Πόσοι από εμάς πιστεύουν ότι μας χρωστάει η κοινωνία;
03/12/2023Οι παθητικοποιημένες και αποσαρθρωμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, που βρίσκονται πλέον σε μόνιμη πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική κρίση, φαίνεται να επιβεβαιώνουν εν μέρει την άποψη της Θάτσερ.
Είναι διάσημη η ρήση της ακραίως νεοφιλελεύθερης πρώην Βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει». Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν την ευρύτερη δήλωσή της, εντός της οποίας εντάσσεται η επίμαχη ατάκα. Στις 31 Οκτωβρίου 1987, λοιπόν, δημοσιεύεται στο βρετανικό περιοδικό Woman’s Own συνέντευξη της Θάτσερ (πρωθυπουργός από το 1979). Σε αυτή τη συνέντευξη εκθέτει την άποψη της για τον κόσμο και την ατομική ευθύνη ως εξής:
«Νομίζω ότι μόλις διασχίσαμε μια περίοδο, εντός της οποίας αφήσαμε πολλά παιδιά και πολλά άλλα άτομα να λένε στον εαυτό τους: “Συναντώ μια δυσκολία, είναι ευθύνη της κυβέρνησης να κάνει το αναγκαίο!”, “Συναντώ μια δυσκολία, θα αναζητήσω ένα επίδομα για να τα καταφέρω!”, “Ζω στο δρόμο, η κυβέρνηση οφείλει να μου βρει μια κατοικία!”. Άρα, λοιπόν αυτά τα άτομα επιχειρούν να μεταθέσουν τα προβλήματά τους πάνω στην κοινωνία. Αλλά, όμως, η κοινωνία ποιος είναι; Δεν υπάρχει! Υπάρχουν άνδρες και γυναίκες, υπάρχουν οικογένειες και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε παρά διαμέσου αυτών ακριβώς των ανθρώπων. Αλλά οι άνθρωποι ασχολούνται με τα δικά τους προβλήματα κυρίως…
»Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ιδιαίτερα τα δικαιώματά τους, χωρίς να σκέφτονται καθόλου τις υποχρεώσεις τους. Όμως, δεν μπορείτε να διαθέτετε ένα νομικό δικαίωμα χωρίς ένα άλλο πρόσωπο να έχει σεβαστεί μια υποχρέωση. Νομίζω ότι μια από τις τραγωδίες της εποχής μας είναι ότι κάποιοι χειρίζονται το σύστημα των αποζημιώσεων που πληρώνουμε όλοι (οι φορολογούμενοι) –αποζημιώσεις που είχαν ως λόγο ύπαρξης να εξασφαλίσουν τους ανθρώπους, να τους παρέχουν ένα δίχτυ ασφαλείας αν είναι άρρωστοι. Κάτι δηλαδή που θα είναι πάντα σε θέση να τους βοηθήσει. Κάποιοι όμως λένε: “Σε τι θα μου χρησίμευε να πάω να δουλέψω; Κερδίζω τα ίδια παραμένοντας στην ανεργία!” Όμως, αυτήν την “ανεργία” είναι ο γείτονας σας που την πληρώνει».
Παθητικοποιημένες κοινωνίες
Πρόκειται άραγε για μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς το τυπικά αγγλοσαξονικό, ακραία εμπειριστικό φιλοσοφικό υπόβαθρο σχετικά με την άποψη ότι η κοινωνία ως συλλογική οντότητα δεν υπάρχει (υπάρχουν μόνο τα άτομα που την απαρτίζουν). Επίσης, θα μπορούσε να σχολιάσει και τη γνωστή αντιεργατική και νεοφιλελεύθερη πολιτική των εκσυγχρονισμών της βρετανικής κοινωνίας που εφαρμόστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
36 χρόνια μετά την παραπάνω δήλωση, οι παθητικοποιημένες και αποσαρθρωμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, που βρίσκονται πλέον σε μόνιμη πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική κρίση, φαίνεται να επιβεβαιώνουν εν μέρει την άποψη της Θάτσερ. Η διάχυτη κουλτούρα των “χαμένων κορμιών” συνηγορεί δυστυχώς υπέρ αυτής της άποψης.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι από τα επτά εκατομμύρια εργαζόμενων στην βρετανική βιομηχανία το 1980 δεν εργάζονται σήμερα εκεί παρά 2,5 εκατομμύρια. Υπάρχουν λιγότεροι εργαζόμενοι στη βιομηχανία, παρά στα τηλεφωνικά κέντρα, στα super market και στα γραφεία. Οι δουλειές είναι πιο “καθαρές”, λιγότερο χειρωνακτικές, πιο πρόσκαιρες, λιγότερο πληρωμένες και τις περισσότερες από αυτές μπορούν το ίδιο εύκολα να τις κάνουν και οι γυναίκες την ίδια στιγμή που η φτώχεια θεριεύει.
Θυματοποίηση και δικαιώματα
Ο μετανεωτερικός δυτικός πολίτης, που βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία, διακρίνεται σήμερα από δύο κυρίως ψυχοπολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία οργανώνουν τις καθημερινές του νοοτροπίες και συμπεριφορές. Το πρώτο αφορά τη θυματοποίηση, η οποία στον λόγο των ατόμων δεν θεωρείται καθόλου αποδεκτή και αυτονόητη. Στην καθημερινή πρακτική, όμως, τείνει διαρκώς να επιβεβαιώνεται.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό (αυτό του “δικαιωματούχου”) αφορά την πεποίθηση ότι ο καθένας, επειδή διαθέτει τυπικά νομικά δικαιώματα ελεύθερου πολίτη, αυτομάτως διαθέτει και το ουσιαστικό περιεχόμενο τους, δηλαδή την πραγματικότητα τους. Και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να διεκδικήσει αυτά τα ατομικά νομικά δικαιώματα μέσω συλλογικών αγώνων και συγκρούσεων.
Ενώ όλες οι πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις του δημοκρατικού νεότερου κόσμου σταδιακά αναιρούνται ή καταργούνται, ακόμα και οι πιο αυτονόητες (π.χ. η κοινωνική πρόνοια), παραμένει μόνο ως “οριστικό κεκτημένο” η έμμονη, φαντασιακή ιδέα ότι αφενός “έχω ατομικά δικαιώματα”, αφετέρου οι “άλλοι”(;) υποχρεούνται να τα σεβαστούν.
Έτσι, λοιπόν, θα λέγαμε ότι στη σημερινή Ελλάδα η διαδικασία περάσματος από τις διαδοχικές κρίσεις στην “κανονικότητα” εξυπηρετεί την ανάπτυξη δυο φαινομενικά αντιφατικών ψυχικών τάσεων. Από την μία το άτομο πασχίζει για τη στενή ατομική του επιβίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Ταυτόχρονα, το ίδιο άτομο μπορεί να επιδεικνύει σε διάφορες καταστάσεις απουσία αισθήματος και πρόθεσης αυτοσυντήρησης.
Μοδάτη ρητορική
Πράγματι, από ιδεολογικής άποψης είναι μια μοδάτη ρητορική να δηλώνεις σήμερα με κάποια επίπλαστη δόση ρεαλισμού “θύμα της εκμετάλλευσης”, ή των “ληστρικών πρακτικών του κράτους, ή της εργοδοσίας”, ή ακόμα των… “γονιών σου που δεν ήξεραν πώς να σε μεγαλώσουν και σου μεταβίβασαν όλα τα προβλήματα, τις ανασφάλειες και τις νοοτροπίες τους”, ή τέλος θύμα της οικονομικής κρίσης που δεν “σου επιτρέπει να βρεις δουλειά” κλπ. Η εν λόγω ρητορική αναπαράγεται συχνά από τα άτομα εκείνα που, μέσω της θυματοποίησής τους, τείνουν να εκλογικεύσουν τη νοοτροπία του “χαμένου κορμιού” που τους διακατέχει.
Στο βιβλίο του “Ελάχιστος Εαυτός – Ψυχική Επιβίωση σε Καιρούς Αναστάτωσης” (εκδ. Νησίδες 2006) ο Κρίστοφερ Λας αναφέρει χαρακτηριστικά (σ. 58): «Σκεφτόμαστε πως είμαστε συγχρόνως επιζήσαντες και θύματα, ή δυνητικά θύματα. Η αυξανόμενη πεποίθηση ότι είμαστε όλοι θυματοποιημένοι, με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, από συμβάντα πέραν από τον έλεγχό μας, οφείλει μεγάλο μέρος της δύναμής της όχι μόνο στη γενική αίσθηση ότι ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο που τον κυβερνούν μεγάλοι οργανισμοί, αλλά και στην ανάμνηση συγκεκριμένων συμβάντων της ιστορίας του 20ου αιώνα που έχουν θυματοποιήσει τους ανθρώπους σε μεγάλη κλίμακα. Όπως η έννοια της επιβίωσης, η έννοια της θυματοποίησης, που άτοπα εφαρμόζεται στις καθημερινές ατυχίες, κρατά αυτή την ανάμνηση ζωντανή και συγχρόνως απονεκρώνει τον συναισθηματικό της αντίκτυπο. Η χρήση της έννοιας “θυματοποίηση” αδιακρίτως, την διευρύνει σε βαθμό που χάνει το νόημά της».
Μια θυματοποίηση που σίγουρα δεν είναι ανεξάρτητη από την ιδεολογική ενοχοποίηση της φτώχειας. Αναφύεται έτσι η δεύτερη διάσταση των καθημερινών νοοτροπιών και συμπεριφορών που απαρτίζουν την κουλτούρα των “χαμένων κορμιών”. Πρόκειται για τη διάσταση του “αδικημένου δικαιωματούχου”, που αποζητά μονίμως την “ισότητα ευκαιριών” στην ευημερία, ιδίως μέσω κατανάλωσης.