Αυτοδύναμες κυβερνήσεις: Μύθος και πραγματικότητα
11/06/2023Πάγια τακτική των κομμάτων εξουσίας στη χώρα μας είναι να επιδιώκουν την αυτοδυναμία στις εκλογές, με το επιχείρημα ότι είναι αναγκαία για να μπορέσουν απρόσκοπτα να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. Παράλληλα, ξορκίζουν τις κυβερνήσεις συνασπισμού, θεωρώντας ότι η χώρα μας δεν έχει την κουλτούρα των συμμαχικών κυβερνήσεων και ότι τα κρίσιμα προβλήματα απαιτούν αυτοδύναμες κυβερνήσεις ισχυρή λαϊκή εντολή.
Η προσχηματική ρητορική υποστηρίζει ότι σε καιρούς ταραγμένους η χώρα μας έχει ανάγκη από κυβερνήσεις που να παίρνουν άμεσα αποφάσεις, χωρίς την χρονοτριβή που θα προκαλούσε μία “δυσλειτουργική” κυβέρνηση συνεργασίας. Επειδή εκ του αποτελέσματος κρίνονται οι προθέσεις και οι επιδιώξεις, τα αποτελέσματα αποδομούν το αφήγημα. Η πρόσφατη ιστορία καταδεικνύει ότι παρότι οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις ήταν ο κανόνας, παίρνοντας ως αφετηρία την περίοδο μετά την Mεταπολίτευση, η χώρα μας έπεσε στα βράχια.
Αυτό δεν σημαίνει ότι με συμμαχικές κυβερνήσεις θα είχε αποφευχθεί η οικονομική κρίση και τα Μνημόνιο, απλά στην εξίσωση των κρίσιμων αποφάσεων θα υπήρχε έλεγχος και παρεμβάσεις από τον/τους κυβερνητικούς εταίρους. Ως συμπέρασμα η επίκληση της αναγκαιότητας ισχυρής κυβέρνησης που θα κάνει όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τις δύσκολες τομές κλπ, που δεν έγιναν κατά κανόνα από όλες τις προηγούμενες αυτοδύναμες κυβερνήσεις, υποκρύπτει υποκρισία και αλαζονεία.
Συνήθης πρακτική στην Ευρώπη
Οι κυβερνήσεις συνασπισμού αποτελούν μια δοκιμασμένη πρακτική στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Πορτογαλία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Κύπρο και την Ελλάδα. Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αναφέρει: «Οι συμμαχικές κυβερνήσεις αποτελούν τις πιο συνήθεις μορφές διακυβέρνησης στη Δυτική Ευρώπη». Από την πλευρά του το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ με μελέτη του συμπεραίνει ότι: «Από το 2004 ως σήμερα έχουν συγκροτηθεί 17 κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού σε 11 ευρωπαϊκές χώρες».
Εν πρώτοις στην Ιταλία οι συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν μακρά παράδοση. Η γειτονική χώρα έχει να γνωρίσει μονοκομματική κυβέρνηση από το 1987, όταν ο Χριστιανοδημοκράτης Αμίντορε Φανφάνι “άντεξε” μόλις 102 ημέρες. Στις χώρες της Μπενελούξ και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, η διακυβέρνηση από συνασπισμούς, συχνά πολυκομματικούς, αποτελεί τον κανόνα εδώ και αρκετά χρόνια. Για το Βέλγιο αυτό θεωρείται κάτι περίπου φυσιολογικό, καθώς ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε την αναλογική εκλογική εκπροσώπηση το 1899. Σήμερα, οι κυβερνητικές πλειοψηφίες συγκροτούνται από επτά κόμματα στο Βέλγιο, από τέσσερα στην Ολλανδία και από τρία στο Λουξεμβούργο.
Όσον αφορά τις δύο γερμανόφωνες χώρες της ΕΕ, τη Γερμανία και την Αυστρία, υπάρχει μακρά παράδοση, όχι μόνο στη συγκρότηση συμμαχικών κυβερνήσεων, αλλά και πιο συγκεκριμένα στη διακυβέρνηση από τους αποκαλούμενους “μεγάλους συνασπισμούς”, οι οποίοι απαρτίζονται από τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Τα 16 χρόνια της διακυβέρνησης της ΄Ανγκελα Μέρκελ (2005-21) αποδεικνύουν την πολιτική παράδοση, καθώς στις τρεις από τις τέσσερις κυβερνήσεις των οποίων ηγήθηκε ως καγκελάριος είχε εταίρο τους Σοσιαλδημοκράτες, με εξαίρεση τη δεύτερη κατά σειρά (2009-13), όταν τη στήριξαν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες. Να σημειωθεί επίσης ότι από το τέλος του 2021, έχει συγκροτηθεί ο πρώτος τρικομματικός συνασπισμός, ανάμεσα σε SPD, FDP και Πράσινους. Στη δε Αυστρία, στην ίδια χρονική περίοδο έχουν επίσης σχηματισθεί τρεις “μεγάλοι συνασπισμοί”. Οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν συγκυβερνήσει τόσο με την Ακροδεξιά, όσο και με τους Πράσινους.
Όσον αφορά την Ιβηρική η χρηματοπιστωτική κρίση η οποία έπληξε την Ισπανία και την Πορτογαλία διάβρωσε την παντοδυναμία των δύο παραδοσιακών πολιτικών παρατάξεων στις δύο χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Τα συν των συμμαχικών κυβερνήσεων
Στην χώρα μας διαχρονική επιδίωξη των κομμάτων εξουσίας είναι η επιδίωξη της αυτοδυναμίας, με την επίκληση της έλλειψης κουλτούρας συμμαχικών κυβερνήσεων να είναι προσχηματική. Εν τω βάθει δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Αν σε μία συμμαχική κυβέρνηση τα κόμματα πρότασσαν παγίως το εθνικό συμφέρον έναντι του κομματικού, δεν θα απαιτείτο καμία κουλτούρα.
Η χώρα μας για να αναπτυχθεί χρειάζεται δύσκολες τομές και μεταρρυθμίσεις, που μπορούν να τις επιχειρήσουν κυβερνήσεις ευρείας λαϊκής στήριξης, ήτοι συνεργασίας. Τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μπορεί να κάνει μόνο μια κυβέρνηση ισχυρής λαϊκής πλειοψηφίας. Όμως από την άλλη, μία κυβέρνηση συνεργασίας, στα πλαίσια της οποίας θα υπάρχει συγκερασμός απόψεων που κατά τεκμήριο θα οδηγεί σε ορθότερες πολιτικές αποφάσεις και θα μετριάζει αλαζονικές συμπεριφορές.
Σημειωτέον το σχέδιο Πισσαρίδη και πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος συμπεραίνουν ότι οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν και μεγάλες συγκρούσεις. Και σε αυτές, μόνο κυβερνήσεις ισχυρής, λαϊκής πλειοψηφίας, με προαπαιτούμενο την ισχυρή πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν. Δίχως την πολιτική βούληση, που δεν λάβει υπόψη το εκλογικό κόστος, καμία κυβέρνηση δεν θα θελήσει να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα. Το πιθανότερο είναι να αρκεστεί σε μία διαχείριση των προβλημάτων, αυτό που μέχρι σήμερα κάνουν όλες σχεδόν, οι κατά τα άλλα “ισχυρές” αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Οι επιδόσεις της απελθούσας κυβέρνησης
Κατά την άσκηση της εξουσίας από την απελθούσα κυβέρνηση, υπήρξαν καθυστερήσεις: Η έγκαιρη απόδοση της δικαιοσύνης ήταν μία από τις κεντρικές δεσμεύσεις της. Όμως, τέσσερα χρόνια μετά, καθεστώς είναι οι καθυστερήσεις που ισοδυναμούν με μη απόδοση δικαιοσύνης. Η αξιολόγηση στο Δημόσιο ήταν μια ακόμη δέσμευση που στάλθηκε στις καλένδες. Η ασφάλεια του πολίτη ήταν μια από τις δεσμεύσεις που δεν εκπληρώθηκε, με το οργανωμένο έγκλημα να δημιουργεί ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα. Με αφορμή την επικαιρότητα, τα τραγικά περιστατικά στη Νέα Μάκρη και στη Κω καθιστούν προφανές ότι ο τομέας της Υγείας είναι ο τομέας που η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέτυχε οικτρά.
Βέβαια σε κάποια άλλα θέματα η απελθούσα αυτοδύναμη κυβέρνηση ενήργησε ταχύτατα, όπως με το διορισμό του παραιτηθέντα διοικητή της ΕΥΠ. Σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να αλλάξει τον νόμο για να διορίσει κάποιον που δεν διέθετε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα και ο οποίος (αυτοβούλως;) υπέκλεπτε τις συνδιαλέξεις του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, υπουργών, επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και, ενδεχομένως, δεν θα υπήρχε συγκάλυψη του σκανδάλου. Υποθετικά επίσης oι απευθείας αναθέσεις κρατικών κονδυλίων, τα φαινόμενα διαφθοράς, οι διορισμοί μετακλητών, ,θα ήταν περιορισμένα, καθότι λόγω αλληλοελέγχου, θα υπήρχαν κάποια αναχώματα σε “μη θεσμικές” πρακτικές.
Τί θέλουν ΝΔ-ΠΑΣΟΚ
Όπως είναι προφανές, από την μετεκλογική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα του ΠΑΣΟΚ, δύσκολα θα υπάρξει κυβερνητική συνεργασία μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ εν προκειμένω, παρόλο που μία συγκυβέρνηση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πλειοψηφικό σχήμα που θα ξεπερνούσε τους 180 βουλευτές και θα μπορούσε να κάνεις τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για τη χώρα.
Το ΠΑΣΟΚ ευελπιστώντας σε άνοδο των ποσοστών του, θα επιδιώξει να παραμείνει στην αντιπολίτευση, θεωρώντας ότι θα εισπράξει τη φθορά που θα έχει η νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αντικαθιστώντας το ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Βέβαια η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί μία πολιτική επάρκεια. Το ερώτημα είναι αν η τωρινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ διαθέτει την ικανότητα να επαναφέρει το κόμμα σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας. Αυτό μένει να το δούμε…
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης είναι ότι η “γαλάζια” παράταξη μετά το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών, έχει ως κύριο αντίπαλο τον εφησυχασμό και την χαλάρωση των ψηφοφόρων πριν το εκλογικό ορόσημο της 25ης Ιουνίου, Με επτακομματική Βουλή, που είναι το πιθανότερο σενάριο, ο πήχης της αυτοδυναμίας ανεβαίνει.
Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας απέκλεισε κατηγορηματικά οποιαδήποτε σύμπραξη με “κόμματα ή κομματίδια” που είναι στα δεξιά της παράταξής του, δηλώνοντας ότι η μη ύπαρξη αυτοδυναμίας θα οδηγούσε νομοτελειακά σε τρίτες κάλπες τον Αύγουστο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ασκεί μία εκβιαστική πίεση σε όσους εφησυχάζοντες αδιαφορήσουν για τις δεύτερες εκλογές. Η δήλωση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να εκληφθεί στα πλαίσια του τακτικισμού.
Η μακρά προεκλογική περίοδος στην καρδιά της τουριστικής περιόδου θα είχε αρνητικές παρενέργειες στην οικονομία και την κοινωνία, ενώ η αστάθεια που θα επέφερε, θα καθυστερούσε επενδύσεις. Επιπρόσθετα το “επιτελικό” κράτος της ΝΔ φοβάται ένα μεγάλο ατύχημα, μία μεγάλη πυρκαγιά, που θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη δυσαρέσκεια στο εκλογικό σώμα ώστε, είτε να βρεθεί σε φάση αποχής, είτε να στραφεί σε μικρότερα κόμματα και έτσι να δυσκολέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ.
Όσον αφορά τα εθνικά μας θέματα, θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της Τουρκίας, από μία υπηρεσιακή κυβέρνηση. Επί πλέον παρόλο που η πολιτική της γείτονος έναντι της χώρας μας είναι διαχρονική και σταθερή, είναι ένα ζητούμενο το πώς αυτή θα αποτυπωθεί μετά τις αλλαγές των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.