Ποιες είναι οι δύο ιστορικές μορφές της Πλατείας Κλαυθμώνος
19/04/2023Η Πλατεία Κλαυθμώνος δεν ήταν γνωστή από την αρχή με αυτήν την επωνυμία. Πρώτη ονομασία της ήταν Πλατεία Νομισματοκοπείου, καθώς εκεί βρισκόταν από το 1836 το Βασιλικό Νομισματοκοπείο και Σφραγιστήριο, που το 1863 έδωσε τη θέση του στο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1939. Σε χρονογραφικό κείμενό του ο αθηναιογράφος Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου (1852-1942) το 1878 στο περιοδικό “Εστία” τη βάφτισε Πλατεία Κλαυθμώνος.
Ο κατάφυτος με δένδρα κήπος του υπουργείου Οικονομικών συγκέντρωνε τους μη μόνιμους ακόμα τότε υπαλλήλους του και τους απολυμένους, τους παυσανίες, όπως τους αποκαλεί στο γλαφυρό κείμενό του ο Καμπούρογλου. Λειτουργούσε ως παυσίλυπος, αλλά γινόταν και αυξίλυπος για να καταλήξει κήπος Κλαυθμώνος…
Το παλαιότερο από τα δύο κτήρια του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, το μέγαρο του Χιώτη πρώτου τραπεζίτη της Αθήνας Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου (1792-1881), στην Πλατεία Κλαυθμώνος, επί της οδού Παπαρρηγοπούλου 7, στέγασε την εφημερίδα “Ακρόπολις” του δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη (1848-1920).
Ο πολυπράγμων ιστοριοδίφης Καμπούρογλου
Γεννημένος στην οικία του υπουργού Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη (1794-1872), δίπλα από το σημερινό ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία”, ο Καμπούρογλου ήταν γιος του επίσης Κωνσταντινουπολίτη εκδότη του οικογενειακού εικονογραφημένου με ξυλογραφίες περιοδικού “Ευτέρπη” (1847-52) Γρηγόριου (1810-1868). Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντάχθηκε στον φιλολογικό κόσμο της πρωτεύουσας. Από το 1877 άσκησε επί δεκαπενταετία τη δικηγορία, χωρίς να εγκαταλείψει και την ενασχόλησή του με την ποίηση.
Το 1882 ήταν ιδρυτικό μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, το 1884 υπήρξε ο κύριος μοχλός για την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και από το 1884 έως το 1886 εξέδιδε το περιοδικό “Εβδομάς”. Ακολούθησε η έκδοση των τριών τόμων των “Μνημείων της Ιστορίας των Αθηναίων” (1889-92) και άλλων τριών τόμων της “Ιστορίας των Αθηναίων επί Τουρκοκρατίας” με βάση νέες πηγές. Τις δύο εκδοτικές προσπάθειες αυτές τις ενίσχυσε ο Δήμος Αθηναίων.
Το 1891 διενήργησε ανασκαφές στο Δαφνί και το 1892 διορίστηκε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος, της οποίας έγινε έφορος το 1904. Το 1910-12 εξέδωσε επτά τεύχη του ιστοριοδιφικού, λαογραφικού και τεχνοκριτικού περιοδικού “Δίπυλον”, ενώ το 1912 προχώρησε στη δεύτερη έκδοση – η πρώτη είχε δημοσιευθεί στον τρίτο τόμο του “Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος” το 1889– των “Αθηναϊκών Παραμυθιών” που του αφηγήθηκε η Αθηναία μητέρα του Μαριάννα Σωτηριανού Γέροντα (1819-1890).
Το 1914 κυκλοφόρησε τον “Αναδρομάρη” με περιγραφές, μελέτες και εντυπώσεις που στηρίζονται σε ιστορικά γεγονότα και σε σκηνές του παρελθόντος και το 1920 τον “Αναδρομάρη της Αττικής”, τα “Τοπογραφικά Παράδοξα” και το “Ριζόκαστρο”. Το 1920 ακόμα ίδρυσε το ορειβατικό σωματείο “Δώδεκα Απόστολοι” που θα εξελισσόταν το 1921 στον Οδοιπορικό Σύνδεσμο και το 1937 στην Ελληνική Περιηγητική Λέσχη. Το 1923 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας και ο γιος του Γρήγος τού χάρισε γραφομηχανή.
Οι περισσότερες από τις επόμενες εκδόσεις του εστίασαν στην ιστορία της Αττικής: “Αθηναϊκόν Αρχοντολόγιον. Οι άρχοντες Μπενιζέλοι” (1921)· “Αττικοί Έρωτες” (1921)· “Αι Παλαιαί Αθήναι” (1922)· “Μελέται και Έρευναι” (“Ο Άγιος Ηλίας του Σταροπαζάρου και η θυρεοκόσμητος τοιχογραφία του”, 1923· “Τα Αττικά”, 1923· “Η Δούκισσα της Πλακεντίας”, 1925)· “Οι Χαλκοκονδύλαι. Μονογραφία” (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), 1926.
