Μια συνάντηση με τον ποιητή Φίλιππο Γράψα
14/03/2019Στη φιλοσοφία του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει η επαφή των φοιτητών με ανθρώπους της τέχνης του λόγου. Η ίδια η Δημιουργική Γραφή ως γνωστικό αντικείμενο και ερευνητικό πεδίο δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνία (για ενηλίκους και μη), αλλά απλώνεται και σε γνωστικά πεδία, όπως η θεατρική γραφή, ο σεναριακός λόγος, ο δημοσιογραφικός λόγος και οι ψηφιακές εκδοχές, αλλά ακόμα και η διδακτική των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών –ναι έχουμε άλλωστε κατατεθειμένες και ανάλογες διδακτορικές διατριβές.
Οι φοιτητές μας δεν διδάσκονται μόνο από πανεπιστημιακούς δασκάλους και ερευνητές, αλλά κρίνεται θεμελιώδες να έρθουν σε επαφή με καταξιωμένους λογοτέχνες, σεναριογράφους, θεατρικούς συγγραφείς κ.ά. Άνθρωποι της λογοτεχνίας συστήνουν και κοινωνούν τον δικό τους «τρόπο» μεταλαμπαδεύοντας τη βιωμένη εμπειρία, την προσπάθεια, τη γεύση της επιτυχίας, αλλά και της αποτυχίας, της αποδοχής και της απόρριψης.
Ό,τι συμβαίνει στην πραγματική ζωή δηλαδή. Και αν σπεύσει κάποιος κακεντρεχής να δηλώσει πως η διαδικασία της επιλογής των δημιουργών αυτών στερείται μίας αξιολογικής αποστασιοποίησης και ουδετερότητας, θα συμφωνήσω και θα αντιτείνω πως είναι προτιμότερο και δεοντολογικά νομιμότερο να δηλώνονται οι προτιμήσεις για έργα και τρόπους συγγραφής –άρα και για τους δημιουργούς τους, ευθύς εξαρχής.
Όταν η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ λογοτεχνίας στον Bob Dylan, αναγνώρισε πως η στιχουργική, άρρηκτα δεμένη με την τραγουδοποιία, συγγενεύει με «δεσμούς αίματος» με αυτό που εννοούμε ως λογοτεχνία. Την ενέταξε σε κάθε περίπτωση στις τέχνες τις υψηλές και την τοποθέτησε πλάι στην πλάι στην πεζογραφία και την ποίηση. Θα αναρωτηθείτε αφορά σε κάθε στιχούργημα η τιμή; Γιατί μήπως κάθε λογοτεχνικό κείμενο είναι άξιο λόγου;
Μήπως για παράδειγμα και η φέρουσα τον παρδαλό όρο «ροζ λογοτεχνία» δεν συγγενεύει περισσότερο με τη λογοτεχνία του «παρά»…Το τραγούδι εντάσσεται στις εφαρμοσμένες πρακτικές του πολιτισμού κι αυτό από μόνο του ενέχει μεγάλη ευθύνη για όσους το υπηρετούν. Προφανώς στίχοι για ζωάκια, πτηνά και «φερέγγυες» ερωτικές επιδόσεις δεν μας απασχολούν και κυρίως δεν μας πτοούν. Το τραγούδι όμως αποτελεί γονιδιακό μέρος της ελληνικής, λαϊκής και όχι μόνο, τέχνης.
Οι μουσικές και οι στίχοι του συνοδεύουν όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Οι παρέες, οι γάμοι, τα γλέντια, οι λύπες, οι κοινωνικές μας συνευρέσεις, όλα ντυμένα με μουσικές. Μουσικές συνήθως κεντημένες με στίχους. Το τραγούδι το υπηρέτησαν στιχουργικά ποιητές όπως οι Γκάτσος και ο Γκανάς, αλλά και το εκτίμησαν οι σημαντικότεροι δικοί μας, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος.
Όχι Πανεπιστήμια της ναφθαλίνης
Ο Φίλιππος Γράψας δηλώνει στιχουργός. Για εμάς είναι από τους πλέον σημαντικότερους και καταξιωμένους σήμερα. Γνώριζα τη δουλειά του από χρόνια και μου άρεσε ιδιαίτερα, γιατί έμοιαζε να συναγωνίζεται ανέμους και θύελλες: “εγώ συναγωνίζομαι / τον άνεμο που ορκίζομαι” (Καημοί στη ναφθαλίνη)
Του πρότεινα και δέχτηκε, αμήχανα αρχικά, να τον γνωρίσουν καλύτερα και οι φοιτητές μας, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές της Δημιουργικής Γραφής. Να σημειώσω ότι έχουμε δύο τέτοια μεταπτυχιακά στην Ελλάδα. Ένα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Τμήμα Κινηματογράφου) με διά ζώσης συναντήσεις και ένα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας σε συνεργασία με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο με τη μέθοδο της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Δύο κοσμήματα στον ακαδημαϊκό χώρο αλλά δυστυχώς κανένα προπτυχιακό Τμήμα προς το παρόν.
Βλέπετε κρίθηκε προτιμότερο στο δικό μου Πανεπιστήμιο ένα Τμήμα Ψυχολογίας, παραβλέποντας την τόσο σημαντική παράδοση που δημιουργήσαμε… Και μας αποζημίωσε όλους αυτή η βαθύτερη επαφή με τη στιχουργική του τέχνη. Οι φοιτητές μας γνώρισαν την ποιητική του δημιουργού, τα συναισθήματά του στη γέννηση του στίχου. Τα θέλω και τα πιστεύω ενός ανθρώπου που παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα χωρίς να είναι αναγκασμένος να κραυγάζει ή να υποκρίνεται στα τηλεοπτικά παράθυρα.
Του Φίλιππου Γράψα άλλωστε του προτάθηκε πολλάκις ένας διαφορετικός ρόλος, μια άλλου τύπου εμπλοκή στην πολιτική, και την αρνήθηκε. Προτίμησε να μείνει μακριά από κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί χωρίζει τους ανθρώπους, όπως κρατήθηκε μακριά από την αναζήτηση του εύκολου σουξέ. Αυτού που φέρνει χρήμα, αλλά προδίδει αξίες και ιδανικά.
Κι όταν οι εικόνες, τα ρήματα, οι αλήθειες και οι μνήμες του έγιναν υλικό ακαδημαϊκού σεμιναρίου αποδείχτηκε περίτρανα και κατηγορηματικά γιατί η Δημιουργική Γραφή, η στιχουργική εν προκειμένω, πρέπει, είναι ζωτική ανάγκη να εισέλθει στις πανεπιστημιακές πύλες, Ναι, καμαρώνω γιατί το πανεπιστήμιο είναι «ιερατείο» από τον 11ο αιώνα, αλλά το θέλω πλέον ανοικτό στη σύγχρονη διάσταση που οφείλουν να υπηρετούν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα του 21ο αιώνα.
Με αμφιθέατρα γεμάτα ζωή και όνειρα, με εργαστήρια που δεν μυρίζουν ναφθαλίνη, αλλά μορφώνουν προσωπικότητες με το πνεύμα και την κουλτούρα της αποδοχής και της συνεργασίας. Και είναι σημαντικό οι σπουδαστές να βιώσουν την “έμπνευση” και τον τρόπο που δουλεύει ένας στιχουργός∙ πώς αναδύονται οι μνήμες και οι ιστορίες των ανθρώπων μέσα σε λίγους στίχους.
Η ποιητική του Γράψα
Η ποιητική του Γράψα υιοθετεί τις περισσότερες φορές την κλασική φόρμα του τραγουδιού (ρεφρέν – κουπλέ ελληνιστί), αλλά εισάγει στοιχεία υπερρεαλιστικά, αμφισημίες μοναδικές μέσα από καθημερινές εικόνες και υπαρξιακά ερωτήματα που τίθενται από τον καθένα μας: “βρες το μαχαίρι που στα δύο μας χωρίζει / κι έλα εδώ στων στεναγμών το μετερίζι, λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα” (Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη), “στεριές αντικρινές, / με ιστορίες ολομέταξες / που κεντούσε ο αμανές” (Σμύρνη)
Η μετρική των συλλαβών και η επιλογή των λέξεων, στον παραδειγματικό κώδικα προφανώς, δεν προωθούν απλώς την ελευθερία της δημιουργικής έκφρασης, αλλά τιμούν την ελληνική γλώσσα συνολικά. Με γνώμονα τις κλειστές τυπολογίες και ταξινομήσεις περί «λαϊκού», «έντεχνου», «ποιοτικού», «εμπορικού» κ.λπ. θα κατατάσσαμε τα τραγούδια που δομήθηκαν στους στίχους τους παντού.
Το περίεργο είναι πώς, παλαιότερα μία κριτικός του περιοδικού τύπου τον ανέφερε και ως «νεοσκυλά»… Αυτόν που εγώ τουλάχιστον θεωρώ λογοτέχνη – στιχουργό, συνεχιστή της αυθεντικής παράδοσης του Βίρβου, του Παπαδόπουλου, του Ελευθερίου, της Παπαγιαννοπούλου και της συνομήλικής του Νικολακοπούλου. Με ρήξεις, συνέχειες και ασυνέχειες φυσικά, όπως οφείλει να έχει με όσους «συνομίλησε» σε μία πορεία 30 τόσων χρόνων ο Γράψας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως συνεργάστηκε με ορισμένους από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του, όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Στέφανος Κορκολής, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιώργος Σταυριανός, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Σταύρος Σιόλας κ.ά. Καθοριστική υπήρξε η επαφή του με τον Μάνο Χατζιδάκη στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας, ενώ τον σημαντικότερο ίσως ρόλο στην πορεία του διαδραμάτισε ο αείμνηστος Μάριος Τόκας. Στη δεκαετία του ’80 βγήκαν οι πρώτοι δίσκοι με δικά του τραγούδια και ευτύχησε στη συνέχεια να τον ερμηνεύσουν ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Μανώλης Μητσιάς, η Μαριώ, η Χριστιάνα, ο Γιάννης Πάριος, ο Μαρινέλλα, η Αλέκα Κανελλίδου, η Ελεονώρα Ζουγανέλη, η Κατερίνα Κούκα, ο Πασχάλης Τερζής, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, η Γλυκερία, ο Δημήτρης Μπάσης, ο Στέλιος Διονυσίου κ.ά.
Ο Γράψας σκάρωνε στιχάκια από παιδί, από τότε που λάτρεψε την ποίηση και το τραγούδι. Τα παιδικά και νεανικά του βιώματα, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες μιας άλλης καταγωγής τότε, ο θάνατος, η μοναξιά η απώλεια, ο αποχωρισμός, οι ιδεολογικές και θεωρητικές ματαιώσεις. Η ατομική και η συλλογική μας μνήμη με φόντο το αστικό τοπίο της λατρεμένης γενέθλιας πόλης: “Στου Γεντί Κουλέ το δρόμο / τοιχοκόλλαγαν τον νόμο, / στου Γεντί Κουλέ την πύλη / κλαίγαν συγγενείς και φίλοι” (Γεντί Κουλέ).
Αλλά ο στιχουργός τραγούδησε μέσα στη μεγάλη αυτή πόλη, του τραγουδιού πια και όχι της πραγματικής Θεσσαλονίκης του αυστηρού γεωμέτρη, τον υπαρξιακό χώρο περιπλάνησης κάθε ακροατή, κάθε αναγνώστη. Οι βόλτες στα κρυφά στα λαδάδικα και στην περιοχή του «αγίου» (κατά Ιωάννου) Βαρδαρίου, έστω τις παρυφές του, αντικατοπτρίζουν όχι τη δική του απορία για το πώς είναι δυνατόν να αγοράζεται ο έρωτας και εν γένει την ανθρώπινη αδυναμία να αποδεχτεί τη στρέβλωση της ζωής της ίδιας: “σε καλντερίμια ξενυχτάς υγρά λιθόστρωτα / στου πληρωμένου παραδείσου την αυλόπορτα” (Τα Λαδάδικα).
Καθημερινές στιγμές, συγκινησιακά φορτισμένες
Καθημερινές στιγμές, συγκινησιακά φορτισμένες, κατάφερε να αποτυπώσει ο Γράψας: “σ’ αναζητώ μ’ ένα βιολί κι ένα φεγγάρι / λείπει το όνειρο εσύ και το δοξάρι” (Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη. Να τις μεταπλάσει σε τραγούδι, να ντύσει μελωδίες που συνόδευσαν δικές μας στιγμές, να στεγάσει έρωτες και επιθυμίες μας, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραστήσει την Ελλάδα από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά. Και της πρόσφερε ο ποιητής το αγίασμα να επουλώσεις τις κατάσαρκες πληγές της. Γιατί τον έσπειρε “μια μοίρα αυτοκρατόρισσα” (Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη).
Για τους συμμετέχοντες στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών αποτελεί ιδιαίτερη τιμή η συνάντηση με έναν αναγνωρισμένο στιχουργό, η συνομιλία και η ανάλυση μαζί του εμπειριών και λέξεων που τροφοδότησαν μεγάλες επιτυχίες στην ελληνική δισκογραφία. Μέσα από την εμπειρία του αποκάλυψε μικρά μυστικά, τον τρόπο που λειτουργεί ο χώρος, τις δυσκολίες μα και τη χαρά να ακούει ένας δημιουργός στίχους του να τραγουδιούνται, να πιάνει όπως λένε το σφυγμό της κοινωνίας.
Γιατί η «αυθεντική τέχνη» αναδεικνύεται στο πέρασμα του χρόνου απαντώντας πειστικά και θεραπευτικά σε διαχρονικά υπαρξιακά ζητήματα που μας ταλανίζουν σε αντίθεση με το εφήμερο των «καλλιτεχνημάτων» της πολιτιστικής βιομηχανίας που είναι καταδικασμένα να σβήσουν μέσα στη συλλογική λήθη.
Στη λειτουργία εργαστηρίου οι φοιτητές μας ασκήθηκαν στη στιχουργική με την καθοδήγηση/προτροπή του Φίλιππου Γράψα πάνω στους στίχους:
Του βάζεις δύσκολα του κόσμου αυτού του άμυαλου
και ξενυχτάς με το ζεϊμπέκικο του αρχάγγελου
γελάς με γέλιο δυνατό κι όποιος αντέξει
μετά ζητάς σιωπή που δε σηκώνει λέξη.
Μοναχική και σπάνια
γυρνάς μεσ’ στα Βαλκάνια
ανέμους να θερίσεις
σαν Παναγιά σ’ έναν τεκέ
ψάχνεις του κόσμου το λεκέ
για να τον καθαρίσεις.
από το «Το ζεϊμπέκικο του αρχάγγελου» (1994) σε μουσική Μάριου Τόκα και πρώτη εκτέλεση από τον Δημήτρη Μητροπάνο.
Με την Άννα Βακάλη, συνδιδάσκουσα, και τις φοιτήτριες /τους φοιτητές – συνοδοιπόρους μας: Γεωργία Ευθυμιάδου, Μάνο Αποστολίδη, Πελαγία Ουζούνη, Δανάη Πεχλιβανίδου, Ντίνα Παπαδοπούλου, Δημήτρη Κουφόγιαννη, Δημήτρη Σούρλα, Μαρία Κουρμπέτη, Κατερίνα Καρούλια, Νεκταρία Δουλιανάκη, Χαρίκλεια Μητρούδη και τον Δήμο Χλωπτσιούδη, συνυπογράφουμε ετούτο το κείμενο και συμφωνούμε πως το τραγούδι είναι το καλύτερο όχημα να διαδώσουμε και να καλλιεργήσουμε όχι μόνο την ελληνική γλώσσα αλλά και την κοινωνική και πολιτισμική μας συνείδηση, και άρα την εθνική μας ταυτότητα, χωρίς ακρότητες και προνομιακές λογικές.