ΘΕΜΑ

Η φιλία του ζωγράφου-συντηρητή Φώτη Ζαχαρίου με τον χαράκτη Τάσσο

Η φιλία του ζωγράφου-συντηρητή Φώτη Ζαχαρίου με τον χαράκτη Τάσσο, Δημήτρης Παυλόπουλος

Στο ενεργό ακόμα πανδημικό κλίμα, είναι ευφρόσυνο ότι ανακαλούνται λησμονημένες ή και άγνωστες φιλικές σχέσεις. Τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση από τον κόσμο των εικαστικών τεχνών στην προπολεμική και στη μεταπολεμική Ελλάδα είναι του ζωγράφου και συντηρητή Φώτη Ζαχαρίoυ (1909-2001) με το ζεύγος του χαράκτη Α. Τάσσου (Αναστάσιου Αλεβίζου, 1914-1985) και της ζωγράφου-χαράκτριας Λουκίας Μαγγιώρου (1914-2008).

Η γνωριμία του Φώτη με τον Τάσσο χρονολογείται από τα παιδικά χρόνια τους, από τη δεκαετία του 1920. Είχαν στη γειτονιά τους, στον Άγιο Σώστη, κοινό δάσκαλο που τους προετοίμαζε για την εισαγωγή τους στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Η επιτυχία τους στις εξετάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα της δεκαετίας του 1930, στις οποίες ήρθε να προστεθεί και η όμορφη, καλοσυνάτη και προικισμένη σύντροφος του Τάσσου, η Λουκία, θα τους έφερναν πιο κοντά. Ο αγώνας τους στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης κράτυνε τον κυριολεκτικά αδελφικό δεσμό τους.

Το 1948 Φώτης και Τάσσος συνεργάστηκαν στην ιστόρηση του ναού της Αγίας Βαρβάρας στο Δαφνί με τον ζωγράφο Αγήνορα Αστεριάδη (1898-1977), παλιό πελάτη του πατέρα του Φώτη μαστρο-Κώστα στο κορνιζάδικό του, στη μάντρα του μαρμαρογλυφείου Περάκη, στη λεωφόρο Αμαλίας 46. Το 1953 η Υπηρεσία Αναστηλώσεως των Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων της Ελλάδος, η οποία ανήκε στο Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, υπό τη στιβαρή διεύθυνση του χαλκέντερου αρχιτέκτονα-αρχαιολόγου Αναστάσιου Κ. Ορλάνδου (1887-1979), έστειλε, για πρώτη φορά, τον Φώτη στη χερσόνησο του Άθω.

 «Με έχουν μη στάξει και μη βρέξει»

Τότε, ο Φώτης εφάρμοσε έναν αυτοσχέδιο τρόπο αποτοίχισης παραστάσεων σε νωπό σοβά, που τον διασώζει σε επιστολή του σταλμένη από τις Καρυές στις 13 Σεπτεμβρίου 1953 προς τους φίλους του Τάσσο και Λούκια, επιστολή που φυλάσσεται στο Αρχείο της ιδρυμένης στην Αθήνα το 1986 Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος: «Προς το παρόν έχω αποτοιχίσει περί τα 30 τετραγωνικά, παρακαλώ, στα οποία αφαιρώ από την πίσω μεριά τους σοφάδες που έχουν 4-15 πόντους πάχος. Μόλις αποτοιχιστούν, και αφήνω μόνο το χρώμα και 2 χιλιοστά πάχος σοφά, έπειτα τους περνώ καναβάτσο και τα εντοιχίζω».

