κυβέρνηση ανοχής αλλά και η αποτροπή αποφάσεων που απαιτούν τα 3/5 των εδρών.

Δεύτερον, οδηγούμαστε στην υπέρμετρη συμπίεση των μικρότερων κομμάτων, τα οποία δεν ψηφίζονται από έναν μεγάλο αριθμό εν δυνάμει ψηφοφόρων τους μόνο και μόνο λόγω της τεχνητής πόλωσης που επιβάλλεται από το εκλογικό σύστημα (δηλ. με αποκλειστικό κριτήριο την άκριτη και χωρίς προϋποθέσεις εγγύτητας προς την αυτοδυναμία απονομή του εκλογικού bonus).

Τρίτον, όσο μεγαλύτερο είναι το εκλογικό πριμ τόσο περισσότερο παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και στρεβλώνεται η αντιπροσώπευση σε τοπικό επίπεδο. Αυτό ισχύει περισσότερο στις τετραεδρικές και πενταεδρικές, στις οποίες ο κανόνας είναι ότι το πρώτο κόμμα στην επικράτεια (ακόμα και με πολύ χαμηλά ποσοστά αλλά και με ελάχιστη διαφορά από το δεύτερο) καταλαμβάνει το σύνολο ή την συντριπτική πλειονότητα των εδρών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’όψιν ούτε καν το ποιο είναι το πρώτο κόμμα στην συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι