ΘΕΜΑ

Πατήρ, υιός και μπουζούκι – Η “αγία οικογένεια” των Βαμβακάρηδων

Πατήρ, υιός και μπουζούκι – Η "αγία οικογένεια" των Βαμβακάρηδων, Πάνος Σαββόπουλος
«Δεν γεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου
να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος»
Μάρκος Βαμβακάρης, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, σ.33

Σαν σήμερα, 50 χρόνια πριν, έφυγε από τη ζωή ο πατήρ Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ πριν δυόμιση περίπου χρόνια τον Ιούλιο του 2019, τον ακολούθησε ο υιός Στέλιος Βαμβακάρης, σημαντικός άνθρωπος της μουσικής και προσωπικός μου φίλος. Έτσι σκέφτηκα ότι θα ήταν κατάλληλο, χρήσιμο για το ευρύ κοινό, να κάνω κάτι σαν σκαρίφημα για τα μέλη της μουσικής οικογένειας των Βαμβακάρηδων.

Αναμφισβήτητος αρχηγός ο πατήρ Μάρκος Βαμβακάρης, ένας ταπεινός στην καταγωγή, χωρίς καμία ακαδημαϊκή μόρφωση, φτωχός σ’ όλη του τη ζωή, τον οποίον οι καθωσπρέπει της εποχής του περιφρονούσαν. Αυτός, όμως, ήταν ένας καινοτόμος, με γνήσιο ταλέντο, μεράκι και κοινωνική παιδεία και έτσι σημάδεψε ανεξίτηλα την ελληνική λαϊκή μουσική, θεμελιώνοντας το “κλασικό” ρεμπέτικο τραγούδι.

Ήταν συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και μπουζουκτσής. Ασύγκριτος! Από κυνηγημένος, έγινε διάσημος, και η νεολαία μας, σήμερα, αυτόν κυρίως ακούει από τους ρεμπέτες δημιουργούς. Έχει παντού φανατικούς οπαδούς, ακόμα και στην Ιαπωνία, κυριολεκτικά “μαρκομανείς”!

Γεννήθηκε στη Σύρο το 1905 και πέθανε στον Πειραιά το 1972. Ήταν καθολικός και στο ζεϊμπέκικό του “Σύρος”, μιλάει για την καταγωγή του. Στο σχολείο πήγε μόνο τέσσερα χρόνια και μόνο η ιστορία φαίνεται να τού άρεσε ιδιαίτερα. Πρώτη δουλειά στα 7 χρόνια του, ήταν στο κλωστήριο που δούλευε η μάνα του αλλά επειδή χερίκωνε τις εργάτριες και κλότσαγε τους άντρες που κολλούσαν στην ωραία μάνα του, τον έδιωξαν. Μετά δούλεψε σε μπακάλικο, σε κρεοπωλείο, σε μανάβικο και εφημεριδοπώλης. Ο πατήρ του έπαιζε γκάιντα και τις μεγάλες γιορτές έβγαινε στη γύρα μαζί με τον μικρό Μάρκο που βάραγε ένα νταούλι.

Ο Μάρκος ήταν σ’ όλη του τη ζωή πράος και φιλήσυχος. Λέει: «Δεν πείραζα κανέναν. Με σέβονταν, τούς σεβόμουνα, μ’ αγαπάγανε, τούς αγάπαγα, ό,τι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Είμαστε μάγκες, αλλά μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με αυτούς που κλέβανε και κάνανε διάφορες ατιμίες. Κατέληγε όμως στη φυλακή, «δι’ απλήν χρήσιν χασισίου».

Σκύλα δεν λυπάσαι τον άντρα σου!

