Καλή Πρωτοχρονιά από τη Σμύρνη των ονείρων – Σπάνιες ηχογραφήσεις και έθιμα
01/01/2023Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, η μεγάλη κίνηση στη Σμύρνη γινόταν στον Φραγκομαχαλά. Εκεί, τα μαγαζιά ήταν στολισμένα και γεμάτα με κόσμο που ψώνιζε. Πολύς, όμως, ήταν και ο κόσμος που πήγαινε απλά για να δει την κίνηση. Συνήθως, μετά τα ψώνια ή τη βόλτα, ο κόσμος κατέληγε εκεί που τελείωνε ο Φραγκομαχαλάς στα μαγαζιά “Μυροβόλος Άνοιξις” και “Μπον Μαρσέ”, για να φάει καμία μπουγάτσα ή γαλακτομπούρεκο ή σάμαλι ή μπακλαβά κ.λ.π., αλλά κυρίως ζεστούς, αφράτους και μυρωδάτους λουκουμάδες.
Οι ταβέρνες στη Σμύρνη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και κυρίως αυτές στην προκυμαία, ήταν γεμάτες κόσμο – άντρες μόνο, φυσικά! Οι γλεντζέδες που πήγαιναν εκεί, δεν πήγαιναν για να φάνε, παρά για να σφίξουν κάνα ρακί ή τσίπουρο ή και κρασί με ολίγον, αλλά πάντα διαλεχτό μεζέ. Στις 22.00′ τραβιόντουσαν οι γλεντζέδες από τις ταβέρνες κι οι άλλοι απ’ τα καφενεία και τις μπυραρίες και μαζευόντουσαν στα σπίτια τους. Κι αυτό, γιατί θέλανε να ετοιμάσουν στο σαλόνι το αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ώστε όταν θα χτυπούσαν στις 12.00′ τα μεσάνυχτα οι καμπάνες, το τραπέζι να είναι έτοιμο για «να το δει», όπως έλεγαν, ο Άη-Βασίλης.
Δε σας λέω τί είχε αυτό το τραπέζι πάνω του, γιατί θα ζηλέψετε και θα θυμώσετε ταυτόχρονα με τη σημερινή μας μιζέρια! Να σημειώσω, ότι το τραπεζομάντηλο ήταν απαραίτητα λευκό και λινό. Στο άκρο του τραπεζιού βάζανε το τυχερό ρόδι, με τους σπόρους της αφθονίας, το οποίο θα έσπαζαν την επόμενη μέρα, μετά την εκκλησία. Τα μικρά παιδιά, για να τα κάνουνε να κοιμηθούνε νωρίς, τους λέγανε πως ο Άη-Βασίλης θα κατέβει τη νύχτα από το τζάκι και θα φέρει δώρα μόνο σε όσα παιδιά κοιμούνται.
Ο κόσμος για να καλομελετήσει τον ερχομό και το διάβα του καινούργιου χρόνου, είχε ορισμένα έθιμα, που ήταν κακό να μην τα τηρήσει, εξόν κι είχε πένθος. Τα έθιμα αυτά ήταν τα κάλαντα, τα φαγητά, τα δώρα, τα τυχερά παιχνίδια, το κόψιμο της βασιλόπιτας και οι επισκέψεις.
Ακόμα και κάποια άλλα παμπάλαια έθιμα, που κρατούσαν τότε, ήταν οι ντολμάδες, το σφάξιμο του πετεινού, το αμίλητο νερό, η στρογγυλή πέτρα και το ρόδι. Κάθε ένα από αυτά τα έθιμα είχε βαθιά συμβολική σημασία, την οποία σήμερα επισημαίνουν κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, λαογράφοι, ακόμα και ψυχίατροι. Για παράδειγμα, τους ντολμάδες τους έφτιαχναν, κυρίως, γιατί το ρύζι συμβόλιζε το ριζικό του σπιτιού και τα πολλά σπόρια του ροδιού την αφθονία. Και δεν μπορώ να μη σας διηγηθώ, εδώ, μία ιστορία με σμυρναίικους ντολμάδες.
Μα πώς μπόρεσε ο Άη-Βασίλης!
Ένα ηλικιωμένο και αγαθό ανδρόγυνο, λοιπόν, έφαγε ντολμάδες που – σύμφωνα με το έθιμο – έφτιαξε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πριν πέσει να κοιμηθεί, άφησε – σ’ ένα πιάτο – στο σοφρά της κουζίνας, τους ντολμάδες που περίσσεψαν, ώστε να φάει ο Άη-Βασίλης που οπωσδήποτε θα ερχόταν, όπως πίστευαν, για να ευλογήσει ανθρώπους και ζωντανά. Γι’ αυτό άφησαν ανοιχτές τις πόρτες, τόσο του σπιτιού, όσο και της αποθήκης, αλλά και του στάβλου με τα γουρούνια και πέσανε ευχαριστημένοι να κοιμηθούν.
Το πρωί, μόλις ξύπνησαν τρέξανε με λαχτάρα στην κουζίνα για να δουν αν ο Άη-Βασίλης πέρασε και έφαγε ντολμάδες. Πράγματι βρήκανε το πιάτο άδειο, αλλά πρόσεξαν ότι στο πάτωμα ήταν ακαθαρσίες! Προφανώς από τους επιδρομείς χοίρους… Και το αγαθό ζευγάρι αναρωτιόταν όλη την άλλη μέρα, πώς μπόρεσε ο Άη-Βασίλης να κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα τη μέρα της γιορτής του!
Τα σπίτια της Σμύρνης, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ήταν στην εντέλεια, με όλα τα φώτα αναμμένα στο σαλόνι και στο μεγάλο τραπέζι – είπαμε – όλα τα καλά του Θεού. Κάτω από τη μεγάλη κρεμαστή λάμπα του πετρελαίου ή κάτω από τον πολυέλαιο με τις λάμπες από αμίαντο και γκάζι, κρεμούσαν ένα κλαδί από γκι, το οποίο ονόμαζαν “φιλί”, γιατί όποιος περνούσε από κάτω έπρεπε να το φιλήσει.
Καμπάνες και μπουρούδες
Την είσοδο του καινούργιου χρόνου στη Σμύρνη, τη σήμαινε το ρολόι της Αγίας Φωτεινής, που ήταν πάνω στο τριάντα τριών μέτρων ψηλό καμπαναριό και που φαινόταν από παντού. Αμέσως, μόλις τελείωνε το δωδέκατο χτύπημα, άρχιζαν να χτυπάνε χαρούμενα οι καμπάνες και των άλλων εκκλησιών της πόλης και μαζί μ’ αυτές οι μπουρούδες όλων των καραβιών, που λάχαινε τη νύχτα εκείνη να βρίσκονται μέσα κι έξω απ’ το λιμάνι της Σμύρνης.
Τύχαινε όμως, παραμονή Πρωτοχρονιάς στη Σμύρνη, να βρίσκονται αραγμένα και βαπόρια του ελληνικού στόλου ή της ρωσικής φλότας ή κι από άλλο κράτος. Τα πλοία αυτά, με το έμπα του χρόνου, ρίχνανε τους μεγάλους προβολείς τους πάνω στην πόλη της Σμύρνης. Φώτιζαν “πορπατιστά”, όπως έλεγαν, δηλαδή περιφέροντας αργά το φως των προβολέων από τη μία ως την άλλη άκρη της μακριάς παραλίας με τα ωραία αρχοντικά σπίτια και τα πολλά κέντρα διασκέδασης.
Για το καλό του χρόνου, το σβήσιμο των φώτων στο σπίτι πριν από τις 12 το βράδυ, το είχαν έθιμο και στη Σμύρνη. Εκεί, λίγο πριν συμπληρωθούν οι 12 χτύποι της καμπάνας που σήμαιναν την αλλαγή του χρόνου, ο νοικοκύρης του σπιτιού έσβηνε όλα τα φώτα, τα άναβε αμέσως ξανά και άνοιγε για λίγο πόρτες και παράθυρα για να μπει στο σπίτι ο καινούργιος χρόνος.
Τότε, τα παιδιά αρχινούσαν τα τραγούδια, παίζοντας πιάνο, κιθάρα, βιολί, μαντολίνο, ακορντεόν, τουμπελέκι κι ό,τι άλλο όργανο υπήρχε στο σπίτι. Φανταστείτε ότι τότε τα μισά σπίτια της Σμύρνης είχαν πιάνο! Κάποιοι έκοβαν τη βασιλόπιτα με το έμπα του καινούργιου χρόνου, ενώ κάποιοι άλλοι ανήμερα μετά το γεύμα.
Παιχνίδι και τραγούδι
Καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, έτρωγε ο καθένας το κομμάτι του πίνοντας τσάι κινέζικο ή ινδικό – όχι του βουνού. Μετά, η οικογένεια και οι καλεσμένοι έπαιζαν διάφορα παιχνίδια, όπως τόμπολα και ντόμινο. Βέβαια παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Σμύρνη οργίαζαν οι τζογαδόροι. Αυτοί ξενυχτούσαν στις λέσχες, στα καζίνα, στα μεγάλα καφενεία και στους καφενέδες. Κυρίως έπαιζαν χαρτιά και ζάρια, ανήκαν δε τόσο στους φτωχούς όσο και στους πλούσιους… oι αρρώστιες, ξέρετε, δεν κάνουν διάκριση. Ήρθε όμως η ώρα για να ακούσουμε ένα τραγούδι:
Σμυρνιοπούλα, Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα, Πόλη, 1908.
Το πρωί ο νοικοκύρης έπαιρνε τα παιδιά και πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ η νοικοκυρά έπρεπε να μείνει στο σπίτι, γιατί αυτό δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να μείνει μονάχο τέτοια μέρα, εκτός και είχε κάποιον για ν’ αφήσει. Ο νοικοκύρης έπαιρνε στην εκκλησία και το τυχερό ρόδι, για να το… λειτουργήσει. Όταν γύριζαν στο σπίτι, έσπαζαν το ρόδι, χτυπώντας το με δύναμη στο πίσω μέρος της πόρτας και έλεγαν ευχές. Προσέξτε! Το χυμένο ρόδι δεν το σκούπιζαν, αλλά απλώς μάζευαν τα σπόρια του και τα φλούδια και τα έβαζαν πίσω από την πόρτα. Τα άφηναν εκεί όλη τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, γιατί δεν έπρεπε να τα σκουπίσουν. Ήταν, λέει, γρουσουζιά!
«Ανάμνησις Σμύρνης» (Τιμ. Ξανθόπουλου-Γ. Μποζαλίδη), Τίτος Ξηρέλλης, Βερολίνο 1920
Την Πρωτοχρονιά έπρεπε απαραίτητα ν’ ανοίξουν για λίγο όλα τα μαγαζιά, για το καλό του χρόνου. Έτσι, οι μαγαζάτορες πήγαιναν κι άνοιγαν για μερικές ώρες, συνήθως ως τις 2:00 το μεσημέρι, οπότε πήγαιναν σπίτι για φαγητό. Τα κάλαντα τα έλεγαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά έπρεπε κι ανήμερα να ακουστούν λίγα κάλαντα.
Γι’ αυτό, μετά τη λειτουργία στις εκκλησιές, οι φιλαρμονικές μπάντες της Σμύρνης παίρνανε με τη σειρά τα καλά σπίτια και τα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά κι έπαιζαν με τις τρομπέτες και τα τρομπόνια τους τα Άη-Βασιλιάτικα κάλαντα. Επίσης μουζικάντηδες, με μαντολίνα, κιθάρες και ακορντεόν, κάνανε το ίδιο. Όλοι αυτοί ήθελαν λίγο μπαξίσι και το είχαν μαζί με τραταρίσματα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να πάμε πίσω στο 1935 και να ακούσουμε τα “πρωτοχρονιάτικα κάλαντα”, από σμυρνιώτικη ορχήστρα με μαντολίνα και χορωδία. Πρόκειται για σπάνια κόπια, η οποία επεξεργάστηκε ηχητικά σε Αγγλία και Σουηδία:
Η μεγαλειώδης σμυρνιώτικη βασιλόπιτα
Η σμυρνιώτικη βασιλόπιτα είχε κάτι το μεγαλειώδες! Ήταν στολισμένη με σχέδια δικέφαλου αετού και με γαρύφαλλα. Το κόψιμο της και το μοίρασμα ήταν ιεροτελεστία. Καθένας, έψαχνε με λαχτάρα το κομμάτι του, για το φλουρί, αφού αυτός που το εύρισκε θεωρούνταν ο τυχερός της νέας χρονιάς. Μεγαλειώδης, όμως, ήταν κι η “ιστορία” της σμυρνιώτικης βασιλόπιτας όπως την πίστευαν εκεί.
Η παράδοση, λοιπόν, έλεγε ότι το 350 περίπου μ.Χ. η Καισάρεια απειλήθηκε από τον έπαρχο της Καππαδοκίας, μάλιστα με πολύ στρατό. Για να μη λεηλατηθεί, αφού ήταν μία πόλη ανοχύρωτη, ο επίσκοπός της ο Βασίλειος κάλεσε το λαό να δώσει ό,τι μπορούσε από τα πλούτη του (χρυσά κοσμήματα και νομίσματα, κυρίως) για να τα προσφέρει -με επιτροπή- στους εισβολείς και έτσι αυτοί να φύγουν.
Τσιφτετέλι, “Θα σπάσω κούπες” Ελληνική Εστουδιαντίνα, Σμύρνη, 1909.
Τα μάζεψαν λοιπόν (τα χρυσαφικά) το βράδυ στη Μητρόπολη και περίμεναν να ξημερώσει για να τα πάει ο Δεσπότης τους στους επιδρομείς. Το πρωί, όμως, ο λαός της Καισάρειας διαπίστωσε έκπληκτος ότι οι επιδρομείς (άγνωστο γιατί) είχαν φύγει! Αυτό θεωρήθηκε θαύμα και όλοι το απέδωσαν στον ιεράρχη τους, τον Μέγα Βασίλειο. Ο οποίος βλέποντας ότι τα χρυσαφικά δεν είχαν πλέον κανένα σκοπό, σκέφτηκε να τα επιστρέψει στους δικαιούχους. Αλλά πώς; Ποιος θα έπαιρνε σίγουρα το δικό του;
Για ν’ αποφύγει, λοιπόν, τις ταραχές και τη σύγχυση, έβαλε κρυφά, ο σοφός Βασίλειος, να κάνουν μικρά ψωμάκια όσα και τα σπίτια της Καισάρειας και μέσα στο καθένα έβαλε από ένα χρυσαφικό. Όταν ψήθηκαν τα ψωμάκια, κάλεσε το λαό για να του προσφέρει ένα αναμνηστικό δώρο από τη διάσωση της πόλης. Δεν έγιναν δηλαδή τα χρυσαφικά λαμόγια -ήγουν άγνωστης τύχης- όπως ο άγνωστης, τελικώς, τύχης χρυσός μόσχος του Ααρών… – ενώ ο Μωυσής ήταν Σεϋχέλλες μεριά, με την “έτσι”….Και από τότε στην Καισάρεια έκαναν μία μεγάλη πίτα και μέσα της έκρυβαν ένα ασημένιο ή χρυσό νόμισμα, όπως τότε ο αγνός και τίμιος Βασίλειός τους…