Κέντρο Πολιτισμού Νιάρχος: παρασκηνιακή μάχη για τον έλεγχό του

Κέντρο Πολιτισμού Νιάρχος: παρασκηνιακή μάχη για τον έλεγχό του

Γράφει η Τίνα Μανδηλαρά  –  

Η υπόθεση Νιάρχος μπορεί, για την ώρα, να αποτελεί τη λιγότερη σοβαρή σπαζοκεφαλιά για το υπουργείο Οικονομικών, αλλά τα προβλήματα που σοβούν είναι άπειρα: η αμφιλεγόμενη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή που παραμένει κενή, η προ καιρού παραίτηση Κιμούλη, τα μεγάλα κονδύλια που απαιτούνται για τη λειτουργία του και η σαφής δυσπιστία των ανθρώπων του Ιδρύματος Νιάρχος προς την κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη ότι αυτή μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις.

Ο επιθετικός λόγος του προέδρου του Δ.Σ. Ανδρέα Δρακόπουλου κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής, μάλιστα, αποδεικνύει περίτρανα την δυσπιστία για τον δημόσιο χαρακτήρα του Κέντρου Πολιτισμού στο Φάληρο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι απλό, δεδομένου ότι το δημόσιο πρέπει και αυτό να προασπιστεί τις θέσεις του και να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ιδρύματος που με τη σειρά του διαφυλάσσει τα (ιδιωτικά) συμφέροντά του. Αρκεί μια ματιά στην αρχική σύμβαση που έδεσε την τότε κυβέρνηση Καραμανλή και τον τότε υπουργό Πολιτισμού Αντώνη Σαμαρά με το Ίδρυμα, για να καταλάβει κάποιος ότι οι όροι μόνο απλοί δεν είναι.

Η σύμβαση κατ’ αρχάς προβλέπει ότι η εταιρεία που θα διαχειρίζεται το Κέντρο Πολιτισμού θα λαμβάνει «έσοδα από την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών προς την Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος και την Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς και από την εκμετάλλευση των υποδομών του Κέντρου Πολιτισμού και την παροχή υπηρεσιών για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υποδομών αυτών». Αυτό αναγκάζει κατά κάποιο τρόπο το κράτος να πληρώνει ένα είδος ενοικίου. Και φυσικά, αν το κράτος δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς το Ίδρυμα -κάτι που φυσικά θα το εκτιμήσουν οι διαχειριστές του- οφείλει να επιστρέψει στο σύνολό του το αντίτιμο κατασκευής του έργου.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος άλλαξε πρόσφατα με ψήφισμα στη Βουλή το ποσό και έτσι δεν συμπεριλαμβάνει επιπλέον έξοδα, αλλά μόνο τα έξοδα κατασκευής. Παρά, όμως, τους σκληρούς όρους, το Ίδρυμα δείχνει μια διάθεση να συμβάλει με γενναίο αντίτιμο στην ομαλή λειτουργία του Κέντρου και να βοηθήσει, ώστε η υπόθεση να έχει μόνο καλή κατάληξη. Αλλά τα πράγματα μέχρι στιγμής μόνο αρμονικά δεν είναι. Αυτό φάνηκε και από την υπόθεση Κιμούλη.

Όσες αντιρρήσεις και αν έχει κανείς με τον ίδιο τον Γιώργο Κιμούλη και την ιδιοσυγκρασιακή του φύση, το επιχείρημα του ότι δεν του ανατέθηκαν κατ’ ουσία οι αρμοδιότητες του καλλιτεχνικού διευθυντή είναι σωστές. Το Ίδρυμα απαίτησε να ορίσει κάποιον άλλο διευθυντή για τις εκδηλώσεις του. Είναι, επίσης, σαφές ότι η ανάγκη του υπουργείου Οικονομικών -που είναι και ο ουσιαστικός προϊστάμενος του Κιμούλη- να διατηρεί δεσμούς με το Ίδρυμα δεν μπορούσε να δει με καλό μάτι την τοποθέτηση ενός προσώπου που καμία όρεξη δεν είχε να φανεί διαλλακτικός ή συμβιβαστικός στους όρους του Ιδρύματος.

Αλλά τι είναι πραγματικά αυτό που έκανε τον Κιμούλη να κλωτσήσει τα 4.500 ευρώ και να αρνηθεί ένα τόσο σημαντικό πόστο σε ένα ομιχλώδες από την αρχή τοπίο που ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα γεννήσει κεραυνούς και καταιγίδες -και μάλιστα όχι εν αιθρία;

Τα μειωμένα χρήματα και ο άγνωστος καλλιτεχνικός διευθυντής

Κατ’ αρχάς είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έπρεπε να βρει το κατάλληλο πόστο για τον καλό του φίλο και σίγουρα αυτό δεν μπορούσε να είναι το πόστο του υπουργού Πολιτισμού με έτοιμους τους απανταχού δημοσιογράφους και κακεντρεχείς να τον κατασπαράξουν. Ούτε, όμως, και ο ίδιος ο Γιώργος Κιμούλης είναι άνθρωπος που επιθυμούσε υπουργεία και άχρωμες γραφειοκρατικές αρμοδιότητες. Είχε, άλλωστε, αποσαφηνίσει πως δεν επιζητούσε απλώς  μια θέση, αλλά ευχέρεια κινήσεων στον καλλιτεχνικό τομέα -και αυτή δεν μπορούσε να εξαντληθεί στο πόστο του συμβούλου για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Ο Γιώργος Κιμούλης ήθελε να αναλάβει κάτι σχετικό με το δικό του πεδίο, που είναι το θέατρο και οι Τέχνες. Αυτό ήξερε και αυτό είχε στο μυαλό του ως τόπο δράσης. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, δεδομένου ότι ο Οργανισμός που διευθύνει το Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος ήταν διεθνούς βεληνεκούς και απαιτούσε ένα ανάλογο εκτόπισμα εκ μέρους του Προέδρου που θα αναλάμβανε τη γενικότερη ομπρέλα του Οργανισμού. Απαιτούσε από τον κατεξοχήν υπεύθυνο -δηλαδή τον Κιμούλη- να διαθέτει πτυχία, τεχνογνωσία, ξένες γλώσσες, εμπειρία σε ανάλογο πόστο, πράγματα που είχαν περιγράψει με ακρίβεια οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος Νιάρχος, ώστε να είναι σίγουροι ότι το κράτος θα ακολουθήσει τις επιταγές του.

Ο Νόμος 3785 του 2009 προέβλεπε ότι «τόσο ο πρόεδρος όσο και ο διευθύνων σύμβουλος πρέπει να έχουν τουλάχιστον πενταετή εμπειρία σε θέση σημαντικής ευθύνης και απαιτήσεων στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα». Ήταν επομένως λογικό το Ίδρυμα Νιάρχος να αντιδράσει αρνητικά στην επιλογή του Γιώργου Κιμούλη, κάτι στο οποίο φάνηκε να συναινεί και η πλευρά Τσακαλώτου. Ως ουσιαστικός υπεύθυνος απέναντι στις βαριές ρήτρες που έθετε η συμφωνία με το Ίδρυμα, ο υπουργός Οικονομικών έπρεπε να είναι σίγουρος για την επιλογή της κυβέρνησης. Ακολούθησαν μνημειώδεις συνεδρίες, τηλεδιασκέψεις με τον πρόεδρο του Ιδρύματος κ. Δρακόπουλο, προκειμένου να συμφωνηθούν οι ακριβείς αρμοδιότητες του νέου προέδρου και τελικά ο πρόεδρος Κιμούλης συναίνεσε σε ένα κείμενο που του έδινε ελευθερία κινήσεων αλλά ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ ότι θα συμφωνούν και τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ.

Το συμφωνητικό ανάμεσα στον Οργανισμό και τον κ. Κιμούλη στοιχειοθετήθηκε με υπόδειγμα την αρχική συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στο Κράτος και στο Ίδρυμα. Αυτή προέβλεπε βάσει του κεφαλαίου 16 παράγραφος 7 ότι ο «πρόεδρος του Δ.Σ. εκπροσωπεί τον Οργανισμό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συγκαλεί το Δ.Σ., προεδρεύει των συνεδριάσεων του και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το καταστατικό, ή καθορίζει τις αποφάσεις του Δ.Σ.».

Εκεί, λοιπόν, οριζόταν πως ο πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει για τα θέματα των καλλιτεχνικών προγραμματισμών και να παίρνει αποφάσεις για κάποια ποσά αλλά πως ουσιαστικά αυτός που εκπροσωπεί τον Οργανισμό στο εξωτερικό είναι ο διευθύνων σύμβουλος. Ήταν σαφές, άλλωστε, για το υπουργείο Οικονομικών και το Ίδρυμα Νιάρχος πως μόνο ένας άνθρωπος με ανάλογη πείρα και τεχνοκρατική επάρκεια, όπως ο κ. Μανωλόπουλος, θα μπορούσε να εκπροσωπεί το Κέντρο στους διεθνείς οργανισμούς και να υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις. Γι’ αυτό και στο κεφάλαιο 16 της συμφωνίας, όπου ορίζονταν οι αρμοδιότητες, συμφωνούνταν ότι ο διευθύνων σύμβουλος -δηλαδή ο κ. Μανωλόπουλος- είναι ο αρμόδιος «να εκπροσωπεί τον Οργανισμό νομίμως έναντι τρίτων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεσμεύει τον Οργανισμό σε όλες τις σχέσεις και συναλλαγές του, ασκεί ΟΛΕΣ τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Καταστατικό ή/και καθορίζονται με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, προΐσταται όλων των υπηρεσιών του Οργανισμού και διευθύνει τα έργα του, υπογράφοντας κάτω από τη σφραγίδα του Οργανισμού».

Με άλλα λόγια, εφόσον ο παρ’ ολίγον πρόεδρος Κιμούλης είχε συναινέσει ο ίδιος με την υπογραφή του στην παραχώρηση αρμοδιοτήτων στον διευθύνοντα σύμβουλο, το Ίδρυμα μπορούσε να είναι ήσυχο ότι πλέον δεν θα είναι εκείνος που θα εκπροσωπούσε το Κέντρο Νιάρχος στο εξωτερικό, αλλά ο διευθύνων σύμβουλος  κ. Μανωλόπουλος. Αυτό που φαινόταν, ωστόσο, να κρατάει ο Κιμούλης είναι οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και η δυνατότητα της χάραξης της γενικότερης στρατηγικής του Κέντρου. Ήταν όμως έτσι;

Γιατί το δημόσιο Κέντρο δεν είναι και τόσο δημόσιο

Αν κάτι είναι προβληματικό στο Κέντρο Σταύρος Νιάρχος είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας και ο τρόπος λειτουργίας του που τύποις είναι δημόσιος, αλλά κατ’ ουσίαν φαίνεται να ανήκει ακόμα στο  Ίδρυμα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι μισθοί που δίνονται στους υπόλοιπους υπαλλήλους του Κέντρου Σταύρος Νιάρχος, σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνουν αυτόν του προέδρου, δηλαδή τα 4.500 ευρώ που θα έπαιρνε ο Γιώργος Κιμούλης. Ας σημειωθεί ότι αρμόδιο για τη μισθοδοσία, τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε έτη, είναι το Ίδρυμα.

