Πρέπει ένα κράτος να διαπραγματεύεται με τρομοκράτες;
08/12/2023Τα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδεώδη είναι αυτά που προσφέρουν τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και ελευθερία κινήσεων των ομάδων που εναντιώνονται σε αυτά. Μπορεί να υποστηριχτεί πως ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών δικαιολογείται καθώς μπορεί να συμβάλει στη συνολικότερη φυσική προστασία της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, οι κρατικές ενέργειες θα πρέπει να είναι ενδελεχώς μελετημένες ως προς την έκταση και την ένταση τους. Οι βίαιες επιθέσεις των τρομοκρατών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά τα μέσα για την επίτευξη στρατηγικών στόχων.
Όσο πιο φιλελεύθερη και δημοκρατική είναι η κοινωνία και η εξουσία ενός κράτους, τόσο περισσότερες προκλήσεις συναντά στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Είναι ευρέως αποδεκτό στο χώρο των σπουδών ασφαλείας πως η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ιδίως σε ό,τι αφορά προληπτικά μέτρα, λειτουργεί επιβαρυντικά σε δημοκρατικές ελευθερίες, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Ο μη συμβατικός στρατιωτικός χαρακτήρας των τρομοκρατών τους επιτρέπει να κινούνται κάτω από τα ραντάρ της κρατικής ασφάλειας, καθώς εκμεταλλεύονται τις δημοκρατικές αρχές που θα καταστήσουν τη διάκριση τους από τους υπόλοιπους πολίτες σχεδόν ανέφικτη. Οι στρατηγικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του ασύμμετρου αυτού πολιτικού εχθρού συνοψίζονται στην στρατιωτική καταστολή, στην πολιτική συμφωνία και την ενίσχυση της κρατικής ασφάλειας.
Η στρατιωτική καταστολή που συχνά συνοδεύεται ρητορικά από την αρχή της μη διαπραγμάτευσης υιοθετήθηκε ένθερμα στο παρελθόν από κράτη, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πέραν των ηθικοκοινωνικών στοιχείων που θεμελιώνουν την επιλογή αυτή, η στάση της μη διαπραγμάτευσης υιοθετείται από τους υποστηρικτές της επειδή η διπλωματική επαφή και πόσο μάλλον η ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων της οργάνωσης, όπως σε περιπτώσεις απαγωγής ομήρων, επιβραβεύει τις πράξεις της, δίνοντας της κίνητρο για νέες επιθετικές ενέργειες. Επίσης, ειδικά εφόσον η ικανοποίηση απαιτήσεων περιλαμβάνει οικονομικές πτυχές, ο ενδοτισμός του κράτους υποβοηθά την τρομοκρατική οργάνωση να πετύχει τους στρατηγικούς της στόχους όπως πιθανά η διατήρηση κατεχομένων εδαφών, η αγορά εξοπλισμών και η πληρωμή των μελών της
Η στρατιωτική καταστολή ταυτίζεται συνήθως με τον επίκαιρο “πόλεμο κατά της τρομοκρατίας”. Αυτός περιλαμβάνει αφενός την επίθεση στις βάσεις και τα στρατόπεδα εκπαίδευσης των τρομοκρατών και αφετέρου και κυριότερα στα δίκτυα οικονομικής και υλικής υποστήριξης τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης στρατιωτικής καταστολής αποτελεί ο δεύτερος τσετσενικός πόλεμος το 1999, μεταξύ Ρωσίας και των Τσετσένων αυτονομιστών. Οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην τσετσενική πρωτεύουσα Γκρόζνι τερματίζοντας τη διακηρυχθείσα ανεξαρτησία της δημοκρατίας της Τσετσενίας. Σποραδικές τρομοκρατικές επιθέσεις έλαβαν χώρα στο κυρίως ρωσικό έδαφος μέχρι και το 2009, έτος κατά το οποίο η ηγεσία του αυτονομιστικού κινήματος “κατέθεσε τα όπλα”.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, η νίκη ενάντια στην τρομοκρατία με αμιγώς στρατιωτική προσέγγιση είναι δύσκολη και απαιτεί τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών, όπως στο ανωτέρω παράδειγμα ή στις τρέχουσες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Η στρατιωτική καταστολή αποτελεί επίθεση στα συμπτώματα και όχι τα αίτια της τρομοκρατίας, καταλήγοντας συχνά σε φαύλο κύκλο βίας από τον οποίο πλήττονται πρωτίστως αθώοι άμαχοι. Σήμερα η επιλογή της στρατηγικής αυτής γεννά το εξής ερώτημα: Σε ποιο βαθμό δικαιολογεί η καταστολή της τρομοκρατίας τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών;
Φόβος και ανασφάλεια
Τα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδεώδη είναι αυτά που προσφέρουν τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και ελευθερία κινήσεων των ομάδων που εναντιώνονται σε αυτά. Μπορεί να υποστηριχτεί πως ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών δικαιολογείται καθώς μπορεί να συμβάλει στη συνολικότερη φυσική προστασία της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, οι κρατικές ενέργειες θα πρέπει να είναι ενδελεχώς μελετημένες ως προς την έκταση και την ένταση τους. Οι βίαιες επιθέσεις των τρομοκρατών δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά τα μέσα για την επίτευξη στρατηγικών στόχων.
Οι στόχοι αυτοί είναι η μείωση του ηθικού και η δημιουργία κλίματος φόβου και ανασφάλειας που θα μειώσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος. Όπως γλαφυρά σημειώνουν ο Andrew Kydd και η Barbara Walter, “η τρομοκρατία είναι σχεδιασμένη να επηρεάσει μυαλά καταστρέφοντας σώματα”. Η εφαρμογή από τα κράτη δρακόντειων μέτρων κατά της τρομοκρατίας μπορούν να αυξήσουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών, να εξωθήσουν στιγματισμένες ομάδες στην τρομοκρατία και να συσπειρώσουν τη διεθνή κοινή γνώμη κατά του κράτους, το οποίο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας δεν ξεχωρίζει εχθρούς και αμάχους.
Τρομοκρατία και διαπραγματεύσεις
Η τρομοκρατία, σύμφωνα με την πλειοψηφία των ορισμών που της αποδίδονται, έχει πολιτικούς σκοπούς. Στη βάση αυτή, οι τρομοκρατικές επιθέσεις αποτελούν, όπως και ο πόλεμος, το μέσο επίτευξης πολιτικών στόχων, η υλοποίηση των οποίων απαιτεί από την πλευρά των τρομοκρατών διαπραγματεύσεις και συμφωνίες ανάμεσα σε αυτούς και το κράτος. Η πολιτική προσέγγιση της αντιτρομοκρατίας εστιάζει στην αντιμετώπιση των αιτιών της τρομοκρατίας και όχι των συμπτωμάτων της.
Ωστόσο, η διαπραγμάτευση επίκειται σε περιορισμούς. Αναλόγως της οργάνωσης και των αιτημάτων της η διαπραγμάτευση μπορεί να είναι ή να μην είναι αποτελεσματική. Για παράδειγμα η ισλαμική τρομοκρατία, που περιγράφεται από την εδραίωση δια της βίας της θεοκρατικής εξουσίας σε ξένες κοινωνίες που δεν ασπάζονται το Ισλάμ, συνιστά μια περίπτωση στην οποία καμία διαπραγματευτική οδός δε θα μπορούσε να φέρει κοινώς αποδεκτή λύση από τις δύο πλευρές.
Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, εθνικιστικής τρομοκρατίας οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν στον τερματισμό της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι πολιτικές συμφωνίες μεταξύ του ΙΡΑ και της βρετανικής και ιρλανδικής κυβέρνησης, που οδήγησαν με τη συμφωνία της “Μεγάλης Παρασκευής” στην κατάπαυση του πυρός και την πλήρη πολιτικοποίηση της οργάνωσης. Η ιδέα όμως της πολιτικής συζήτησης με τους τρομοκράτες επιδέχεται κριτικής. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως πρόκειται για κατευναστική πολιτική και ενδοτισμό υπό την απειλή της βίας. Η πολιτική αυτή δεν αντιπροσωπεύει τα ιδανικά της δημοκρατίας και αναγνωρίζει έμμεσα στους τρομοκράτες “νόμιμο διεθνές πρόσωπο”.
Η απειλή για τις ατομικές ελευθερίες
Η στρατηγική της ενίσχυσης της κρατικής ασφάλειας περιγράφεται από την στέρηση των τρομοκρατών από τα πλεονεκτήματα ελιγμών που τους παρέχουν οι δημοκρατικές πρακτικές των κρατών-στόχων. Η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιορίζουν την κυβερνητική εξουσία και τις υπηρεσίες πληροφοριών διευκολύνει άτομα και ομάδες να οργανωθούν μυστικά και να σχηματίσουν σημαντικές τρομοκρατικές οργανώσεις που διαφορετικά θα είχαν εγκαίρως εντοπιστεί. Έτσι τα κράτη που επιζητούν την ενίσχυση της εθνικής τους ασφάλειας επεκτείνουν τις νόμιμες εξουσίες της κυβέρνησης εις βάρος ορισμένων δημοκρατικών αρχών. Παραδείγματα τέτοιων ρυθμίσεων είναι η μαζική ηλεκτρονική επιτήρηση (bulk interception), τα αυστηρότερα μεταναστευτικά μέτρα και η νόμιμη εξουσία κράτησης υπόπτων τρομοκρατίας.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα της στρατηγικής αυτής είναι η απειλή των ίδιων ατομικών ελευθεριών τις οποίες υποτίθεται ότι προασπίζει το κράτος καταπολεμώντας την τρομοκρατία. Ο διάλογος για το βαθμό αποδοχής παραχώρησης ατομικών ελευθεριών όπως η ιδιωτικότητα προς όφελος της αντιτρομοκρατικής πολιτικής ποικίλει σε κάθε χώρα αναλόγως ιστορικού παρελθόντος, προηγουμένων απωλειών από τρομοκρατικά χτυπήματα, πολιτεύματος και άλλων παραγόντων. Επίσης η στοχοποίηση συγκεκριμένων πλυθησμιακών ομάδων, που εντάσσεται στη συγκεκριμένη στρατηγική μπορεί λόγω ελλιπούς εκπαίδευσης και κακών χειρισμών των επιχειρησιακών τμημάτων να καλλιεργήσει μίσος απέναντι στο κράτος και κατ’ επέκταση πιθανόν νέους εχθρικούς πυρήνες.
Η τρομοκρατία είναι φαινόμενο με πολιτικές ή θρησκευτικές ρίζες. Όμοια με τον πόλεμο, έχει πολιτικούς στόχους που υλοποιούνται μέσω της βίας και του πειθαναγκασμού. Στρατηγικός της στόχος είναι η δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στο εχθρικό κράτος που θα διχάσει πληθυσμό και κυβέρνηση. Κύρια πρόκληση για το απειλούμενο κράτος είναι η προσεκτική λήψη μέτρων που δε θα σπείρει πανικό στους πολίτες και δε θα εναντιώσει τη κοινή γνώμη απέναντι του. Η καταλληλότερη στρατηγική προσέγγιση επιλέγεται με βάση παράγοντες όπως μεταξύ άλλων το είδος της οργάνωσης, τις πολιτικές της απαιτήσεις, την ισχύ της, το πολίτευμα και τις κοινωνικές αξίες του αμυνόμενου κράτους. Σε κάθε περίπτωση το κράτος θα πρέπει να διασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών του, ιδανικά και της διεθνούς κοινής γνώμης λαμβάνοντας δικαιολογημένα μέτρα που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κατάστασης.