Πρώτος μη διορισμένος ακαδημαϊκός
Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, πρώτο κατ’ εκλογήν, το 1927, άρχισε να δημοσιεύει φιλολογικά απομνημονεύματά του στο περιοδικό “Νέα Εστία”, συμμετέσχε στο Γ΄ Βυζαντινολογικό Συνέδριο στην Αθήνα με δύο ανακοινώσεις του το 1930, εξέδωσε το βιβλίο του “Αι Αθήναι κατά τα έτη 1775-1795” το 1931, έγραψε το κείμενο για την κοσμημένη με αναπαραγωγές ζωγραφικών και χαρακτικών έργων του Λυκούργου Κογεβίνα (1887-1940) έκδοση “Αι Αθήναι που φεύγουν” το 1932. Αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών το 1933, εξελέγη πρόεδρός της το 1934, οπότε κυκλοφορήθηκε επίσης ο πρώτος τόμος των “Απομνημονευμάτων μιας μακράς ζωής, 1852-1862”.
Το 1935 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των Απάντων του (“Η Άλωσις των Αθηνών υπό των Σαρακηνών”). Τον Φεβρουάριο του 1936 διοργανώθηκε τιμητική για εκείνον γιορτή στη Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ, που τη συνόδευε βιβλιαράκι με σύντομες γνώμες επίλεκτων Αθηναίων και κορυφαίων λογίων. Τον ίδιο χρόνο, το 1936, προλόγισε τα “Απομνημονεύματα του Χριστοφόρου Νέεζερ, απελευθερωτού της Ακροπόλεως”.
Η προτομή του Καμπούρογλου
Στις 19 Απριλίου 1936, στην άγνωστη ακόμα και μέχρι σήμερα Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας, στην Πλάκα, λίγο πιο πάνω από το Μοναστηράκι, ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Γ. Κοτζιάς (1892-1951) έκανε τα αποκαλυπτήρια της μαρμάρινης προτομής του Καμπούρογλου. Αξιοσημείωτο είναι το ότι αποτέλεσε την πρώτη εν ζωή προτομή που έχει στηθεί στην Αθήνα, έργο του ελευθεροτέκτονος Νικόλαου Π. Γεωργαντή του Αθηναίου (1883-1947).
Η προτομή απολήγει σε λαξευμένα ανοιχτά βιβλία, αναφορά στον συγγραφικό πυρετό του Καμπούρογλου. Στον ίδιο γλύπτη πρέπει να οφείλεται και η μαρμάρινη πλακέτα με το πρόσωπο του Καμπούρογλου στον τάφο του στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών (1ο Τμήμα, Αρ. 103). Μίλησαν ο πρόεδρος της επιτροπής ανέγερσης, υποναύαρχος και διπλωμάτης Περικλής Ιακ. Αργυρόπουλος (1871-1953) και ο νομικός και αθηναιογράφος Δημήτριος Γ. Σκουζές (1891-1972).
Στο γεύμα, που παρατέθηκε στο εστιατόριο “Διεθνές”, μίλησαν ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων, βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, πρόεδρος του Παναθηναϊκού Γεώργιος Τσόχας (1883-1937) και ο γενικός γραμματέας της Ενώσεως Αθηναίων του Τόπου, νομικός, αθηναιογράφος Δημήτριος Αλ. Γέροντας (1913-1998), ενώ ο Καμπούρογλου εκφώνησε λόγο, μιλώντας για την αιώνια, ενιαία και αμετάβλητη ελληνική ψυχή των Αθηναίων…
Την πρωτοβουλία της ανίδρυσης της προτομής την είχε το σωματείο Ένωσις Αθηναίων του Τόπου, που είχε ιδρυθεί με μέλη της «ευπατρίδες και ευγενείς νέους αθηναϊκών οικογενειών για τη συγκράτηση αμείωτου του διά των αιώνων αθηναϊκού γοήτρου».
Αυτά έλεγε το 1937 ο εθνικιστής πολιτικός, ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”, στον οποίον κατέλιπε τη βιβλιοθήκη του, μέλος της Αγιοταφικής Αδελφότητος, ελευθεροτέκτων Νικόλαος Δ. Λεβίδης (1848-1942). Πρόεδρος της Ενώσεως ήταν ο πρόεδρος της Οργανώσεως Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών (ΟΕΣ) Ιωάννης Σ. Βεζανής, τον οποίον εκτέλεσαν Γερμανοί στο Λαύριο.
Η φωνή και η μελέτη του Καμπούρογλου
Τον Απρίλιο του 1938 δισκογραφήθηκε από τον ονομαστό Έλληνα ηχολήπτη Ευάγγελο Αρεταίο (1906-1974) η φωνή του Καμπούρογλου για τη “His Master’s Voice” (ΑΟ 2170) στο εργοστάσιο της Columbia στη Ριζούπολη. Επρόκειτο για την πρώτη φωνοληψία Έλληνα λογοτέχνη! Στα πενήντα χρόνια της λογοτεχνικής ζωής του ο Καμπούρογλου απήγγειλε το τετράστιχο: «Πενήντα χρόνια δούλεψα και έγραψα και γράφω / χωρίς ποτέ να φοβηθώ γεράματα και τάφο, / ακολουθώντας, φαίνεται, της μοίρας μου τη λόξα! / Δώστε μου τα πενήντα μου και πάρτε μου τη Δόξα!..». Τον Σεπτέμβριο του 1941 ο γηραιός λόγιος επισκέφθηκε το αγαπημένο του Ριζόκαστρο, συντροφιά με τον στενό φίλο του ιστοριοδίφη Τάκη Λάππα (1904-1995).
Χρήσιμα για τη μελέτη της πληθωρικής προσωπικότητας του Καμπούρογλου, που ασχολήθηκε επιπλέον με το θέατρο, με το μυθιστόρημα και με το διήγημα, παραμένουν τα φιλολογικά απομνημονεύματά του, καθώς και τα βιβλία του ανιψιού και συνεχιστή του στη μελέτη της ιστορίας της Αθήνας Δημήτριου Αλ. Γέροντα (1913-1998) “Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου. Ο Αναδρομάρης της Αττικής και της Αθήνας. Η ζωή και το έργο του” (Εκδόσεις Νότη Α. Καραβία, Αθήνα 1974, 1991) και της Ευγενίας-Σοφίας Γιαννοπούλου-Ζωγράφου (1938-2023) “Ο “ευλογημένος” Αθηναιογράφος Δημήτρης Γρ. Καμπούρογλου. Μια πρωτοποριακή μορφή. Η ζωή και το έργο του (1852-1942)” (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1996).
Ο Κωνσταντινουπολίτης Γαβριηλίδης στην Κλαυθμώνος
Ήρθε στη Αθήνα το 1872, ήδη διανοούμενος ευρύτατος, προπαντός όμως μαχητής. Ο γαμπρός του από την κόρη του Άννα, δημοσιογράφος, συντάκτης, αρχισυντάκτης διευθυντής της εφημερίδας που ο Γαβριηλίδης ίδρυσε, της “Ακροπόλεως”, θεατρικός συγγραφέας Θεόδωρος Ν. Συναδινός (1878-1959) είπε ότι «δεν υπήρξεν άτομο αλλά δύναμη. Δύναμη ανατρεπτική αλλά και δημιουργική συγχρόνως».
Η “Ακρόπολις” τη μέρα του θανάτου του σημείωνε ότι ήταν «δημοσιογραφικός απόστολος. Πολέμησε την ολιγαρχία, την καθυστέρηση, την οπισθοδρομικότητα, τον σχολαστικισμό, τη ρουτίνα, τη φαυλοκρατία των ιθυνόντων, τον βούρδουλα του χωροφύλακα, τη σκόνη των δρόμων, τους μουχλιασμένους υπερσυντέλικους της εκπαίδευσης. Αγωνίστηκε να ελευθερώσει τους Έλληνες από κάθε είδους δουλεία –οικονομική, πολιτική, πνευματική.
Πάλεψε για να τους αναμορφώσει και για να τους συγχρονίσει, να τους κάνει Βαλκάνιους, Ευρωπαίους, και για να τους βγάλει από τη νάρκη, από το τέλμα, από την ανατολίτικη μακαριότητα. Τα ενδιαφέροντά του απλώνονταν έως και το θέατρο, κρυφή αγάπη του: “Μετά την εκκλησία, το θέατρο είνε ο πρώτος ψυχοποιός του Έθνους”».
Για τον Γαβριηλίδη κατατοπιστικά είναι τα βιβλία των δημοσιογράφων Δημήτριου Μοσχονά (1879-1940) “Σαράντα Χρόνια στις Εφημερίδες” (Γκοβόστης, Αθήνα 1940) και Κώστα Σαρδελή (1932-2007) “Βλάσης Γαβριηλίδης 1848-1920. Μεγάλος αναμορφωτής της ελληνικής δημοσιογραφίας και πνευματικός ηγέτης” (Μορφωτικό Ίδρυμα της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, Αθήνα 2005).
Η προτομή στην Κλαυθμώνος
Το 1933, πεντηκονταετηρίδα από την ίδρυση της καθημερινής “Ακροπόλεως”, η οποία είχε προκύψει από τη δισεβδομαδιαία πολιτικοσατιρική εφημερίδα “Μη Χάνεσαι”, διατυπώθηκε η πρόταση να ανιδρυθεί προτομή του ιδρυτή της Γαβριηλίδη στον Εθνικό Κήπο. Η πρόταση ευοδώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1936, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, όπου στο παλιό βασιλικό παλάτι, στην οδό Παπαρρηγοπούλου 7, χτυπούσε ο παλμός της εφημερίδας επί τριάντα χρόνια.
Το πρωί της 26ης Απριλίου 1936 σε χαμηλό έξαρμα της Πλατείας Κλαυθμώνος ο δήμαρχος Αθηναίων Κοτζιάς αποκάλυψε τη μαρμάρινη προτομή του Γαβριηλίδη, έργο του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974), το γύψινο πρόπλασμα του οποίου πρέπει να είχε ολοκληρωθεί από το 1935.
Ο δημοσιογράφος, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ Ζαχαρίας Λ. Παπαντωνίου (1877-1940) είπε: «Από τούτο το πλατύ μέτωπο βγήκεν η πρωτοτυπία, η ενέργεια και η αισιοδοξία, που κράτησαν σαράντα χρόνια το ελληνικόν κοινόν σε αδιάκοπη ανησυχία και στοχασμό. Αν αυτό το κοινόν δεν έγινε στρείδι στο βράχο της ρουτίνας, η αιτία ήταν ο Βλάσης Γαβριηλίδης κι’ η παλληκαριά που είχε να προτιμήση το μίσος από την εύκολη δημοτικότητα. Μισήθηκες και συκοφαντήθηκες ανάλογα με την πίστι σου στην πρόοδο. Χτυπήθηκες. Χτύπησες. Πέθανες φτωχός. Μα Γαβριηλίδης».
Η προτομή της Κλαυθμώνος, το κόστος της οποίας το ανέλαβε η American Hellenic Educational Progressive Association (AHEPA) – ο Γαβριηλίδης κυκλοφορούσε την ειδική έκδοση “Υπερωκεάνειος Ακρόπολις”–, ανήκει στον τύπο της ερμαϊκής στήλης. Παρόμοια προτομή είχε φιλοτεχνήσει ο Τόμπρος το 1933 με τη μορφή του εθνικού ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (1814-1891) στο Ζάππειο. Χορηγός της ο εκδότης Κώστας Ελευθερουδάκης (1877-1962).
Ελληνικός εθνικισμός και ελευθεροτεκτονισμός
Κατά τη δεκαετία του 1930 οι εθνικιστικές διαθέσεις στην Ελλάδα είχαν εξαφθεί. Θεωρητικός του ελληνικού εθνικισμού υπήρξε ο αδελφός του Ι. Σ. Βεζανή, Δημήτριος (1904-1968), μέλος από το 1929 του Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου (ΕΠΣ), γερμανικής παιδείας καθηγητής της Γενικής Πολιτειολογίας και του Συνταγματικού Δικαίου στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (ΠΑΣΠΕ) και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Εθνικιστικού Συνδέσμου.
Το 1935 ο Δ. Σ. Βεζανής είχε δημοσιεύσει άρθρο του για τον εθνικοσοσιαλισμό με βάση το έργο του Αδόλφου Χίτλερ (1889-1945) “Mein Kampf” (1925-26) σε τεύχος της “Επιθεωρήσεως Κοινωνικής και Δημοσίας Οικονομικής”. Αλλά και ο Κοτζιάς ως υπουργός-διοικητής Πρωτευούσης από τον Αύγουστο του 1936, ταξίδεψε στο Βερολίνο του Τρίτου Ράιχ για συναντήσεις με ανώτερα στελέχη του καθεστώτος. Το 1936 και το 1939 μάλιστα συνόδευσε τον υπουργό Προπαγάνδας Paul Joseph Goebbels (1897-1945) στη χώρα μας.
Στενά συνυφασμένος με τη δημόσια γλυπτική στη μεσοπολεμική Αθήνα είναι ο ελευθεροτεκτονισμός. Δημοτικοί άρχοντες, απεικονιζόμενες μορφές και γλύπτες τους ανήκαν σε στοές, όπως οι Κοτζιάς στη στοά Ησίοδος, Λεβίδης στη στοά Πυθαγόρας, Καμπούρογλου στη στοά Αττικός Αστήρ, Τσόχας στη στοά Σκενδέρμπεης, Γεωργαντής και Τόμπρος. Ο Καμπούρογλου μάλιστα ανήλθε στον 33ο Βαθμό του Υπάτου Μεγάλου Γενικού Επιθεωρητού και το 1912 έγινε ενεργό μέλος του Υπάτου Συμβουλίου της Μεγάλης Ανατολής της Ελλάδος.