Το 2006 το Βυζαντινό & Χριστιανικό Μουσείο ανέδειξε την προσφορά του Φώτη ως συντηρητή σε έκθεση, τον συνοδευτικό κατάλογο της οποίας επιμελήθηκε η επιμελήτρια του Μουσείου και ανιψιά του Σοφία Γερογιώργη. Τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας του επί εξάμηνο τις περιγράφει γλαφυρά ο Φώτης στην ίδια επιστολή: «Εδώ περνάω πάρα πολύ καλά. Βλέπω πολύ ωραία πράματα, φωτογραφίζω, ζω σε ένα περίφημο τοπίο, που δεν έχω συναντήσει πουθενά. Και Σαββατοκύριακο κάνω το μπάνιο μου σε παρθένες ακρογιαλιές. Βέβαια το μόνο που στερούμαι είναι το θηλυκό». Και πιο κάτω:

«Οι καλόγεροι εδώ με έχουν μη στάξει και μη βρέξει. Κάθε μέρα έχω προσκλήσεις για τα σπουδαιότερα μοναστήρια για να μου δείξουν τα κειμήλιά τους. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι αριστουργήματα έχουν δει τα μάτια μου από μινιατούρες, περίφημες φορητές εικόνες, χειρόγραφα, κεντήματα και πορσελάνες. […] Έχω επισκεφθεί τα εξής μοναστήρια: Δοχειαρίου, Διονυσίου, Σταυρονικήτα, Ιβήρων, Βατοπαιδίου, Κουτλουμουσίου και Παντοκράτορα, που τον λέω Παντοκράσορα διότι έχει περίφημο κρασί, και γι’ αυτό κάνω το Σαββατοκύριακό μου εκεί. Την ερχόμενη εβδομάδα θα είμαι στο σέρβικο, που λέγεται Χιλιαδάρι. Πρόκειται να δουλέψω εκεί δεκαπέντε μέρες. Είναι η δεύτερη φορά που πάω. Πρέπει να σταματήσω εδώ γιατί με περιμένει το τζιπμουλέρ (μουλάρι) για να κατέβω για κρασομπάνιο στον Παντοκράσορα».

Φώτη Ζαχαρίου, Μονή Διονυσίου, 1953-54, τέμπερα.

Αγιορείτικα τοπία του Φώτη Ζαχαρίου

Με τον φίλο του Τάσσο ο Φώτης ιδεάστηκε λεύκωμα με τις τοιχογραφίες που αποδίδονταν ακόμα στον μυθικό Μανουήλ Πανσέληνο και τις οποίες ο Φώτης αντέγραψε σχεδιαστικά, θεωρώντας τον Πανσέληνο ως μέγιστο προσωπογράφο. Το λεύκωμα εκδόθηκε το 1956 σε 5000 αντίτυπα τετράγλωσσο (1000 ελληνικά, 3000 αγγλικά, 500 γαλλικά και 500 γερμανικά). Όταν τον άφηναν ελεύθερο οι καλόγεροι να περιφέρεται με μουλάρι, ο Φώτης είχε μαζί του τη φωτογραφική μηχανή του, μπλοκ και την κασετίνα του με μολύβια και χρώματα για να ζωγραφίζει και τέμπερες που είχαν θέματα αθωνίτικες μονές και αγιορείτικα τοπία.

Τα έργα αυτά θα τα δούλευε αργότερα με την τεχνική της εγκαυστικής, αλλά και ψηφιδωτά, εκθέτοντάς τα στην αθηναϊκή αίθουσα τέχνης Σκουφά το 1988. Το 2002 η Αγιορειτική Πινακοθήκη, στην οποίαν έχουν καταλήξει αρκετά ζωγραφικά έργα του Φώτη Ζαχαρίου με αγιορείτικη θεματογραφία, εξέδωσε το βιβλίο “Φώτης Ζαχαρίου. Άθως: Αποτυπώσεις και Μνήμες”, ενώ με την αφορμή αυτή τότε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης οργάνωσε έκθεση έργων του στον Λευκό Πύργο.

Η Λουκία Μαγγιώρου με τον Φώτη Ζαχαρίου το 2000 (φωτογραφία Μιχάλη Αλεβίζου).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Exit mobile version