Δεδομένου ότι οι εκλεγμένοι από το Ίδρυμα υψηλά ιστάμενοι και τεχνοκράτες θα έπρεπε κανονικά να αμείβονται με τον απλό μισθό του δημοσίου υπαλλήλου, αν ο Οργανισμός αποκτούσε δημόσιο χαρακτήρα και εξαιτίας του ότι οι μνημονιακές υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν υπερβολικά ποσά, το Ίδρυμα προέκρινε ως ορθό να καλύπτει εκείνο το μισθολογικό κόστος, τουλάχιστον για ένα εύλογο διάστημα. Πώς λοιπόν θα συναινούσε να δίνεται σε έναν εκλεγμένο από τον πρωθυπουργό -και όχι από τους ίδιους- πρόεδρο ένας μισθός που θα ξεπερνούσε τους μισθούς των δικών του υπαλλήλων;

Για ποιον λόγο να υποχωρήσει το Ίδρυμα στις αυξημένες απαιτήσεις ενός προέδρου, τον οποίο το ίδιο δεν προέκρινε, αλλά τον οποίο εκλήθη να πληρώσει; Η αποζημίωση του Γιώργου Κιμούλη για τον ρόλο του προέδρου ήταν η βασική. Είναι αλήθεια πως σε ένα συνολικό ποσό μισθοδοσίας που αγγίζει τα 12 εκατομμύρια ευρώ, ο μισθός του Γιώργου Κιμούλη δεν ήταν ο πλέον υψηλός. Εύλογο, επίσης, είναι ότι αυτός που κρατάει το πεπόνι, δηλαδή το Σταύρος Νιάρχος, κρατάει και το μαχαίρι. Αποφασίζει τόσο για τα ακριβή ποσά αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και για τις αρμοδιότητες και τα πρόσωπα. Πόσο, όμως, δημόσιος μπορεί να είναι ο χαρακτήρας ενός Κέντρου, κατά τον οποίο ο βασικός χρηματοδότης παραμένει το Ίδρυμα Νιάρχος και όχι το κράτος;

Η διόλου ευκαταφρόνητη, αγαστή και θαυμαστή γενναιοδωρία του Ιδρύματος ήταν λογικό να προκαλέσει προβλήματα όσον αφορά τον δημόσιο χαρακτήρα  του Κέντρου και να καταστήσει την προεδρία του Γιώργου Κιμούλη μάλλον προβληματική. Άλλο ζήτημα που έμενε να αποσαφηνιστεί ήταν η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή, ένα πόστο που δεν υπήρχε σε καμία συμφωνία και δεν οριζόταν από κανένα κείμενο. Η πλευρά Γιώργου Κιμούλη, εκ των υστέρων, υποστηρίζει ότι η δικαιοδοσία για τα καλλιτεχνικά προγράμματα υπαγόταν, βάσει συμφωνίας, σε εκείνον. Αρκεί, όμως, μια ματιά στο νόμο για να αντιληφθεί κανείς πως η λέξη “στρατηγική”, που προβλέπει η συμφωνία αναφορικά με τη δικαιοδοσία του προέδρου, δεν είναι η ίδια με τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό. Και ότι ο προγραμματισμός που ορίζεται από τον πρόεδρο και πάλι προϋποθέτει τη συναίνεση των μελών του Δ.Σ., προκειμένου  να μπορέσουν να κλειστούν συγκεκριμένες συμφωνίες.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο Γιώργος Κιμούλης ότι ο μισθός του δεν είναι τόσο υψηλός, προφανώς πόνταρε στην ελευθερία κινήσεων όσον αφορά το καλλιτεχνικό έργο -κάτι και πάλι προβληματικό. Η απόφασή του να προκρίνει τις δικές του παραγωγές ως πρόεδρος του Κέντρου Σταύρος Νιάρχος προσέκρουσε και πάλι στο Ίδρυμα. Και αυτό γιατί για να μπορέσει να καλύψει το Κέντρο το κόστος των παραγωγών, πέραν αυτών της Λυρικής και της Βιβλιοθήκης, έπρεπε να προσθέσει εισιτήριο. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος δεν το ήθελε, αφού θα ήταν κόντρα στον δημόσιο χαρακτήρα του έργου.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Γιώργος Κιμούλης ήταν ανένδοτος όσον αφορά τη χάραξη συγκεκριμένου καλλιτεχνικού προγραμματισμού και συμφωνούσε στο να μπει, αν χρειαστεί, εισιτήριο. Γι’ αυτό είχε σοβαρές αντιρρήσεις το Ίδρυμα, αφού θα ήταν αντίθετο με το δωρεάν αντίτιμο που είχε προβλέψει για τις εκδηλώσεις που έχει ήδη προγραμματίσει στον ίδιο ακριβώς χώρο. Το ερώτημα που τίθεται (εδώ έχει απόλυτο δίκιο η πλευρά Κιμούλη) είναι το εξής: σε ποιο βαθμό δικαιούται το Ίδρυμα να αποφασίζει για τις εκδηλώσεις στο Πάρκο; Που ακριβώς έγκειται ο δημόσιος χαρακτήρας του έργου; Παρότι φυσικά πρόκειται για εκδηλώσεις που ως κατεξοχήν κερδισμένο θα έχουν τον κόσμο που θα τις απολαύσει, αυτές είναι προφανές ότι αντίκειται σε άλλες εκδηλώσεις που θα ήθελε να χαράξει το Κέντρο ως ανεξάρτητο -έστω και με το απαραίτητο αντίτιμο. Επιπλέον δεν είναι σαφές ότι ο Κιμούλης είχε αντιληφθεί ότι το Ίδρυμα ήταν ελεύθερο να αποφασίζει γι’ αυτές τις εκδηλώσεις, τις δωρεάν στον κόσμο, ορίζοντας μάλιστα δικό του καλλιτεχνικό διευθυντή.

Πηγές αναφέρουν ότι είχε ενημερωθεί σχετικά από τον ίδιο τον πρόεδρο του Ιδρύματος Νιάρχος Ανδρέα Δρακόπουλο σε τηλεδιάσκεψη που είχε γίνει στις 9 Μαρτίου, αλλά προφανώς δεν αντιλήφθηκε ότι ένας άλλος καλλιτεχνικός διευθυντής θα είναι ελεύθερος να χαράζει τον δικό του προγραμματισμό. Σε ένα έργο που δεν είναι τόσο δημόσιο όσο φαίνεται και που οι αυστηρές ρήτρες που ορίζονται από τη συμφωνία απαιτούν από το υπουργείο Οικονομικών να είναι πολύ προσεκτικό, κανένας πρόεδρος, ούτε ο κ. Κιμούλης ούτε κανείς άλλος, μπορεί να είναι τόσο ελεύθερος, όσο πραγματικά θα ήθελε.

Το Ίδρυμα Νιάρχος είναι επιφυλακτικό σε οποιονδήποτε ευνοημένο πρόσωπο από το σύστημα, ή από κόμμα. Όλοι είναι καχύποπτοι ο ένας προς τον άλλο. Το σίγουρο είναι ότι το δώρο που έχει δοθεί στο κοινό δεν είναι τόσο ευνόητο -κυρίως λόγω τεράστιου κόστους και λόγω υψηλών απαιτήσεων σε ζοφερούς καιρούς. Προς το παρόν οι ιθύνοντες προσπαθούν να βρουν το πρόσωπο που θα ικανοποιεί όλες τις πλευρές και κυρίως τα τεχνοκρατικά κριτήρια, τους επιστημονικούς όρους για τη θέση του προέδρου. Και που προφανώς δεν θα έχει την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Γιώργου Κιμούλη, ώστε να μη δέχεται περιορισμούς που θα καταστήσουν τη θέση του προβληματική, ενδεχομένως και διακοσμητική.

Όλοι μένουμε να δούμε τη συνέχεια που θα έχει το σήριαλ, μετά την παραίτηση του Κιμούλη και με τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή να μένει ακόμα ανοιχτή.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι