Σκάνδαλα και εκτελέσεις στην αρχαία Ελλάδα
02/09/2023Η εκτέλεση εννέα εκ των δέκα Ελληνοταμιών του “κοινού” ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας με συνοπτικές διαδικασίες το 440 π.Χ. στην Αθήνα (χωρίς βεβαιότητα για τη χρονολογία) αποτελεί μια μαύρη σελίδα στην απονομή της δικαιοσύνης στην αρχαία Ελλάδα. Η μοναδική αναφορά σε αυτούς τους θησαυροφύλακες που εκτελέσθηκαν μάλλον άδικα, δείχνει ότι ήταν αθώοι και ότι η αθωότητά τους αποδείχθηκε λίγο μετά την εκτέλεσή τους. Πιθανόν να καταδικάστηκαν και να εκτελέστηκαν με οργή, μάλλον με πολιτικά κριτήρια σε μια πολύ ταραγμένη περίοδο.
Συγκεκριμένα οι Ελληνοταμίες, ήταν δέκα από τους πλουσιότερους Αθηναίους και εκλέγονταν μεταξύ των πεντακοσιομεδίμνων, ένας από κάθε φυλή, οριζόμενοι να υπηρετήσουν για ένα χρόνο. Η δουλειά τους ήταν να συγκεντρώνουν τις εισφορές των συμμαχικών κρατών στο κοινό ταμείο, να καταγράφουν όσα λάμβαναν και να διαχειρίζονται το ποσό. Αίφνης το 440 ή το 439, άγνωστο κάτω από ποιες συνθήκες, βρέθηκαν και οι δέκα κατηγορούμενοι ότι συνωμότησαν όλοι μαζί για να υπεξαιρέσουν κάποιες εισφορές από το κοινό ταμείο.
Πολλοί δεν πείσθηκαν, καθώς και οι δέκα ήταν ιδιαίτερα εύποροι και δεν θα είχαν λόγο να ριψοκινδυνεύσουν να κάνουν κάτι τόσο ακραίο εν καιρώ πολέμου, αφού εξάλλου παρέδιδαν ταμείο στους επόμενους και δεν θα είχαν τρόπο να αποκρύψουν την υπεξαίρεση. Επιπλέον, εκλέγονταν και ορίζονταν από την Εκκλησία του Δήμου μεταξύ των πεντακοσιομεδίμνων, ακριβώς για να μη μπαίνουν εύκολα σε πειρασμό για ατασθαλίες. Άλλοι όμως έκριναν ότι τους καθοδήγησε η απληστία. Απ’ ό,τι φαίνεται, καθαιρέθηκαν άρον-άρον με την κατηγορία ότι είχαν “φάει” ένα ποσό που έλειπε από το ταμείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο με κώνειο.
Πολύ αργά για τους εννέα από αυτούς, αποδείχθηκε ότι δεν είχαν υπεξαιρέσει κανένα ποσό και ο δέκατος γλίτωσε επειδή “τον έσωσε το πλήθος του κόσμου” την τελευταία στιγμή. Στο κείμενο του Αντιφώντα αναφέρεται ως επιζήσας ο δέκατος του συμβουλίου των Ελληνοταμιών, κάποιος ονόματι μάλλον Σωσίας, για τον οποίο ξέρουμε ότι υπήρξε Ελληνοταμίας το έτος 440-439. Ο σοφιστής, ρήτορας και συγγραφέας δικανικών λόγων Αντιφών, ο μοναδικός που αναφέρει την υπόθεση, συνεχίζει το κείμενό του λέγοντας ότι το παράδειγμα αυτό δείχνει πως δεν επιτρέπεται να γίνονται λάθη σε δίκες για φόνους εκ προθέσεως, διότι η ποινή δεν είναι αναστρέψιμη.
Αν ευσταθεί η χρονολογία, η εκτέλεση των Ελληνοταμιών έγινε όταν είχε μόλις αποστατήσει η Σάμος και το Βυζάντιο από την Αθηναϊκή συμμαχία. Η Σάμος είχε ζητήσει την βοήθεια των Περσών, την οποία και έλαβε. Τελικά η Σάμος υποτάχθηκε μετά από πολιορκία εννέα μηνών και πάλι στην Αθήνα. Κατά πάσα πιθανότητα η δίκη έγινε εν βρασμώ ψυχής και με πολλές εντάσεις στην διαδικασία, όπως αναφέρει ο Αντιφών. Κάνει μνεία του γεγονότος στο κείμενο απολογίας του νεαρού Ευθίξεου, πολίτη της Μυτιλήνης, που ταξίδευε στην Αθήνα με καράβι όταν έγινε ένα έγκλημα και που ο νέος κατηγορείτο ως δράστης.
Μόνο μια πηγή
Το γεγονός ότι δεν έχουμε άλλες πηγές για την εκτέλεση των Ελληνοταμιών – που η δίκη τους φαίνεται να έγινε με συνοπτικές διαδικασίες – μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Πιθανόν οι Αθηναίοι να μην είχαν ιδιαίτερο καημό για μερικούς ζάπλουτους που φάνηκαν άπληστοι ή έκαναν κακή διαχείριση. Μπορεί δηλαδή οι Ελληνοταμίες να μην ήταν αθώοι. Μπορεί οι γνώμες να διίσταντο και το σκάνδαλο να μην διαλευκάνθηκε ποτέ πλήρως. Ίσως ο Αντιφών να αναφέρει την συγκεκριμένη εκδοχή, επειδή ήταν ο ίδιος ολιγαρχικός.
Όμως το πιθανότερο είναι ότι ο Αντιφών αναφέρει την αλήθεια και απλά οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεχάσουν ή να αποσιωπήσουν το λάθος τους για να μη ρίξουν λάδι στη φωτιά των αποστασιών. Ως δικηγόρος στην ουσία, ο Αντιφών δεν θα διακινδύνευε σε μια ήδη πολιτικοποιημένη δίκη (όπως αυτή που αναφέρουμε κατωτέρω), να χρησιμοποιεί ως επιχείρημα ένα διαπιστωμένο σκάνδαλο εις βάρος του πελάτη του, που απειλείτο με την ποινή του θανάτου για φόνο. Όσο ολιγαρχικά αισθήματα και αν έτρεφε δηλαδή ο ίδιος ο λογογράφος, αφ’ ης στιγμής ήταν επί της ουσίας συνήγορος σε πολύ συγκεκριμένη υπόθεση φόνου, σίγουρα δεν θα έλεγε στον εντολέα του να αναφέρει κάτι που θα ξεσήκωνε τους δικαστές ως ανακριβές.
Ο Μυτιληνιός Ευθίξεος κατηγορείτο ότι ενώ το καράβι ταξίδευε προς τον Πειραιά, όταν έπιασε σε ένα λιμάνι στα μισά της διαδρομής, πέταξε στη θάλασσα και έπνιξε έναν Αθηναίο, τον Ηρώδη, δένοντάς του μια πέτρα στο λαιμό για να εξαφανίσει το πτώμα. Όμως το μόνο βέβαιο ήταν ότι ο Ηρώδης είχε εξαφανιστεί και δεν υπήρχαν μάρτυρες που να είδαν τον φόνο. Ο κατηγορούμενος “επιβαρύνετο” όμως και με το γεγονός ότι ο πολύ πλούσιος πατέρας του φέρονταν να είχε πρωταγωνιστήσει στην αποσκίρτηση της Μυτιλήνης από την Αθηναϊκή Συμμαχία, και ότι ίσως ο ίδιος σκότωσε τον Ηρώδη από μίσος προς τους Αθηναίους. Η δίκη του νεαρού δεν στερείτο δηλαδή πολιτικής διάστασης.
Το κείμενο
Στην απολογία που έγραψε ο Αντιφώντας, ο νεαρός αναφέρει ότι δεν μπορεί να ανατραπεί εκ των υστέρων η άδικη καταδίκη του σε θάνατο και θυμίζει στους δικαστές τρία παρόμοια περιστατικά αθώων που εκτελέσθηκαν και εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι δεν έφεραν καμία ευθύνη για τα εγκλήματα που τους είχαν αποδοθεί. Ένα από αυτά τα περιστατικά ήταν και το σκάνδαλο με τους Ελληνοταμίες. Γράφει ο Αντιφών για λογαριασμό του Ευθίξεου (Περί του Ηρώδου Φόνου) τα εξής για να τονίσει πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να καταδικαστεί αν και αθώος:
«… ὥσπερ ἐγὼ νῦν, οἱ Ἑλληνοταμίαι οἱ ὑμέτεροι, ἐκεῖνοι μὲν ἅπαντες ἀπέθανον ὀργῇ μᾶλλον ἢ γνώμῃ, πλὴν ἑνός, τὸ δὲ πρᾶγμα ὕστερον καταφανὲς ἐγένετο. τοῦ δ᾽ ἑνὸς τούτου—Σωσίαν ὄνομά φασιν αὐτῷ εἶναι—κατέγνωστο μὲν ἤδη θάνατος, ἐτεθνήκει δὲ οὔπω: καὶ ἐν τούτῳ ἐδηλώθη τῷ τρόπῳ ἀπωλώλει τὰ χρήματα, καὶ ὁ ἀνὴρ ἀπήχθη ὑπὸ τοῦ δήμου τοῦ ὑμετέρου παραδεδομένος ἤδη τοῖς ἕνδεκα, οἱ δ᾽ ἄλλοι ἐτέθνασαν οὐδὲν αἴτιοι ὄντες».
«Σαν και εμένα, οι Ελληνοταμίες σας (σ.σ. εννοεί των Αθηναίων) έχασαν τη ζωή τους μάλλον επειδή κυριάρχησε η οργή και όχι η λογική, εκτός από έναν, η δε αλήθεια αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων. Ένας δε από αυτούς, που λένε ότι ονομαζόταν Σωσίας, καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο αλλά δεν είχε εκτελεσθεί ακόμη και αποδείχθηκε εν τω μεταξύ τι είχε γίνει με τα χρήματα που είχαν χαθεί, οπότε ο λαός σας (σ.σ. της Αθήνας) άρπαξε τον άνθρωπο και τον έσωσε από τα χέρια των ένδεκα, ενώ οι άλλοι πέθαναν χωρίς να φταίνε σε τίποτα» (Σ.Σ. οι “Ένδεκα” αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών).
Προσέθετε ότι οι παλαιότεροι θα θυμούνται το περιστατικό αυτό οι ίδιοι, ενώ οι νεότεροι θα το έχουν σίγουρα ακουστά, για να καταλήξει ότι δεν υπάρχει τρόπος να διορθωθούν τέτοια λάθη. Έλεγε συγκεκριμένα ότι ίσως στο μέλλον να έρθει στο φως η αλήθεια για το θάνατο του Ηρώδη με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή όταν θα είναι αργά και θα διαπιστώσουν πολύ αργά οι δικαστές ότι καταδίκασαν σε θάνατο έναν αθώο. «Κρίνετέ με με την λογική, όχι με θυμό και προκατάληψη», ανέφερε ο Ευθίξεος.
Για τον πατέρα του
Ο νέος εν συνεχεία αναφερόταν και στην πολιτική πτυχή της δίκης του, αφού τεκμαίρεται ότι και στην υπόθεση των Ελληνοταμιών αυτή διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο. Αναφέρει ο κατηγορούμενος ότι κακώς πρέπει να απολογείται για την πολιτική στάση του πατέρα του, αλλά απ’ όσο γνωρίζει εκείνος ήταν φίλος των Αθηναίων μέχρι την αποστασία της Μυτιλήνης. «Όμως όταν στη συνέχεια όλη η πόλη έλαβε λάθος απόφαση να αποστατήσει και έσφαλλε, αναγκάσθηκε να συμμεριστεί το σφάλμα μαζί με όλη την πόλη», είπε για τον πατέρα του.
«Δεν είχε πια την ευχέρεια να σας προσφέρει πλέον την ίδια εύνοια. Ούτε βέβαια ήταν εύκολο να εγκαταλείψει την πόλη γιατί εκεί είχε παιδιά και περιουσία. Αφού, όμως, τιμωρήσατε τους υπαίτιους αυτών των καταστάσεων, στους οποίους δεν φάνηκε να συγκαταλέγεται ο πατέρας μου, και επιτρέψατε στους υπόλοιπους Mυτιληναίους να κατοικούν στον τόπο τους, τώρα γιατί τον κατηγορείτε για σφάλμα;».
Ανέφερε επίσης ότι ο πατέρας του και χορηγός υπήρξε και φόρους κατέβαλε και «δεν σηκώθηκε να πάει να ζήσει απέναντι στην ηπειρωτική χώρα, ανάμεσα στους εχθρούς σας». Θεωρεί δε ότι συκοφαντούν τον γέρο πατέρα του και τον ίδιον διάφοροι, επειδή έχουν οικονομικές βλέψεις στην περιουσία του και ζητεί από τους δικαστές να μην δικάζουν έμμεσα και ατομικά τον δικό του πατέρα, όταν όλη η Μυτιλήνη καταστράφηκε. Τέλος τους ζητεί «να μη διδάσκετε στους συκοφάντες ότι μπορούν να έχουν μεγαλύτερη δύναμη από εσάς τους ίδιους».
Ο λογογράφος
Ο Αντιφώντας (480-410 π.Χ.) ήταν σε ώριμη ηλικία όταν έλαβαν χώρα τα γεγονότα με τους Ελληνοταμίες. Να αναφέρουμε και κάποια πράγματα για τον ίδιο, αφού είναι η μοναδική πηγή για το θέμα. Ήταν δεινός ρήτορας αλλά ακραίος ολιγαρχικός σε μια πολύ θλιβερή περίοδο. Μόλις ένα χρόνο αφ’ ότου πήρε πολιτική θέση υπέρ των Τετρακοσίων δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Μάλλον δε είχε πάρει τη θέση των πιο σκληροπυρηνικών όταν οι ολιγαρχικοί διασπάστηκαν.
Μόλις οι Τετρακόσιοι ανατράπηκαν το 410 π.Χ., οι ηγέτες τους κατέφυγαν στη Σπάρτη, αλλά ο Αντιφών επέλεξε να μείνει στην Αθήνα και ήπιε το κώνειο, καταδικασμένος για προδοσία. Αυτή του η απόφαση απέσπασε τον θαυμασμό του Θουκυδίδη (8ο βιβλίο, 68 και 87). Ο Θουκυδίδης έγραψε για αυτόν ότι ήταν από τους ικανότερους άνδρες των Αθηνών και άριστος, αλλά ήταν και ο άνθρωπος που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην μετατροπή του πολιτεύματος των Αθηνών σε ολιγαρχικό το 411π.Χ.
«Ἀντιφῶν ἦν ἀνὴρ Ἀθηναίων τῶν καθ’ ἑαυτὸν ἀρετῇ τε οὐδενὸς ὕστερος καὶ κράτιστος ἐνθυμηθῆναι γενόμενος καὶ ἃ γνοίη εἰπεῖν, καὶ ἐς μὲν δῆμον οὐ παριὼν οὐδ’ ἐς ἄλλον ἀγῶνα ἑκούσιος οὐδένα, ἀλλ’ ὑπόπτως τῷ πλήθει διὰ δόξαν δεινότητος διακείμενος, τοὺς μέντοι ἀγωνιζομένους καὶ ἐν δικαστηρίῳ καὶ ἐν δήμῳ πλεῖστα εἷς ἀνήρ, ὅστις ξυμβουλεύσαιτό τι, δυνάμενος ὠφελεῖν. καὶ αὐτός τε, ἐπειδὴ μετέστη ἡ δημοκρατία καὶ ἐς ἀγῶνας κατέστη τὰ τῶν τετρακοσίων ἐν ὑστέρῳ μεταπεσόντα ὑπὸ τοῦ δήμου ἐκακοῦτο, ἄριστα φαίνεται τῶν μέχρι ἐμοῦ ὑπὲρ αὐτῶν τούτων αἰτιαθείς, ὡς ξυγκατέστησε, θανάτου δίκην ἀπολογησάμενος».
Όσον αφορά το σκάνδαλο καθαυτό, οι θησαυροφύλακες τρόπον τινά της αθηναϊκής αυτοκρατορίας ήταν ένα δεκαμελές συμβούλιο που εκλεγόταν άπαξ του έτους, ένας από κάθε φυλή. Επρόκειτο για έμπιστα άτομα με κύρος. Η δουλειά τους δεν ήταν εύκολη, καθώς κάθε μέλος της συμμαχίας πλήρωνε όποτε μπορούσε την συμμετοχή του και συχνά δεν κατέθετε όλο το ποσό εφάπαξ, αλλά σε δόσεις. Πολλά μέλη της συμμαχίας μπορεί να άφηναν να περάσουν και ένα και δύο χρόνια με απλήρωτη την εισφορά, υποστηρίζοντας ότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν το τίμημα. Το χρήμα που διαχειρίζονταν οι Ελληνοταμίες ήταν πολύ σημαντικό για την επιβίωση της Αθήνας και της συμμαχίας.
Παραμένει μυστήριο το γιατί ένα τόσο σπουδαίο γεγονός δεν καταγράφηκε παρά μόνον από τον Αντιφώντα και ίσως τελικά το θέμα να αποσιωπήθηκε όχι τόσο για να μη στενοχωριούνται οι Αθηναίοι, όσο για να μην ξεσηκωθούν όσοι έστελναν τα χρήματα, δηλαδή οι ήδη δυσαρεστημένοι σύμμαχοι. Διότι αν μεν είχαν κλαπεί χρήματα από θησαυροφύλακες, οι σύμμαχοι θα μέμφονταν την Αθήνα για κακοδιαχείριση και πλημμελή επιτροπεία. Αν απεναντίας οι Αθηναίοι παραδέχονταν ότι τα χρήματα δεν είχαν κλαπεί και είχαν καταδικάσει άδικα δέκα ανθρώπους σε θάνατο, οι σύμμαχοι και πάλι θα τους κατηγορούσαν ότι “στην Αθήνα δεν ξέρετε τι σας γίνεται”.