Πόσο δημοκρατικές είναι οι εκλογές με μονομερή ΜΜΕ; – Ιταλία και Ελλάδα
07/05/2023Τον Ιανουάριο του 1994 η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» των Ιταλών εισαγγελέων είχε εξαρθρώσει δύο από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της Ιταλίας, τη Χριστιανοκρατία και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα να υφίσταται πολύ περιορισμένες απώλειες. Τα δύο κυβερνητικά κόμματα, οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλιστές στην Ιταλία είχαν αποδειχτεί πρωταθλητές στη διαφθορά. Πολλοί υπουργοί και ηγετικά στελέχη τους είχαν φυλακιστεί, ενώ ο ίδιος ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπετίνο Κραξι για να αποφύγει τη σύλληψη επέλεξε να αυτοεξοριστεί στην έπαυλη του στο Χαμαμέτ της Τυνησίας, όπου και απεβίωσε λίγα χρόνια αργότερα.
Όλα αυτά για τον Μπερλουσκόνι σήμαιναν πως έχασε ξαφνικά και πολύ γρήγορα την πολιτική προστασία χάρη στην οποία είχε πλουτίσει και δημιουργήσει την τηλεοπτική αυτοκρατορία του. Χωρίς αυτή την πολιτική κάλυψη που του προσέφεραν οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλιστές υπήρχε κίνδυνος να βγουν στην επιφάνεια σοβαρότατες παρανομίες του επιχειρηματικού ομίλου του, αρχής γενομένης της στενής σχέσης ορισμένων στενών συνεργατών του με τη σικελική Κόζα Νόστρα.
Ο κίνδυνος δεν ήταν λοιπόν μόνο να πληγεί στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες αλλά και να οδηγηθεί ο ίδιος στη φυλακή. Ήταν θέμα λίγων εβδομάδων, καθώς τα απανωτά σκάνδαλα είχαν παρασύρει την κυβέρνηση συνασπισμού και η χώρα πήγαινε προς πρόωρες εκλογές. Ο πιο πιθανός νικητής των εκλογών ήταν το μόνο κόμμα που είχε βγει καθαρό από τη θύελλα των τεράστιων σκανδάλων: οι πρώην κομμουνιστές του Δημοκρατικού Κόμματος τη Αριστεράς.
Δεν έμενε στον Μπερλουσκόνι παρά μόνο μια λύση, προς την οποία τον εξωθούσαν όλοι οι πιο στενοί συνεργάτες του αλλά και ο ίδιος ο Κράξι. Η λύση αυτή ήταν να κατέβει στον πολιτικό στίβο ως ηγέτης ενός δικού του κόμματος, το οποίο θα στηριζόταν στην τηλεοπτική αυτοκρατορία του και θα λειτουργούσε ως «φράγμα» απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Έτσι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Την πήρε αργά το βράδυ σε μια δραματική σύσκεψη στην πολυτελή βίλλα του, παρουσία του Κράξι και ορισμένων χριστιανοδημοκρατών πρώην υπουργών. Το νέο κόμμα έλαβε την ποδοσφαιρική ονομασία Forza Italia και συγκροτήθηκε από τη διαφημιστική εταιρεία του μέσα σε λίγες ημέρες, περιλαμβάνοντας στελέχη του τηλεοπτικού του ομίλου Fininvest καθώς και πολιτικές προσωπικότητες που προέρχονταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τη Χριστιανοδημοκρατία και μικρότερα κεντροδεξιά κόμματα.
Ακαριαία αντίδραση
Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει σε αυτό το άρθρο είναι πως ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζώρτζο Ναπολιτάνο, ένας πρώην κομμουνιστής που την εποχή εκείνη είχε ήδη μετατραπεί σε σκληρό νεοφιλελεύθερο, αντέδρασε ακαριαία. Έκανε αμέσως χρήση του συνταγματικού δικαιώματος να απευθύνει μηνύματα, υποδείξεις και εκκλήσεις απευθυνόμενος όχι μόνο στους θεσμούς αλλά και απευθείας στους πολίτες.
Σε μια σύντομη αλλά αιχμηρή τηλεοπτική ομιλία του πρόβαλε με αποφασιστικότητα την άποψη πως δεν ήταν δυνατόν να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές στις οποίες θα συμμετέχει και ένας καναλάρχης με δικό του κόμμα. Η προεκλογική διαμάχη μέσω της TV ήταν πολύ σημαντική, τόνισε ο Ιταλός πρόεδρος, αναφερόμενος έμμεσα στην μέχρι τότε ισχύουσα κατάσταση: η τηλεοπτική παρουσία των κομμάτων και των υποψηφίων ρυθμιζόταν θεσμικά από την κρατική RAI, που προσέφερε σε όλους τον απολύτως ίδιο χρόνο προκειμένου να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Οι ιδιωτικές τηλεοράσεις περιορίζονταν στο να αναφερθούν στην προεκλογική δραστηριότητα των κομμάτων στα πενιχρά και συνήθως μη πολιτικά δελτία ειδήσεων και μετέδιδαν τα επί πληρωμή διαφημιστικά σποτ κομμάτων και υποψηφίων.
Ο Ναπολιτάνο πρόβλεψε μια κατάσταση που θα ανέτρεπε πλήρως την μέχρι τότε τηλεοπτική ισορροπία και την οποία χαρακτήρισε θεσμικά απαράδεκτη: ο ιδιοκτήτης των μισών σχεδόν τηλεοπτικών σταθμών της χώρας θα τα χρησιμοποιούσε αποκλειστικά και μόνο για να εξασφαλίσει ψήφους για τον εαυτό του, χωρίς κανέναν έλεγχο και κανέναν περιορισμό.
Η εκλογική διαμάχη δεν μπορούσε να γίνει επί ίσοις όροις, πρόσθεσε ο Ναπολιτάνο αν και, ως νομομαθής, επανέλαβε τη συνθήκη ίσοις όροις στα λατινικά: par condicio. Καταλήγοντας, ο Ιταλός Πρόεδρος απαίτησε από τις πολιτικές δυνάμεις να θεσπίσουν νομικά ώστε να εξασφαλιστεί η προεκλογική par condicio στην τηλεόραση προκειμένου να μην νοθευτεί το αποτέλεσμα και μην ακυρωθεί de facto η δημοκρατική νομιμοποίηση των εκλογών.
Θεματοφύλακας
Στο ιταλικό πολιτικό σύστημα αυτού του είδους τα προεδρικά μηνύματα λαμβάνονται σοβαρά υπ΄όψη. Εάν στην κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο κάποια πολιτική δύναμη δεν συμμορφωθεί με τις προεδρικές υποδείξεις, κινδυνεύει να έρθει σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον «θεματοφύλακα του Συντάγματος» και εν τέλει να κατηγορηθεί για αντισυνταγματική δραστηριότητα και η συμμετοχή του στις εκλογές να περάσει από τις εξετάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ο Μπερλουσκόνι, που αρχικά δεν είχε ιδέα ούτε για το Σύνταγμα ούτε για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, διαμαρτυρήθηκε για την παρέμβαση του «κομμουνιστή Προέδρου» και είπε κάτι περί «σοβιετικής λογοκρισίας». Τελικά αναγκάστηκε να συμμορφωθεί.
Οι εκλογές του 1994 διεξήχθησαν λοιπόν σε συνθήκες par condicio με τον ίσο καταμερισμό του χρόνου που αφιερωνόταν σε κάθε κόμμα και σε κάθε υποψήφιο τόσο στις προεκλογικές εκπομπές όσο (και κυρίως) στα δελτία ειδήσεων. Αυτό βεβαίως δεν εμπόδισε τον Μπερλουσκόνι να βγει νικητής και να κυβερνήσει από τότε για σχεδόν μια εικοσαετία. Προφανώς οι Ιταλοί ψηφοφόροι τον επέλεξαν όχι διότι τον προπαγάνδιζαν τα τρία κανάλια του αλλά διότι αποδέχονταν τον πολιτικό του μήνυμα.
Βεβαίως, όλα αυτά τα χρόνια που ηγείται του Forza Italia ο Μπερλουσκόνι έκανε μεγάλες προσπάθειες για να μετατρέψει τα τρία τηλεοπτικά κανάλια του σε φερέφωνα του ιδιωτικού του κόμματος. Στο Canale 5, που έχει το πιο σοβαρό δελτίο ειδήσεων, όλοι οι διευθυντές αρνήθηκαν και παραιτήθηκαν όταν ασκήθηκαν πιέσεις, ώσπου οι διαφημιζόμενοι απείλησαν να περιορίσουν τα σποτ τους και ο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την προσπάθεια. Του έμειναν τα άλλα δυο κανάλια, όπου ξανθές τηλεπαρουσιάστριες και δημοσιογράφοι δεύτερης κατηγορίας ανέλαβαν να εξυμνούν τον εργοδότη και κομματάρχη τους. Πολλοί από αυτούς αργότερα θα καταδικαστούν για συμμετοχή στα πάρτυ μπούνγκα μπούνγκα.
Εντούτοις, η αρχή του par condicio και η σχετική νομοθεσία εξακολουθούν να ισχύουν μετά από τόσα χρόνια και ούτε ο Μπερλουσκόνι ούτε κανείς άλλος ζητούν πλέον να αλλάξει. Η τηλεόραση, με άλλα λόγια, στην Ιταλία παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της ψήφου, τόσο σε επίπεδο ενημέρωσης όσο και σε επίπεδο εικόνας των πολιτικών. Διαπιστώνεται όμως ότι δεν είναι καθοριστικής σημασίας αφού δεν είναι το μέσο που περισσότερο επηρεάζει τον Ιταλό ψηφοφόρο. Το αποτέλεσμα είναι πως οι πιο αξιόπιστες και σημαντικές πηγές πληροφόρησης για τους ψηφοφόρους εξακολουθούν να παραμένουν οι εφημερίδες, χάρτινες και ηλεκτρονικές, για τις οποίες δεν ισχύει κανένας περιορισμός, παρά μόνον η νομοθεσία περί Τύπου.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Ας τολμήσουμε να συγκρίνουμε τη σύντομη ιστορία που μόλις αφηγήθηκα με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας. Όπου οδηγούμαστε προς τις εκλογές με τις ιδιωτικές τηλεοράσεις όχι μόνον να είναι όλες σταθερά και ομόφωνα με το μέρος μιας συγκεκριμένης πλευράς αλλά στο παρελθόν να έχουν διαδραματίσει καθοριστικής σημασίας ρόλο στην ανάδειξη πρωθυπουργού. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών διαμορφώνει την άποψη του για πολιτικούς και κόμματα στη βάση όσων είδε και άκουσε στην τηλεόραση. Τα οποία που άκουσε και είδε δεν υπόκεινται ούτε de facto ούτε de jure σε κανενός είδους έλεγχος αφού το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο δεν φαίνεται να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό.
Πόσο δημοκρατικές είναι εκλογές όπου ένα κόμμα ελέγχει πλήρως την τηλεοπτική ενημέρωση και προβολή; Ιδιαίτερα σε μια χώρα σαν τη δική μας όπου η ενημέρωση μέσω του Τύπου μειώνεται δραματικά και η μόνη πηγή πληροφόρησης εναλλακτική στις ανυπόφορες φλυαρίες της TV είναι το διαδίκτυο. Όπου οι ιστοσελίδες πραγματικά δημοσιογραφικές, σαν αυτή που ευγενικά φιλοξενεί αυτό το άρθρο, είναι σπάνιες. Και δεν υπάρχει κανένας θεσμός να κατευθύνει τον αναγνώστη του Διαδικτύου προς τη σωστή κατεύθυνση, αποφεύγοντας τα συνεχή fake news που αναπαράγονται από την TV στο Διαδίκτυο και αντιστρόφως.
Παραμένει λοιπόν η ερώτηση: Πόσο δημοκρατικές είναι εκλογές όπου ο πολίτης ψηφοφόρος είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ανεπαρκώς ενημερωμένος; Για να μην πούμε πως είναι εντελώς απληροφόρητος για τις θέσεις των πολιτικών και των κομμάτων που δεν κυβερνούν ή δεν αρέσουν στους καναλάρχες; Και σαν να μην έφτανε αυτή απαράδεκτη τηλεοπτική παραπληροφόρηση και πλύση εγκεφάλου, οδηγούμαστε στις εκλογές χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί πλήρως η κατάσταση με το σύστημα κατασκοπίας μέσω του προγράμματος Predator. Ποιος μας εγγυάται πως τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και η ηγεσία τους δεν παρακολουθούνται από την ΕΥΠ ή από κάποιον ιδιώτη που συνεργάζεται με την κυβέρνηση;
Και, τέλος, ας μου επιτραπεί να προσθέσω την προσωπική πικρία μου διότι φαίνεται πως είμαι ο μόνος σε αυτή τη χώρα που ενδιαφέρεται για θέματα δημοκρατίας και ελευθερίας, όπως το περιεχόμενο του τηλεοπτικού προγράμματος, η πληροφόρηση του πολίτη, ο έλεγχος της εξουσίας.