Ο χορός θανάτου της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και του Ρίτσαρντ Μπάρτον
04/01/2024Ως «χορό θανάτου» περιγράφει ο συγγραφέας Ρότζερ Λούις στο νέο του βιβλίο την σχέση της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και του Ρίτσαρντ Μπάρτον: «Έναν χορό θανάτου στον οποίο και οι δύο σύντροφοι ήταν καταδικασμένοι να επιβιώσουν». Η βιογραφία του με τίτλο “Erotic vagrancy: everything about Richard Barton and Elizabeth Taylor” μόλις κυκλοφόρησε και μπορεί να μην εκπληρώνει την υπόσχεση να καταγράψει πραγματικά τα πάντα για τα δυο υποκριτικά μεγαθήρια και τον απρόσμενο έρωτα τους, αλλά σίγουρα περιέχει περισσότερα από όσα θα ήθελε ίσως να μάθει ο αναγνώστης.
«Χωρίς επίσημη εξουσιοδότηση είναι μία αντισυμβατική και ανυποχώρητη βιβλιογραφία», σύμφωνα με τον βιβλιοκριτικό Αντριου Μπίλεν των Times του Λονδίνου. Στις 750 σελίδες του ο Ουαλός συγγραφέας που είναι επίσης βιογράφος του Πίτερ Σέλερς και του Λόρενς Ολιβιέ αποτυπώνει το πάθος αλλά και την αγανάκτηση που χαρακτήρισε την ένωση αυτών των δυο εξίσου δυνατών και ταλαντούχων προσωπικοτήτων. Μια αγανάκτηση που καθίσταται εμφανής όταν η Τέιλορ είπε μεγαλόφωνα σε ένα πάρτι στο οποίο ο σύζυγός της εμφανώς μεθυσμένος ανέλυε επι ώρα το έργο του ποιητή Ντίλαν Τόμας: «Μα επιτέλους πότε θα το βουλώσει αυτός ο άνθρωπος;».
Ίσως μόνο ένα βιβλίο τέτοιας έκτασης μπορεί να περιγράψει την υπέροχη κακογουστιά όπως την χαρακτηρίζει , την απληστία και τα χρήματα που έγιναν το βασικό στοιχείο της σχέσης Μπάρτον-Τέιλορ. Ο συγγραφέας περιφρονώντας την τυπική δομή μιας βιογραφίας, υιοθετεί μια άσεμνη, ανορθολογική προσέγγιση, αναπηδώντας σε εποχές, εστιάζοντας σε δευτερεύοντες χαρακτήρες και κάνοντας ακόμα και εικασίες. Περιγράφει την Τέιλορ ως μια γυναίκα που δεν ενηλικιώθηκε στην πραγματικότητα ποτέ, μένοντας ίδια από την εποχή που μεσουράνησε, ως παιδί θαύμα του κινηματογραφικού στούντιο της MGM.
Δεν της χαρίζεται, μιας και πίσω από την εκπληκτική ομορφιά και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της βλέπει ένα κακομαθημένο και χειριστικό παιδί, μία εγωίστρια εθισμένη στα δράματα και στις κατά φαντασίαν ασθένειες που χρησιμοποιούσε ώστε να εκφοβίζει τους γιατρούς για να της συνταγογραφούν τα χάπια στα οποία ήταν εθισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο ήταν μια συλλέκτρια συζύγων, ακριβών ενδυμάτων, κοσμημάτων και κατοικίδιων.
Όπως είπε ο τέταρτος σύζυγός της Έντι Φίσερ: «Ένα διαμάντι 50.000 δολαρίων μπορούσε να βελτιώσει τη διάθεση της για τέσσερις ημέρες και μετά πάλι επιστροφή στα ίδια…». Ποτέ δεν βαρέθηκε την έκθεση. Είχε μια εμμονή με τη δημοσιότητα. Ακόμα και μια χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση ενός “καλοήθη” όγκου στον εγκέφαλό της, δεν στάθηκε ικανή να ακυρώσει την προγραμματισμένη φωτογράφιση της για το περιοδικό Life.
Η οργή του Πάπα!
Ο συγγραφέας ασχολείται και με τη δύσκολη παιδική ηλικία του Μπάρτον, η οποία και τον καθόρισε. Ήταν το 12ο από τα 13 παιδιά που γεννήθηκαν από έναν μεθυσμένο πατέρα, τον Ρίτσαρντ Τζένκινς και μια μητέρα που πέθανε όταν ο Μπάρτον ήταν μονάχα δύο ετών. Μεγάλωσε φτωχικά με τη μεγαλύτερη αδελφή του και τον ανθρακωρύχο σύζυγό της σε ένα φτωχικό προάστιο της Αγγλίας, όπου ένας τοπικός δάσκαλος τον πήρε υπό την προστασία του και τον εκπαίδευσε για τη σκηνή
Οι στερήσεις τον μετέτρεψαν σε έναν παθιασμένο και δύσκολο άνθρωπο και τελικά η φωτιά συνάντησε τη φωτιά στα γυρίσματα της Κλεοπάτρας το 1963. «Είσαι πολύ χοντρή, αλλά έχεις όμορφο πρόσωπο», είναι τα πρώτα λόγια του Μπάρτον προς αυτήν. Ο παραγωγός της ταινίας Γουόλτερ Γουάγκνερ σημειώνει πως οι δύο ηθοποιοί σύντομα «συζητούν έντονα… Μπορούσες σχεδόν να νιώσεις τον ηλεκτρισμό».
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας εντόπισε την έλξη μεταξύ των πρωταγωνιστών του, περιγράφοντας τους ως ένα ζευγάρι εραστών που «καταναλώνουν τον εαυτό τους, σαν φωτιά». Ήταν και οι δύο ακόμα παντρεμένοι, η Τέιλορ με τον τραγουδιστή και τέταρτο κατά σειρά σύζυγό της Έντι Φίσερ και ο Μπάρτον με την ηθοποιό Σίμπιλ Ουίλιαμς. Παρόλα αυτά, η ερωτική σχέση των δυο ήταν τόσο ακραία και καταστροφική ώστε εξόργισε ακόμη και το Βατικανό. Τότε ο πάπας αναγκάστηκε να πάρει θέση με ανακοίνωσή του, καταδικάζοντας τον ανίερο έρωτά τους ως «σαρκική αλητεία» (“erotic vagrancy”). Οι δύο σταρ έμοιαζαν να συναγωνίζονται για το ποιος θα μπορούσε να είναι πιο κτητικός, κακομαθημένος και δύσκολα διαχειρίσιμος. Για αρκετά χρόνια τα ονόματα τους ήταν συνώνυμο με τη χυδαία και κραυγαλέα επιδεικτικότητα.
Η φωτιά συνάντησε τη φωτιά…
Εκτός από μια θαλαμηγό, δεκάδες πανάκριβα αυτοκίνητα, ιδιωτικό αεροπλάνο στο οποίο η Τέιλορ ζήτησε να υπάρχει τζάκι, το ζευγάρι απασχολούσε προσωπικό 17 ατόμων, που τους συνόδευε παντού, με κόστος 800.000 δολαρίων ετησίως, και, όπως το θέτει ο Λιούις, «επεκτείνονταν συνεχώς, όπως ο Κόσμος».
Οι καβγάδες τους, που τροφοδοτούνταν από κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών δεν ήταν μονάχα λεκτικοί. Η Τέιλορ επιστρέφει από ένα ταξίδι στη Γάλλο με μελανιασμένο πρόσωπο και δεν μπορεί να φωτογραφηθεί. Η ηθοποιός λέει στους δημοσιογράφους: «Χτύπησα τη μύτη μου σε ένα τασάκι όταν κοιμόμουν στο πίσω κάθισμα και το αυτοκίνητο χτύπησε σε λακκούβα». Ο πρόεδρος της Twentieth Century Fox αναφέρεται αργότερα στο «ξύλο που της έδωσε ο Μπάρτον… Χρειάστηκαν 22 ημέρες για να συνέλθει αρκετά ώστε να συνεχίσει τα γυρίσματα».
«Η Τέιλορ με τη σειρά της χτυπούσε συνέχεια και γρονθοκοπούσε τον Μπάρτον», ανέφερε ο σεναριογράφος Έρνεστ Λέμαν στα γυρίσματα της ταινίας “Who’s Afraid of Virginia Woolf”. Μια παράσταση που σύμφωνα με όσους τους γνώριζαν αποτύπωνε την τοξικότητα του γάμου τους. Ο συγγραφέας αποκαλεί την εμπλοκή του Μπάρτον με την Τέιλορ τη μεγάλη καταστροφή της ζωής του, τη «φαουστιανή συμφωνία» με την οποία κέρδισε μεν πλούτη και διασημότητα, αλλά έχασε την ευημερία του. Ο έρωτάς τους ισοδυναμούσε με δυστυχία, από την οποία εντέλει ξέφυγαν και οι δυο. Αυτό από το οποίο όμως δεν ξέφυγαν ποτέ ήταν η παιδική τους ηλικία. Εκεί έμειναν και οι δυο εγκλωβισμένοι μέχρι τον θάνατο τους.