Οι δολοφόνοι του Δώρου Λοΐζου κυκλοφορούν ελεύθεροι 49 χρόνια μετά
30/08/2023Δολοφονήθηκε πρωί του Αυγούστου του 1974 στο κέντρο της Λευκωσίας, σε μια πολυσύχναστη κεντρική οδό. Οι καπνοί από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς δημιουργούσαν έναν αποπνιχτικό σύννεφο, που απλωνόταν πάνω από τη Λευκωσία. Οι πρόσφυγες αναζητούσαν μια στέγη, προσωρινή, όπως πίστευαν. Οικογένειες έψαχναν τους αγνοούμενους τους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, της προδοσίας, της καταστροφής, της κατοχής, δολοφονήθηκε στις 30 Αυγούστου 1974, από την ΕΟΚΑ Β΄, ο Δώρος Λοΐζου. Τρεις ήταν οι δράστες. Γνωστοί- “άγνωστοι”…
«Κοίτα αυτό το άσπρο Mazda γιατρέ. Δεν έχει αριθμούς εγγραφής. Είναι από αυτά της ΕΟΚΑ Β΄», είπε ο Δώρος στον ηγέτη της ΕΔΕΚ Βάσο Λυσσαρίδη και είχε δίκαιο. Τα καλάσνικοφ στράφηκαν εναντίον τους και άρχισαν να αδειάζουν τις σφαίρες τους στο αυτοκίνητο. Ο Λυσσαρίδης, η σύζυγος του Δώρου, Βαρβάρα Λοΐζου, τραυματίσθηκαν, ο Δώρος σκοτώθηκε. Τον δολοφόνησαν.
Εκείνο το πρωί, ο Δώρος σιγοτραγουδούσε το «Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στην ροδαυγή… σκότωσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί». Τι ειρωνεία! Τραγουδούσε για το γελαστό παιδί που σκότωσαν οι εχθροί. Το “Γελαστό παιδί” του Μίκη Θεοδωράκη αναφερόταν σε ένα επαναστάτη από την Ιρλανδία, τον Μάικλ Κόλινς και τους στίχους έγραψε ο επίσης Ιρλανδός ποιητής, Μπρένταν Μπέχαμ.
Για τις συσκέψεις που προηγήθηκαν λέχθηκαν πολλά και διάφορα. Και για το ποιος σχεδίασε τη δολοφονία επίσης πολλά έχουν αναφερθεί. Και για ποιος έδωσε το σύνθημα. Ονόματα είχαν κυκλοφορήσει. Είχαν αναφερθεί και σε συζήτηση στη Βουλή. Και κανείς δεν αντέδρασε. Μια σύλληψη έγινε, αλλά το πρόσωπο αυτό αφέθηκε ελεύθερο. Είχε, όπως ελέχθη, άλλοθι. Και στην άλλη ενέδρα, που είχε στηθεί στο Ταχυδρομείο, δίπλα στην- τότε- Πλατεία Μεταξά, ποιοι συμμετείχαν; Όλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Και οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι.
«Μπήκε το αυτοκίνητο στη γέφυρα ( Κάνιγγος). Από τα σταματημένα αυτοκίνητα ξεπρόβαλαν τα αυτόματα και τα μούσια. Κι άρχισαν να ξερνούν μολύβι. Κάποιος άλλος Γιαννάκης πρώτος και καλύτερος. Κι οι άλλοι, οι γνωστοί άλλοι. Έπεσε ο Λυσσαρίδης. Αγαλλίασε η ψυχή των δολοφόνων. Προχωρούσε το αυτοκίνητο και από το απέναντι πεζοδρόμιο ο γνωστός χαριτωμένος άρχισε να κτυπάει με το καλασνίκοφ. Έπεσε ο Δώρος. Σταμάτησε το αυτοκίνητο…. Παρέδωσε το αυτόματο ο πεζός. Ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Παρέμεινε ο άλλος να απολαύσει το θέαμα. Το αυτοκίνητο έφυγε. Σε ένα γνωστό ίδρυμα. Κάτι είπαν. Κι από κει σε ένα βενζινάδικο. Για χορούς και γλέντια. Πέτυχε η αποστολή… Και δώστου χορό» (Κάρολος, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 18.9.74).
«Κανείς δεν τους… είδε. Κρατούσαν όπλα και πυροβολούσαν. Κανείς δεν τους είδε, δεν τους συνέλαβε η Αστυνομία. Κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι. Η υπόθεση δεν έκλεισε αλλά είναι… κλειστή. Δεν υπάρχουν, λένε, καινούργια, στοιχεία. Και τα παλιά στοιχεία; Δεν βρέθηκε όπλο με το οποίο θα μπορούσαν, είπαν οι τότε αρμόδιοι, να το συνδέσουν με το έγκλημα. Που χάθηκε το όπλο; Η απόλυτη συγκάλυψη. Ήταν μια πολιτική δολοφονία, που μπήκε στο… αρχείο. Οι εκτελεστές έδρασαν σε μια χρονική συγκυρία, κατά την οποία «όλα τα σκέπαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Δολοφόνησαν τον Δώρο, δεν κατάφεραν να σκοτώσουν τον Λυσσαρίδη.
Τότε και σήμερα…
Ο Δώρος, 30 χρονών τότε, διανοούμενος, συνειδητοποιημένος επαναστάτης, αντιστάθηκε στο πραξικόπημα, βρέθηκε στο στόχαστρο ανθρώπων, που δρούσαν σε εντεταλμένη υπηρεσία. Ήθελαν να προκαλέσουν εσωτερική αναταραχή. Να προκαλέσουν αναταράξεις την ώρα κατά την οποία ο εχθρός βρισκόταν εντός των πυλών. Αυτοί δεν είχαν αναστολές να ανοίξουν τις κερκόπορτες στην Τουρκία. Θα είχαν αναστολές να προκαλέσουν ένα νέο κύκλο αντιπαραθέσεων; Οι δράστες, που κυκλοφορούν ελεύθεροι, εκτελώντας διαταγές επιχείρησαν να δολοφονήσουν φωνές αντίστασης, ιδέες.
Οι δολοφόνοι, κι αυτοί που πάτησαν τη σκανδάλη, κι αυτοί που έδωσαν τις εντολές, έχουν μπει στο αρχείο. Σαράντα εννέα χρόνια μετά, επειδή ο φασισμός δεν πολεμήθηκε, ενισχύεται. Οι απόγονοι της ΕΟΚΑ Β΄ και με κοινοβουλευτικό μανδύα (όχι για πρώτη φορά), δρουν ανενόχλητα και ενισχύονται. Σήμερα φοράνε κουκούλες, κρατούν ρόπαλα και δέρνουν. Αύριο;