Η κραυγή του Rohtko και η τέχνη της ψηφιακής εποχής
02/06/2023Το αμαρτωλό τετράγωνο “Καλλιτέχνης- Αγορά- Μουσείο-Συλλέκτης” -όπως εξελίχθηκε στις μεταπολεμικές δεκαετίες- έχει οδηγήσει τη φερόμενη ως “τέχνη” σε απίστευτο αδιέξοδο. Προηγήθηκαν οι πρωτοπόροι και οι εικονοκλάστες καλλιτέχνες της νοηματικής τέχνης, του μεταμοντερνισμού και οι θεωρητικοί της αποδόμησης. Ως εκ τούτου σήμερα η τέχνη είναι ένα “τίποτε” που δυσκολεύεται να πουληθεί ως “τίποτε”, γι’ αυτό χρειάζεται ένα αμπαλάζ (concept-αφήγημα) που επίσης, τουλάχιστον, να ενσωματώνει οφθαλμοφανές κόστος, έτσι ώστε να διεκδικεί και κέρδος, συνήθως μεγάλο. Κι αυτό μπορεί να γίνει κυρίως στο επίπεδο του entertainment…
Η εμπορευματοποίηση άρχισε με το Woodstock που μέσα σε ελάχιστο χρόνο το “μήνυμά” του έγινε big business. Εξεγέρθηκαν λίγα χρόνια μετά, οι αυθεντικοί ροκάδες, οι punks μέχρι που μιμήθηκαν το ντύσιμό τους οι μεγάλοι οίκοι μόδας. Ότι αυθεντικό έβγαινε, το οικονομικό σύστημα, ο συνεχώς ανανεούμενος καπιταλισμός αν προτιμάτε, το προσεταιριζόταν και το εμπορευματοποιούσε. Δείτε που κατάντησε η πάλαι ποτέ επαναστατική ραπ… Σήμερα, το αυθεντικό έχει εκλείψει και όλοι -ή σχεδόν όλοι- αντιγράφουν, παραποιούν, διασκευάζουν, ντύνονται και ντύνουν με αλλόκοτα ρούχα, κάνουν collage of everythink, ένα τουρλουμπούκι προς πώληση. Ίσως γιατί όλα έχουν ειπωθεί, έχουν ζωγραφιστεί, έχουν γραφτεί…
Ε! στην εποχή της τεχνολογίας blockchain (κλειστά δίκτυα υπολογιστών ασφαλείας και ανωνυμίας που καταγράφουν κάθε συναλλαγή μέσα στον κόμβο) στην οποία στηρίζονται τα κρυπτονομίσματα και τα NFTs (Non-Fungible Token – μη ανταλλάξιμα διακριτικά) τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να αποδεικνύουν την κυριότητα των άυλων πραγμάτων στην εικονική πραγματικότητα, όπως ένα Jpg, είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς «τι άραγε μπορεί να είναι αυθεντικό;» και εν τέλει «τι τέχνη;» Κι αυτά πριν την έλευση των διαφόρων παραλλαγών του Chat-GPT που κερδίζουν διαγωνισμούς φωτογραφίας, που βραβεύονται ποιήματά τους κ.ά. τέτοια απίστευτα.
Σε αυτό το περιβάλλον της επαυξημένης και της εικονικής πραγματικότητας, η τέχνη προσπαθεί «να κλέψει λίγο τοίχο στο σπίτι ενός εκατομμυριούχου». Η άλλη περίπτωση είναι να φτιάξεις την πατέντα του «θεάτρου της ψηφιακής εποχής», όπως επιτυχημένα έκανε ο ταλαντούχος Πολωνός σκηνοθέτης Lukasz Twarkowski (Λούκας Τβαρκόφσκι) με τον “Rohtko” (και εσκεμμένα όχι Rothko) που παρουσίασε στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Ναι, η παράσταση χρησιμοποιεί τις τεχνολογίες των τώρα, όχι του μέλλοντος. Κατά πάσα πιθανότητα το θέατρο του μέλλοντος θα παίζεται στο metaverse, θα είναι το θέατρο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης (4ΒΕ-Industry 4.0 είναι ο συνεχιζόμενος μετασχηματισμός διαφόρων βιομηχανιών μέσω της ενσωμάτωσης προηγμένων τεχνολογιών). Δηλαδή εστιάζει στη συγχώνευση τεχνολογιών, θολώνοντας τα όρια μεταξύ φυσικών, ψηφιακών και βιολογικών τομέων. Χαρακτηρίζεται από την ευρεία υιοθέτηση τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI), η μηχανική μάθηση, η ρομποτική, το Διαδίκτυο των πραγμάτων (IoT), η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, η τρισδιάστατη εκτύπωση, τα αυτόνομα οχήματα, η νανοτεχνολογία και η βιοτεχνολογία, μεταξύ άλλων. Αυτό για να ξέρουμε τι μας συμβαίνει τώρα, τι είναι σε ραγδαία εξέλιξη γύρω μας)…
Η νέα θεατρική μανιέρα
Για το φιλοθεάμον αθηναϊκό κοινό και την επαρχιακή του αγνότητα καταχειροκρότησε την αναμφίβολα εντυπωσιακή παράσταση και καλά έκανε. Όχι τόσο γιατί «πληροφορήθηκε» από το έργο τους μηχανισμούς μιας αδίσταχτης αγοράς, αυτή της τέχνης, πως ήταν από τη δεκαετία του 1960 και μετά και πού αυτή οδηγείται με τα νέα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας και της κρυπτογραφίας, αλλά κυρίως γιατί όντως ήταν ένα υπερθέαμα, ένα πολυθέαμα, μια νέα ενδιαφέρουσα θεατρική μανιέρα.
Το κρίσιμο θέμα στο θέατρο είναι να παίζουν καλά οι ηθοποιοί. Ο Τβαρκόφσκι είχε εξαιρετικούς ηθοποιούς που έπαιξαν ρόλους και χαρακτήρες άψογα και το ευχαριστηθήκαμε γιατί το εύρημά του ήταν να δείχνει τα πρόσωπα σε γιγαντο-οθόνες, όπως στις συναυλίες των Rolling Stones. Οι κάμεραμαν ήταν πάνω στη σκηνή 4 ώρες και πραγματικά ζωγράφιζαν με εξαιρετικά γκροπλάν που μεταφέρονταν με τα multimedia στις οθόνες και ανακατεύονταν σε άψογο συγχρονισμό με άλλες εκτός ή εντός δράσης λήψεις. Όλα αυτά μέσα στον εξωτισμό ενός κινέζικου εστιατορίου-μπαρ που έσπαγε σε δύο ή τρία κομμάτια που κινούνταν και άλλαζαν θέσεις, μπρος-πίσω, μέσα-έξω με δυνατό κόκκινο ελεκτρίκ φωτισμό μαζί με πορτοκαλί και κίτρινο, «τα χρώματα της Κόλασης» όπως είπε κάποια στιγμή ο Ρόθκο, και με τη συνοδεία φοβερών industrial electrobeat στη διαπασών (στα μπροστινά καθίσματα διατίθονταν και ωτοασπίδες).
Το θέαμα ήταν 100% catchy, χωρίς να λείπει το σασπένς από την ιστορία και οι δυνατοί διάλογοι περί τέχνης με μεταφυσικά ερωτηματικά όπως: Ποιος ορίζει την αξία της τέχνης; Πόσο ελεύθερος είναι ένας καλλιτέχνης; Τι είναι, τελικά, η τέχνη; Τι σημασία έχει η τέχνη –και η ζωή η ίδια– όταν πλέον υπάρχει η ψηφιακή πραγματικότητα;
Στο επίκεντρο μια ιστορία απάτης με πλαστούς πίνακες. «Η ιστορική γκαλερί της Νέας Υόρκης Knoedler έκλεισε το 2011. Αυτό συνέβη εξαιτίας ενός τεράστιου σκανδάλου στη σύγχρονη ιστορία της Τέχνης στις ΗΠΑ, όταν η διευθύντρια της γκαλερί, Ann Freedman, προώθησε προς πώληση περισσότερους από 30 πλαστούς πίνακες διάσημων εξπρεσιονιστών (Jackson Pollock, Rothko, Robert Motherwell) σε διάστημα μιας δεκαπενταετίας. Οι πίνακες αποδείχθηκε πως ήταν έργα του Κινέζου ζωγράφου και μαθηματικού Pei-Shen Qian από το Κουίνς της Νέας Υόρκης».
Σε ένα παράλληλο κέντρο, επί σκηνής, ο εβραϊκής καταγωγής από τη Λετονία Μαρκ Ρόθκο με τη γυναίκα του Μελ, που έκανε μεγάλη καριέρα ως ιδιαίτερος αφηρημένος εξπρεσιονιστής στην Αμερική. Έτσι πήρε μια τεράστια παραγγελία «για να κοσμήσει το νεοϋορκέζικο εστιατόριο Four Seasons στο ομώνυμο κτίριο Seagram με μια σειρά έργων, τα “Seagram Murals” που αποτέλεσαν και την πρώτη του απόπειρα να δημιουργήσει σε σκούρο καμβά. Μετά την επίσκεψή του στον χώρο του εστιατορίου, ο Ρόθκο άλλαξε γνώμη, επέστρεψε την παχυλή αμοιβή του και απέσυρε τα έργα. Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1970, θα δώριζε τους πίνακες στην Tate Modern του Λονδίνου. Τραγική ειρωνεία; Την ίδια μέρα, με την υγεία του κλονισμένη από τις καταχρήσεις (μεταξύ άλλων, και με ένα ανεύρυσμα αορτής) αλλά και με τον γάμο του να καταρρέει, θα βρισκόταν νεκρός στο στούντιό του στο Μανχάταν. Η αυτοκτονία έμοιαζε να είναι το ύστατο έργο του: Ημίγυμνος, Έχοντας αφήσει πολύ νερό να τρέξει στο πάτωμα και να αναμειχθεί με το αίμα του –το άφθονο αίμα που κύλησε όταν έκοψε με ξυράφι τις αρτηρίες των χεριών του–, παρέπεμπε ευθέως στους αιμάτινους πίνακές του. Ήταν 66 ετών».
Αντιδραστικό ή επαναστατικό;
Ο Τβαρκόφσκι, όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα της Στέγης, εμπνεύστηκε την παράσταση από το βιβλίο “Shanzhai: Deconstruction in Chinese” του Κορεάτη καθηγητή φιλοσοφίας και πολυδιαβασμένου στην ευρωπαϊκή επικράτεια, Byung-Chul Han. O όρος shanzhai στα κινεζικά περιγράφει κάτι «πλαστό», με σαφή αναφορά ιδιαίτερα στα κινητά-μαϊμούδες που κυκλοφόρησαν στη χώρα υπό τις ονομασίες Nokir (αντί Nokia) και Samsing (αντί Samsung)· όμως, ενώ ήταν αντίγραφα, είχαν υψηλή κατασκευαστική ποιότητα, συχνά υψηλότερη από αυτή των πρωτότυπων. Η πρακτική αυτή εξαπλώθηκε στην Κίνα σε χιλιάδες προϊόντα, αναπαράγοντας την κινεζική φιλοσοφία πως ένα πρωτότυπο υλικό ή προϊόν μέλλει να αναδομείται και να μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο. Στη Δύση, αυτό θα ονομαζόταν απλώς «πειρατεία».
Το έργο είναι πολύ καλό και ενδιαφέρον, όμως όταν φύγει η επίγευση του εντυπωσιασμού, αναφύονται ορισμένα ερωτήματα. ΟΚ, οι προθέσεις είναι καλές και η εκτέλεση άψογη. Αλλά εν τέλει ήταν ένα αντιδραστικό έργο ή επαναστατικό; …ή απλώς συναρπαστικά περιγραφικό;
Η κατάλυση του νοήματος οδηγεί στη σύγχυση, στην απάθεια και στην ηττοπάθεια, αν όχι κατευθείαν στο μηδενισμό. Η μόνη αναλαμπή ελπίδας ήταν η αυτοκτονία του Ρόθκο. Αυτό ήταν το μήνυμα, η αυτοκτονία από το σιδέρωμα του καλλιτέχνη και της τέχνης του από το σύστημα; Αν η κατάλυση της τέχνης που υποτίθεται ότι είναι μία φυγή από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του πολιτισμού που θα ‘λεγε κι ο Φρόιντ, δεν λειτουργεί κοινωνικά και ατομικά γιατί είναι “τίποτα”, τότε, δεν απομένει στον “καλλιτέχνη παρά να υπηρετήσει τον ολοκληρωτισμό της νέας τεχνολογίας. Άλλωστε, για να ανεβάσεις μια τέτοια παράσταση χρειάζεσαι επενδυτές και χορηγούς με βαθιές τσέπες, ειδικά αν φιλοδοξείς να καθορίσεις το “θέατρο του μέλλοντος”, κι αυτοί ενδιαφέρονται για την πολιτισμική απαξίωση των μαζών, όπως λέγανε οι λενινιστές, ή του “πλήθους” όπως λένε ο Michael Hardt και ο Antonio Negri. Διότι ο πολιτισμός είναι η προσαρμογή στη φύση του αδύνατου ανθρώπου…
Μήπως το έργο ήταν μια υποδόρια κριτική του καπιταλισμού; Μήπως εν τέλει είναι επαναστατικό; Το έργο και ο σκηνοθέτης έκαναν τα πάντα με ιδέες, φως, μουσική, υποκριτική να αφυπνίσουν τον θεατή-πολίτη, όμως μετά την παράσταση όλοι γύρισαν ενθουσιασμένοι στο σπίτι και την επομένη πήγαν στη δουλειά. Το ερώτημα είναι αν το έργο τον επηρέασε θεατή, πόσο, πως και γιατί και αν αυτό σημαίνει ότι τον βοήθησε να κάνει ένα κλικ για να δει τον κόσμο αλλιώς. Αυτό φυσικά δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά αν κάποιοι κατάφεραν να κάνουν το κλικ σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι η τέχνη είναι πονηρή και μπορεί να φθείρει το σύστημα από μέσα και δεύτερον, ότι η τέχνη υπάρχει και μπορεί να αλλάξει τον κόσμο…