Από τα δεκαοχτώ του δούλευε σαν εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά. Το επάγγελμα αυτό το τίμησε με κάποια τραγούδια του και ένα απ’ αυτά λέει: «Μες στη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι, με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά, όταν με βλέπει και περνάω από μπροστά του, τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά…»

Το 1925, λίγο πριν πάει φαντάρος, γνώρισε το Μικρασιάτη φίλο τού πατέρα του Νίκο Αϊβαλιώτη, που έπαιζε μπουζούκι, και μαγεύτηκε. Σ’ έξη μήνες έπαιζε ωραία και στο παίξιμό του ήταν βαρύς, “δωρικός”, όχι επιδειξιμανής, έπαιζε τα αναγκαία, αλλά και δεν παρέλειπε τίποτα.

Ο Μάρκος πήγε στο στρατό στα 20 του χρόνια. Ελεύθερος χαρακτήρας, δεν προσαρμοζόταν εύκολα, αφήστε που ήταν νιόπαντρος και είχε και το μπουζούκι… Το ‘σκαγε και συχνά κατέληγε στο πειθαρχείο. Λέει ο ίδιος ότι είχε «ροπήν προς το απουσιάζειν…» Τον απόλυσαν σε 14 μόνο μήνες!

Ο Μάρκος ήταν ομορφάντρας και μέγας καμάκης. Δεν άφηνε ούτε θηλυκή γάτα! Μόνο ο Δίας κι ο Ποσειδώνας τον συναγωνίζονταν! Αμέτρητα είναι τα τραγούδια του με αφορμή πραγματικά περιστατικά με γυναίκες της ζωής του. Όπως τότε που τον αγάπησε μία παντρεμένη με άντρα και τέσσερα παιδιά.

Πήγαινε και την κανόνιζε σ’ ένα βουναλάκι και μετά τη συμβούλευε κιόλας. Αυτή λοιπόν μ’ έλεγε: «Σήκω να πάμε παρά πέρα στο βουνό. Και πηγαίναμε και τη γάμαγα εκεί στο βουνό. Αλλά τη λυπόμουνα, είχε τέσσερα παιδιά. Τής έλεγα μωρή σκύλα δε λυπάσαι τον άντρα σου, τα παιδιά σου;» (ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, σ. 133). Σχετικά, έγραψε και την «Ξελογιασμένη».

Η μοιραία γυναίκα της ζωής του

Στα είκοσί του, εκτός από το μπουζούκι, συνάντησε και τη μοιραία γυναίκα της ζωής του. Ήταν Μανιάτισσα και την έλεγαν Ζιγκοάλα, αλλά ο πατήρ Μάρκος την αποκαλούσε “λεοντάρι”. Ήταν πολύ όμορφη, ακραία ερωτική, έξυπνη, αλλά αλανιάρα και άστατη… Ο καλύτερος, αλλά και ο χειρότερος συνδυασμός!

Η Ζιγκοάλα τού έκανε τη ζωή μαρτύριο… Όταν αυτός δούλευε για να της τα ‘χει όλα, αυτή τον απατούσε με τον κουμπάρο και φίλο του τον Γιωργάκη, όπως γράφει στο τραγούδι του “Το διαζύγιο”. Στο τέλος, του έφυγε, δε μπορούσε να την ξεχάσει κι έγραψε γι’ αυτήν αρκετά τραγούδια, μερικά από τα οποία αριστουργήματα!

Μέσα στην κατοχή γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, την Βαγγελιώ, ένα μετρημένο και εργατικό κορίτσι. Ο γάμος έγινε το 1942. Ίσως με ρωτήσετε, αν μετά το γάμο σταμάτησε το χούι… Μα είναι ερωτήσεις αυτές; Όχι βέβαια… Αγρίεψε, θα ‘λεγα, σύμφωνα πάντα μ’ αυτά που γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του.

Τα παιδιά του πατήρ Μάρκου είναι κατά σειρά ο Στέλιος, ο Δομένικος και ο Βασίλης. Για τους πρωθυπουργούς έγραψε άσμα διαχρονικό, “Ο Μάρκος υπουργός”! Το δεύτερο στιχάκι είναι ένα σκέτο …χαστούκι: «Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω να κάθουμαι τεμπέλικα να τρώω και να πίνω» (Αριστούργημα…)

Η θρυλική Τετράς

Ο Μάρκος δημιούργησε το συγκρότημα “Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”, την πρώτη-πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, το καλοκαίρι του 1934 και η δημιουργία της ήταν τότε μία επανάσταση στη διασκέδαση των λαϊκών (κυρίως) ανθρώπων. Έκανε απλές περιοδείες, μ’ ένα-δυο άτομα, σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν για ένα κομμάτι ψωμί, για να το στέλνει στην οικογένειά του!

Έγραψε συνολικά σε δίσκους γραμμοφώνου 200 περίπου τραγούδια -βάζω και τα κλεψιμαίικα που κυκλοφόρησαν με άλλα ονόματα δημιουργών… Έγραψε κι άλλα 100, εκ των οποίων 55 πέρασε στις 45 στροφές και 6 στις 33 στροφές. Από το τίποτε ξεκίνησε ο Μάρκος για να φτάσει να θεωρείται σήμερα ένα εθνικό μουσικό κεφάλαιο.

Ο πατήρ Μάρκος, ο υιός Στέλιος

Ο Στέλιος ήταν ο πρώτος γιος του Μάρκου και αγαπημένος του γιος, αφού από μικρός έπαιρνε τα όργανα του πατέρα του και έπαιζε. Εξελίχθηκε σε μεγάλο μουσικό, και το κυριότερο, ήταν ο αυθεντικός και συνεπής συνεχιστής του έργου του πατέρα του, γιατί ήξερε απίστευτα βαθιά την “ουσία” των συγκλονιστικών τραγουδιών του και τα διέδιδε με όλες τις εμφανίσεις του, τα δίδασκε μάλιστα ευχαρίστως και στους νεότερους.

Ήταν όμως και άξιος συνεχιστής του αυθεντικού ρεμπέτικου και σας πληροφορώ ότι ήταν από τους ελάχιστους γιους μεγάλων δημιουργών ή ερμηνευτών του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, που σεβάστηκε τόσο το γονιό, όσο και την παράδοση!

Ο Στέλιος όμως ήταν και συνθέτης με φαντασία. Και έτσι συχνά έγραφε μουσική πάνω σε στίχους, άλλων και κάποια τραγούδια του αποδείχθηκαν πολύ συμβολικά, όπως αυτό από το 1986 με τίτλο “Η φαντασία στην εξουσία” που ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού ροκ. Ο Στέλιος επίσης μελοποίησε και κάποιους στίχους του πατέρα, που αυτός δεν πρόλαβε να τους κάνει τραγούδια και ένα από αυτά είναι “Ο μαύρος πειρατής”.

Μία σημαντική δραστηριότητα του Στέλιου Βαμβακάρη, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είναι αυτή με το μπλουζ, γιατί είχε αντιληφθεί τις κοινωνιολογικές και ιστορικές ομοιότητες των δύο παγκόσμιων αυτών θησαυρών και έτσι συχνά καλούσε στην Ελλάδα μπλουζίστες για να παίξουν δίπλα-δίπλα πάνω στο πάλκο, όπως ας πούμε τον Louisiana Red.

Τον εαυτό του δεν τον πολυπρόσεχε ο Στέλιος, όπως και ο μπαμπάς του άλλωστε… Αστειευόμενος του έλεγα καμιά φορά «…νομίζω ότι το μπουζούκι σου το προσέχεις περισσότερο από τον Στέλιο…» Και γελούσε σαν παιδάκι…

Ονόμασα “αγία”, στον τίτλο αυτού του σημειώματος, την οικογένεια Βαμβακάρη, γιατί οι πατήρ και υιός Βαμβακάρης μόνο ευχαρίστηση πρόσφεραν στο λαό, ποτέ δεν τον εκμεταλλεύτηκαν και ο λαός τους αγάπησε βαθιά, ενώ άλλες οικογένειες, π.χ. πολιτικών, επιχειρηματιών…, αφήστε τα!

«Το πηγάδι άμα δεν του κάνεις μπα
μπου δε σου κάνει»
(Μάρκος, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, σ.124)

 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι