Ούτε η Αγκάθα Κρίστι δεν γλύτωσε από την πολιτική ορθότητα
27/03/2023Τελικά από την “προοδευτική λογοκρισία” δεν γλίτωσε ούτε η Αγκάθα Κρίστι! Τα κλασικά αστυνομικά βιβλία της “μεγάλη κυρίας” του αστυνομικού μυστηρίου θα είναι πλέον χωρίς τις αναφορές, που φαίνονται “προσβλητικές” στους σημερινούς αναγνώστες. Η Telegraph ανέφερε ότι ειδικοί «αναγνώστες ευαισθησίας» έκαναν αλλαγές στα έργα της Αγκάθα Κρίστι που κυκλοφόρησαν μετά το 2020 σε ψηφιακή έκδοση.
Πρόκειται για δεκάδες βιβλία με ήρωες την Μις Μαρπλ και τον Ηρακλή Πουαρό που έγραψε η Αγκάθα Κρίστι από το 1920 έως το 1976, στα οποία υπάρχουν “προσβλητικές” περιγραφές. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκε ο όρος “Oriental” που αφορά τη Μέση Ανατολή και η λέξη “nigger” (“νέγρος”), ενώ αντικαταστάθηκε η λέξη “natives” (“ιθαγενείς”) με τη λέξη “local” (“ντόπιοι”).
Σε έργο του 1937 με τον Ηρακλή Πουαρό έχει απαλειφθεί μια αναφορά στα «αηδιαστικά μάτια και τις αηδιαστικές μύτες» των μικρών παιδιών που ενοχλούν τους ξένους επισκέπτες, ακόμη και μια αναφορά στα «χαριτωμένα λευκά δόντια» ενός εργαζόμενου σε ξενοδοχείο στη Καραϊβική. Δεν είναι όμως μόνο τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι. Παρόμοιες αλλαγές έχουν γίνει στα έργα του Ρόαλντ Νταλ, ενός εκ των πολυδιαβασμένων παιδικών συγγραφέων (“Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας”), του Ίαν Φλέμινγκ, του λογοτεχνικού “πατέρα” του Τζέιμς Μποντ, αλλά και στις κλασικές παιδικές ταινίες της Disney.
Συγκεκριμένα, η “προοδευτική λογοκρισία” επενέβη στις παιδικές ταινίες “Λαίδη και ο Αλήτης”, “Πίτερ Παν”, “Ντάμπο” και πολλές άλλες. Μετά από απόφαση της ίδιας της εταιρείας, δεν είναι πλέον διαθέσιμες για θέαση από παιδιά κάτω των επτά ετών, ενώ και για τους μεγαλύτερους φέρουν μία σήμανση. Σ’ αυτήν, οι θεατές προειδοποιούνται για «αρνητικές απεικονίσεις και εικόνες κακομεταχείρισης άλλων λαών ή πολιτισμών».
Πριν την Αγκάθα Κρίστι, η Disney
Η σχετική εκστρατεία της πολιτικής ορθότητας έχει ξεκινήσει έναν δημόσιο διάλογο διεθνώς ως προς το αν είναι σκόπιμο ή άτοπο να κρίνουμε και να λογοκρίνουμε έργα τέχνης, βιβλία και ταινίες της δεκαετίας του 1940 και του 1950, με βάση την οπτική του σήμερα. Σε ότι αφορά τις παιδικές ταινίες, επηρεάζεται αυτό που έχει ονομαστεί ως η “προσωπική πατρίδα” κάθε ανθρώπου, η παιδική του ηλικία.
Για πολλούς αναπόσπαστο κομμάτι αυτής είναι ο μπλε ουρανός, ο πύργος βγαλμένος από παραμύθι, τα πυροτεχνήματα και η τροχιά του περιπλανώμενου αστεριού πάνω από το κάστρο σε ημικύκλιο. Όλα αυτά αποτελούν την εισαγωγή κάθε ταινίας της Walt Disney Pictures που σφράγισε γενιές και γενιές, λειτουργώντας και ως γεφυροποιός μεταξύ τους.
Η Disney δημιουργεί ορόσημα για την ποπ κουλτούρα εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Άνθησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και πέρασε από τα κινήματα για τα πολιτικά δικαιώματα και την κοινωνική δικαιοσύνη μέχρι τις σημερινές διευρυμένες ιδέες για την ταυτότητα του φύλου. Για πολλούς ενήλικες, οι κλασικές επιτυχίες της Disney είναι μεγαλύτερες και από τους παππούδες τους.
Η “Λαίδη και ο Αλήτης”
Οι παιδικές ταινίες αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο συνάντησης μικρών και μεγάλων, από κάθε γωνιά της γης. Ενήλικοι απολαμβάνουν ως γονείς πλέον, συντροφιά με τα δικά τους παιδιά, τις ταινίες της παιδικής τους ηλικίας. Μία από αυτές είναι και η “Λαίδη και ο Αλήτης”, η 15η ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney που κυκλοφόρησε το 1955. Την εποχή εκείνη είχε στεφθεί με εισπρακτική επιτυχία. Ο τότε κριτικός των Los Angeles Times είχε γράψει ότι πρόκειται για «μια ταινία πέρα από τον χρόνο!». Πράγματι, έκτοτε εξασφάλισε μία περίοπτη θέση στις κλασικές ταινίες που ζεσταίνουν τις καρδιές των απανταχού θεατών.
Η ρομαντική ιστορία ενός μεγαλωμένου στα πούπουλα κόκερ και ενός πανέξυπνου αδέσποτου σκύλου γέννησε μια από τις πιο ρομαντικές σκηνές: εκείνη όπου τα δύο σκυλάκια φιλιούνται κατά λάθος, τρώγοντας σπαγγέτι μακαρόνια κάτω από το σεληνόφως, υπό τις μελωδίες του Bella Notte. Ζουν μια μεγάλη περιπέτεια κι έναν ακόμα μεγαλύτερο έρωτα που δεν γνωρίζει κοινωνικές τάξεις, ράτσες και αψηφά τη διαφορετικότητα. Η αφοσίωση στην οικογένεια, η φιλία, το θάρρος και η καλοσύνη είναι μερικά από τα πιο δυνατά μηνύματα της διαχρονικής ταινίας.
Η ιστορία βασίστηκε στο σύντομο διήγημα “Happy Dan, The Whistling Dog” του Αμερικανού συγγραφέα Γουόρντ Γκριν, ενώ η μεταφορά του στον κινηματογράφο συνοδεύθηκε από ζωηρά χρώματα, πλούσια μοτίβα, τα ρομαντικά σκηνικά της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα και τη φυσική κίνηση των χαρακτήρων της.
Με έκπληξη, όμως, θα διαπιστώσει κανείς ότι η ταινία αυτή δεν είναι πια διαθέσιμη για παιδιά κάτω των επτά ετών. Εάν ο λογαριασμός ανήκει σε ενήλικα μπορεί να την δει, αλλά φέρει την προειδοποιητική σήμανση από την ίδια την εταιρεία παραγωγής της, τη Disney. «Το πρόγραμμα περιλαμβάνει αρνητική απεικόνιση και/ή κακομεταχείριση ανθρώπων από διάφορες κουλτούρες… Τα συγκεκριμένα στερεότυπα ήταν λάθος τότε και είναι λάθος και τώρα», αναγράφεται.
Η σκηνή με τις σιαμαίες γάτες
Η εταιρεία αποφάσισε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και το κύμα διαμαρτυρίας που ακολούθησε φέρνοντας στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου το ζήτημα του ρατσισμού, να ισχυροποιήσει το μήνυμά της. «Αντί να αφαιρέσουμε αυτό το υλικό, θέλουμε να αναγνωρίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις, να μάθουμε από αυτό και να ξεκινήσουμε μια συζήτηση για να δημιουργήσουμε ένα πιο συμπεριληπτικό μέλλον μαζί» αναφέρει η σήμανση.
Αναρωτιέται κανείς τί προσβλητικό θα συναντήσει παρακολουθώντας την ταινία αυτή. Σύμφωνα με την εταιρεία το πρόβλημα είναι οι σιαμαίες γάτες που κάνουν δύσκολη τη ζωή της πιστής Λαίδης και ειδικά μία σκηνή, στην οποία τραγουδάνε. Το τραγούδι ερμήνευσε η Norma Deloris Egstrom, γνωστή επαγγελματικά με το σκηνικό της όνομα Peggy Lee. Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλο αστέρι και το γεγονός ότι η εταιρεία την εξασφάλισε θεωρήθηκε επιτυχία.
Το “Siamese Cat Song” θεωρείται πλέον μία ρατσιστική καρικατούρα του πώς αντιμετώπιζαν οι λευκοί τους Ασιάτες εκείνης της εποχής. Τα ονόματα των γάτων, επίσης, έχουν αποκαλεστεί ρατσιστικά (Si και Am), οι φωνές τους με τα σπασμένα αγγλικά και την έντονα κωμική ασιατική προφορά. Ακόμα και η μουσική κατηγορήθηκε ως στερεοτυπική. Στο ριμέικ της ταινίας το 2019 οι εισβολείς παραμένουν γάτες, αλλά όχι σιαμαίες, και τραγουδούν άλλο τραγούδι χωρίς προφορά.
Στο μικροσκόπιο και ο Πίτερ Παν
Η ιστορία του Πίτερ Παν, του νεαρού αγοριού που δεν ήθελε ποτέ να μεγαλώσει, είναι γνωστή. Ο Πίτερ Παν έχει σπάνια και υπερφυσικά χαρίσματα. Μόνο αυτός μπορεί να πετάει στη “Χώρα του Ποτέ” χωρίς την επίδραση νεραϊδόσκονης. Είναι καταπληκτικός ξιφομάχος, άσσος στη μιμική, έχει απύθμενα αποθέματα φαντασίας και υπερανεπτυγμένες όλες τις αισθήσεις.
Ηγείται μιας ομάδας ορφανών παιδιών (Τα Χαμένα Παιδιά) και μεγαλύτερος αντίπαλός του είναι ο άγριος πειρατής Κάπτεν Χουκ, του οποίου έκοψε το χέρι σε μια μονομαχία. Φίλοι του είναι η Γουέντι, που αντίθετα από αυτόν μεγαλώνει κανονικά και η απαστράπτουσα νεραϊδούλα Τίνκερ Μπελ.
Το κομμάτι της ταινίας που υποτίθεται ότι υποθάλπει τον ρατσισμό είναι οι κάτοικοι της φανταστικής Χώρας του Ποτέ. Είναι Ινδιάνοι και πειρατές και ο τρόπος που παρουσιάζονται μοιάζει με καρικατούρες. Οι φωνές, ο τρόπος που επικοινωνούν, οι κραυγές τους, αλλά και ο τρόπος που αποκαλούν τον Πίτερ Παν –”ο μεγάλος λευκός πατέρας”– θεωρήθηκαν ασεβή.
Το κινηματογραφικό στούντιο είπε ότι η ταινία “Πίτερ Παν” του 1953 αναφέρεται στους ιθαγενείς της Αμερικής ως “ερυθρόδερμους” και ότι ο χορός στον οποίο επιδίδονται μαζί με τον Πίτερ Παν είναι μια «μορφή κοροϊδίας και ιδιοποίησης του πολιτισμού και των εικόνων των ιθαγενών».
Η επίμαχη σκηνή στις “Αριστόγατες”
Οι “Αριστόγατες” σημάδεψαν το τέλος μια εποχής για την Disney: Ήταν το τελευταίο πρότζεκτ που έλαβε έγκριση από τον ίδιο τον Γουόλτ Ντίσνεϊ. Σ’ αυτό συμμετείχαν κάποιοι από τους μόνιμους συνεργάτες του, οι οποίοι μετά τον θάνατό του εγκατέλειψαν το στούντιο. Η ταινία εξελίσσεται στο Παρίσι και σε μια πολυτελή βίλα που ζει μια ηλικιωμένη εκατομμυριούχος, με μόνη της συντροφιά τα γατάκια της.
Ένας κακός και φιλάργυρος μπάτλερ αποφασίζει να εξαφανίσει τα γατάκια, τα οποία βρίσκονται για πρώτη φορά στο κρύο. Κατά τη διάρκεια της ταινίας εμφανίζεται μία γάτα Σιάμ, με κίτρινο πρόσωπο ονόματι Shun Gon, που υποδύεται λευκός ηθοποιός. Κατά πολλούς σχεδιάστηκε ως ρατσιστική καρικατούρα Ασιάτη, η οποία παίζει πιάνο με chopsticks.
Αυτολογοκρισία και για τον Ντάμπο!
Το “Ντάμπο” ήταν παραγωγή του 1941 και ήταν η τέταρτη ταινία της εταιρείας μετά την “Χιονάτη”, τον “Πινόκιο” και την “Φαντασία”. Το χαριτωμένο ελεφαντάκι με τα μεγάλα αυτιά, την ικανότητά του να πετάει με αυτά, αλλά και τον αγώνα του να επανενωθεί με τη μαμά του κέρδισε κοινό και κριτικούς.
Το “Ντάμπο” ήταν παραγωγή του 1941 και ήταν η τέταρτη ταινία της εταιρείας μετά την “Χιονάτη”, τον “Πινόκιο” και την “Φαντασία”. Το χαριτωμένο ελεφαντάκι με τα μεγάλα αυτιά, την ικανότητά του να πετάει με αυτά, αλλά και τον αγώνα του να επανενωθεί με τη μαμά του κέρδισε κοινό και κριτικούς.
Παρ’ ότι μόλις τρία χρόνια νωρίτερα, η ταινία επιλέχθηκε ως «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική» από το εθνικό μητρώο κινηματογράφου, συμπεριλήφθηκε στις ταινίες που αυτολογοκρίθηκαν. Ο λόγος ήταν μία σκηνή με κοράκια. Τα πουλιά μαθαίνουν στον Ντάμπο πώς να πετάει, με τις φωνές τους να αναπαράγουν κοινά στερεότυπα για τους μαύρους. Το επικεφαλής κοράκι ονομάζεται Jim Crow – αναφορά σε μια σειρά νόμων στις νότιες ΗΠΑ.
Ξαναγράφεται η πολιτιστική ιστορία
Η Disney και η κληρονομιά της δεν είναι η μόνη που λογοκρίνεται. Η ταινία “Όσα παίρνει ο Άνεμος” αποσύρθηκε από την πλατφόρμα HBO Max εν μέσω των εκδηλώσεων του κινήματος διαμαρτυρίας κατά του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας εναντίον Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ. Η εμβληματική ταινία του 1939 θεωρήθηκε ότι εξιδανικεύει τον ρατσιστικό Νότο επί αμερικανικού Εμφυλίου.
Πανεπιστημιακοί την χαρακτήρισαν «εργαλείο στα χέρια του ρεβιζιονισμού των απολογητών του Νότου και της ιστορίας της δουλείας παρουσιάζοντας μία ρομαντική όψη του Νότου και μία πολύ καλλωπισμένη πλευρά της δουλείας, με το υπηρετικό προσωπικό ικανοποιημένο από τη μοίρα του και εργαζόμενο υπό τους συνήθεις όρους εργασίας των εργαζομένων… Το “Όσα παίρνει ο Άνεμος” είναι το προϊόν μίας εποχής και απηχεί φυλετικές προκαταλήψεις που ήταν κοινός τόπος στην αμερικανική κοινωνία», σχολίασε εκπρόσωπος της HBO Max, για να εξηγήσει την απόφαση για την απόσυρση από την πλατφόρμα της ταινίας των οκτώ Όσκαρ.
Η κοινωνία, οι σχέσεις και τα συναισθήματα προσεγγίζονται και επαναπροσδιορίζονται διαρκώς μέσα από τα κλασικά βιβλία (όπως τα αστυνομικά της Αγκάθα Κρίστι) και τις ταινίες που συγκινούν αβίαστα τους θεατές. Μπορεί οι ρευστές και μεταλλασσόμενες αντιλήψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις να επιτάσσουν ένα διαφορετικό πλαίσιο κάθε φορά, αλλά πόσο φρόνιμο είναι να επιχειρούμε να ξαναγράψουμε την πολιτιστική ιστορία;