Το Ισραήλ ζυγίζει το διπλωματικό κόστος της προσάρτησης της Δυτικής Όχθης

Ο Σταύρος Λυγερός για τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά

Σιωπηρή υποστήριξη από την Ουάσινγκτον, φρενάρισμα της διαδικασίας «εξομάλυνσης» των σχέσεων με τις αραβικές χώρες του Κόλπου, σποραδικές προειδοποιήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση: το Ισραήλ εξετάζει τις επιπτώσεις που θα έχει ενδεχόμενη προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Όχθης. Στις 28 Ιανουαρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ, με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου στο πλευρό του, αποκαλύπτει στην Ουάσινγκτον το σχέδιο επίλυσης της διένεξης Ισραηλινών-Παλαιστινίων χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επί του πεδίου και όχι το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΟΗΕ.

Το σχέδιο, που φέρει το αποτύπωμα του προεδρικού γαμπρού Τζάρεντ Κούσνερ, προβλέπει την προσάρτηση από το Ισραήλ της Κοιλάδας του Ιορδάνη, που βρίσκεται υπό ισραηλινό στρατιωτικό έλεγχο, και μίας εκατοστής εβραϊκών οικισμών της Δυτικής Όχθης. Το «ειρηνευτικό σχέδιο», κομμένο στα μέτρα του Ισραήλ, επιδιώκει μία «ρεαλιστική λύση των δύο κρατών» και προβλέπει επίσης την δημιουργία παλαιστινιακού κράτους επί της περιορισμένης εδαφικής έκτασης που θα έχει απομείνει μετά τις προσαρτήσεις, χωρίς την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το σχέδιο εντάσσεται σε ένα πλαίσιο «ειρηνευτικής συμφωνίας» μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.

Όμως, η διεξαγωγή ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων επί των βάσεων αυτών είναι αδύνατη, διότι οι Παλαιστίνιοι – που καταγγέλλουν το σχέδιο της Ουάσινγκτον δηλώνοντας ότι ενταφιάζει τα όνειρά τους για ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος – αρνούνται να το συζητήσουν και έχουν θέσει τέλος στην συνεργασία τους με το Ισραήλ στον τομέα της ασφάλειας. Από την Τετάρτη 1 Ιουλίου, ημερομηνία που έχει θέσει το Ισραήλ ως εκκίνηση της διαδικασίας προσάρτησης, η χώρα καλείται να ορίσει την στρατηγική της για να εφαρμόσει το αμερικανικό σχέδιο, ενώ παράλληλα αναρωτιέται για το τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει για μία τέτοια μονομερή ενέργεια, χωρίς να έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους.

Η απόφαση ανήκει στους Ισραηλινούς», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο, προσάπτοντας στους Παλαιστίνιους την «άρνηση» για συνομιλίες. Η δήλωσή του θεωρήθηκε από τον ισραηλινό Τύπο έμμεση υποστήριξη σε μία προσάρτηση εκτός πλαισίου συμφωνίας. Όμως, σε περίπτωση αλλαγής φρουράς στον Λευκό Οίκο, η υποστήριξη αυτή θα είναι νεκρό γράμμα, πολύ περισσότερο που ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου Τζο Μπάιντεν είναι αντίθετος με την προσάρτηση. Από την μία πλευρά, η ισραηλινή κυβέρνηση έχει ένα στενό παράθυρο ευκαιρίας να προχωρήσει στην προσάρτηση πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Από την άλλη πλευρά, αν το Ισραήλ χρησιμοποιήσει αυτήν την ευκαιρία , μπορεί να υπονομεύσει τις σχέσεις του με μία μελλοντική αμερικανική κυβέρνηση των Δημοκρατικών.

Εξομάλυνση στον Κόλπο

Τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ έχει αναπτύξει άτυπη συνεργασία με τοπικές οικονομίες όπως το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, χώρες με τις οποίες επιδιώκει εξομάλυνση των σχέσεών του. Αν προχωρήσει στην προσάρτηση, τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών είναι πιθανόν να εξανεμισθούν. «Η προσάρτηση θα θέσει βέβαιο τέλος στις ισραηλινές επιδιώξεις για καλύτερες σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και τα Εμιράτα», προειδοποίησε με άρθρο του στην ισραηλινή εφημερίδα Yediot Aharonot ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Ουάσινγκτον.

Κατά γενική έκπληξη, εταιρείες του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της αντιμετώπισης της Covid-19. «Είναι ίσως μία κίνηση των Εμιράτων για να πουν (στους Ισραηλινούς) “κοιτάξτε τι θα χάσετε, αν προχωρήσετε με την προσάρτηση», λέει ο Γιόελ Γκουζάνσκι, του Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών στον τομέα της Ασφάλειας του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. «Υπάρχουν τεράστιες πιέσεις εκ μέρους των ΗΠΑ επί των χωρών που Κόλπου για να κάνουν κινήσεις ανοίγματος προς το Ισραήλ», αλλά οι χώρες αυτές θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν την υποστήριξη της κοινής τους γνώμης για την παλαιστινιακή υπόθεση, υπενθυμίζει.

Ευρωπαϊκές κυρώσεις;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ξεκινήσει διπλωματική επίθεση για να εμποδίσει το Ισραήλ να προχωρήσει με το σχέδιο της προσάρτησης. Όμως, η Ένωση, πρώτος οικονομικός εταίρος του Ισραήλ, δεν μοιάζει σε θέση να απειλήσει με την επιβολή κυρώσεων, αφού αυτό θα απαιτούσε ομόφωνη απόφαση. Δύο χώρες της ΕΕ, η Αυστρία και η Ουγγαρία, έχουν ήδη αρνηθεί να ψηφίσουν απόφαση με την οποία ζητείται από το Ισραήλ να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Και τις τελευταίες εβδομάδες, η Κύπρος και η Ελλάδα συζήτησαν στο Ισραήλ την συνεργασία τους στην Μεσόγειο στον τομέα του φυσικού αερίου.

Διαιρεμένη, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επιβάλει κυρώσεις στα ειδικά προγράμματα συνεργασίας με το Ισραήλ που δεν απαιτούν ομοφωνία των μελών. Κράτη μέλη της Ένωσης θα μπορούσαν επίσης να αναλάβουν συντονισμένη δράση, έλεγε την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας Ζαν-Ιβ Λεντριάν. Ή να δράσουν χωριστά, με κάθε χώρα να κάνει την αποτίμηση των υπέρ και των κατά του περιορισμού της σχέσης τους με το Ισραήλ.

Ο Νετανιάχου θα υπαναχωρήσει ως προς την προσάρτηση, αν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες απειλήσουν με περιορισμό της συνεργασίας τους; Και οι ευρωπαϊκές χώρες, που απορροφούν μεγάλο μέρος της ισραηλινής τεχνολογίας, θα έχουν όντως όφελος από τον περιορισμό της σχέσης τους με το Ισραήλ; «Έχουμε ανάγκη τους Ισραηλινούς, αλλά όχι τους Παλαιστίνιους», δήλωσε πρόσφατα Ευρωπαίος διπλωμάτης ο οποίος δεν κατονομάσθηκε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι