Πώς θα αναβαθμιστεί η εκπαίδευση των αξιωματικών
21/01/2024Το τελευταίο διάστημα η ηγεσία του υπουργείου Άμυνας αναφέρθηκε και στην αναβάθμιση των στρατιωτικών σχολών. Σε νομοσχέδιο του οποίου η κατάθεση επίκειται, θα προβλέπεται η δυνατότητα αυτόνομης διοργάνωσης διδακτορικών σπουδών και η ίδρυση περισσότερων μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Με αυτή την αφορμή θα εξετάσουμε το θέμα της μόρφωσης των αξιωματικών, το οποίο σποραδικά εμφανίζεται στη δημόσια συζήτηση, η οποία μονοπωλείται από τα εξοπλιστικά ζητήματα. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τις παραγωγικές σχολές, ενώ στο επόμενο με την ανώτερη στρατιωτική μόρφωση.
Την αξία της στρατιωτικής μόρφωσης έχουν αναγνωρίσει οι πάντες. Ο Κλαούζεβιτς, για να μην πάμε πιο πίσω, τόνισε πως «πολλές από τις αποφάσεις που αντιμετωπίζει ο αρχιστράτηγος, μοιάζουν με μαθηματικά προβλήματα αντάξια των προσόντων ενός Νεύτωνα ή ενός Όιλερ». Ο δε Βρετανός Σερ Μάικλ Χάουαρντ έχει υποστηρίξει ότι «το στρατιωτικό επάγγελμα είναι το πιο απαιτητικό από όλα τα επαγγέλματα όχι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά». Ο Γάλλος Marc Bloch, από τους ιδρυτές της Σχολής των Annales, μετά την ήττα της Γαλλίας το 1940, αποπειράθηκε να εξηγήσει αυτό που αποκαλούσε “Παράξενη Ήττα”. Μέρος της απάντησης θεωρούσε ότι βρισκόταν στο σύστημα της Γαλλικής Σχολής Πολέμου.
Διεθνώς χρησιμοποιείται ο όρος “Επαγγελματική Στρατιωτική Μόρφωση” για να περιγράψει τόσο την εκπαίδευση όσο και τη μόρφωση. Ένας περιεκτικός ορισμός, που αντλεί από το έργο του Κλαούζεβιτς, είναι ότι «η επαγγελματική στρατιωτική μόρφωση είναι η διαδικασία ανάπτυξης τεσσάρων βασικών ιδιοτήτων που απαιτούνται από τα μέλη του επαγγέλματος των όπλων: διάνοια, εξειδίκευση, ήθος και ηγεσία». Εφόσον η επαγγελματική στρατιωτική μόρφωση αποτελεί βασική συνιστώσα της στρατιωτικής ικανότητας μιας χώρας, οφείλει να λαμβάνει και την ανάλογη προτεραιότητα.
Τρία χαρακτηριστικά
Ας αναφέρουμε προκαταβολικά κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ισχύουν στη χώρα μας:
Πρώτον, η επτάχρονη δικτατορία δημιούργησε την αντίληψη ότι οι αξιωματικοί δεν ήταν πολύ μορφωμένοι. Αυτή υποφώσκει μέχρι σήμερα, παρόλο που όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί έχουν δύο και τρία πτυχία. Αποτέλεσμά της είναι αφενός μεν ο Στρατός ως θεσμός να θεωρεί οποιαδήποτε συνεργασία με τα πανεπιστήμια σχεδόν ιερή, ανεξαρτήτως περιεχομένου, αφετέρου δε οι πολίτες και πολιτικοί να θεωρούν την οποιαδήποτε πανεπιστημιακή μόρφωση των αξιωματικών απαραίτητη για το “ξεβλάχεμά” τους.
Δεύτερον, δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ μια συνολική προσέγγιση της μόρφωσης των αξιωματικών από την κατάταξή τους μέχρι τους ανώτατους βαθμούς, εντός των κλάδων ή διακλαδική. Βεβαίως στην Ελλάδα οι επιτροπές και οι μελέτες αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, και δικαιολογημένα. Ωστόσο αν εξετάζουμε αποσπασματικά κάθε φορά πτυχές μόνο του ζητήματος στην τάδε σχολή ή στο δείνα στάδιο, δεν θα καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Τρίτον, στην Ελλάδα δεν χρησιμοποιείται καν ο όρος “Επαγγελματική Στρατιωτική Μόρφωση”. Παρότι ζούμε στην εποχή της πληροφορίας και του διαδικτύου, φαίνεται ότι αγνοούμε τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τόσο στον δημόσιο όσο και στον υπηρεσιακό διάλογο δεν υπάρχει κοινό έδαφος και μπορεί να ακουστούν οι πιο αντιφατικές απόψεις. Επίσης σε όλα τα επίσημα κείμενα (νόμοι, οργανισμοί σχολών κτλ.) δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εκπαίδευσης και μόρφωσης. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά ο όρος εκπαίδευση.
Τι ισχύει διεθνώς για την εκπαίδευση των αξιωματικών
Το πρόβλημα με τη Σχολή Ευελπίδων, η οποία μαζί με την Ικάρων και τη Ναυτικών Δοκίμων αποτελούν τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Στρατιωτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ), είναι οι προπτυχιακές και όχι οι μεταπτυχιακές ή οι διδακτορικές σπουδές, στις οποίες εστιάζεται η προσοχή. Μολονότι όσα αναφέρονται εδώ αφορούν τη Σχολή Ευελπίδων, παρόμοια είναι η κατάσταση και στις άλλες δύο σχολές. Ενώ τα ΑΣΕΙ είναι ανώτατα και ισότιμα με τα ΑΕΙ, το πτυχίο των στρατιωτικών σχολών δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Η αναφορά σε “στρατιωτική” (ναυτική και αεροπορική) επιστήμη δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Διδάσκεται ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός μαθημάτων, χωρίς να υπάρχει διαχωρισμός “ακαδημαϊκών” και “στρατιωτικών” μαθημάτων και να είναι σαφές με ποια δοσολογία προκύπτει η στρατιωτική επιστήμη.
Οι ΗΠΑ π.χ. αποφάσισαν εδώ και πολλά χρόνια ότι κάθε σπουδαστής έπρεπε να εστιάσει στη μελέτη σε βάθος ενός ακαδημαϊκού γνωστικού αντικειμένου, πέρα από τα γενικά αντικείμενα, το οποίο θα οδηγούσε στην απόκτηση του αντίστοιχου πτυχίου. Έτσι οι αξιωματικοί που αποφοιτούν από το Γουέστ Πόιντ παίρνουν συγκεκριμένα πτυχία (οικονομικών, μηχανικού, πληροφορικής, ιστορίας, φυσικής, κοινωνιολογίας κ.α.) από ένα σύνολο επιστημών που είναι διαθέσιμες. Η σχολή δεν χορηγεί μεταπτυχιακούς τίτλους.
Με βάση την διεθνή εμπειρία μπορούμε να κατατάξουμε τις στρατιωτικές σχολές σε δύο γενικές κατηγορίες, με πολλές ενδιάμεσες παραλλαγές. Η μία είναι το αμερικανικό πρότυπο. Στο άλλο άκρο βρίσκεται το βρετανικό με τη Στρατιωτική Ακαδημία του Sandhurst, όπου η πλειονότητα των σπουδαστών κατατάσσεται έχοντας πανεπιστημιακό πτυχίο, οπότε η φοίτηση περιλαμβάνει κυρίως στρατιωτική εκπαίδευση διαρκείας περίπου ενός έτους.
Στο ενδιάμεσο, η Γερμανία, πρωτοπόρα στη μόρφωση των αξιωματικών εδώ και δύο αιώνες, ίδρυσε το 1973 δύο στρατιωτικά πανεπιστήμια, στα οποία φοιτούν οι αξιωματικοί μετά τη στρατιωτική τους εκπαίδευση. Ενώ ανήκουν στο υπουργείο Άμυνας, τα πανεπιστήμια παρέχουν μόρφωση σε 15 περίπου ακαδημαϊκά γνωστικά πεδία. Οι προπτυχιακές σπουδές διαρκούν τρία έτη ενώ για όσους συνεχίζουν μεταπτυχιακές σπουδές διατίθεται ακόμη ένα έτος.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο Ισραήλ, όπου στο Κολέγιο Τακτικής Διοίκησης φοιτούν υπολοχαγοί, οι οποίοι αποκτούν πτυχίο από το πανεπιστήμιο της Χάιφας σε οικονομικά, πολιτική επιστήμη, παιδαγωγική και βιολογία. Η Γαλλία άλλη παραλλαγή. Η Σχολή του Σεντ-Συρ δέχεται σπουδαστές μετά από δύο χρόνια μεταλυκειακών σπουδών και από τα τρία χρόνια που διαρκεί η σχολή τα δύο είναι αφιερωμένα στην ακαδημαϊκή μόρφωση και όλοι αποφοιτούν με μεταπτυχιακό τίτλο.
Σχολή Ευελπίδων
Είναι εντυπωσιακό ότι στο νόμο 3187/2003 παρεισέφρησε ως μία από τις τρείς αποστολές των ΑΣΕΙ «να διοργανώνουν από κοινού με τα πανεπιστήμια προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών». Ήδη η Σχολή Ευελπίδων οργανώνει μεταπτυχιακό πρόγραμμα με τίτλο “Κρυπτογραφία, Ασφάλεια και Συστήματα Πληροφοριών” και απονέμει μεταπτυχιακό στην Κρυπτογραφία και Κυβερνοασφάλεια, στον Πληροφοριακό Πόλεμο και τα Γεωπληροφοριακά Συστήματα. Ποιο είναι το πρόβλημα με τα μεταπτυχιακά στη Σχολή Ευελπίδων;
Πρώτον, παρακάμπτεται το βασικό ζήτημα που είναι οι προπτυχιακές σπουδές και η συζήτηση γίνεται για τις μεταπτυχιακές. Οι προπτυχιακές αποσκοπούν στην απόκτηση πτυχίου στη στρατιωτική επιστήμη, η οποία σύμφωνα με τον Οργανισμό της Σχολής είναι η συστηματική γνώση του πολέμου. Όταν ο ορισμός είναι τόσο ευρύς, μπορεί να συμπεριλάβει τα πάντα. Με την ανάμειξη στρατιωτικών και ακαδημαϊκών γνώσεων, με τη διδασκαλία περίπου 150 γνωστικών αντικειμένων, έχουμε ένα τεράστιο πλάτος γνώσεων με ρηχό βάθος. Το αποτέλεσμα της μη εξειδίκευσης της γνώσης με τη σπουδή μιας συγκεκριμένης ακαδημαϊκής πειθαρχίας, είναι η ελλιπής ανάπτυξη της επιστημονικής διερεύνησης, η οποία προκύπτει από επιστημονική γνώση, κριτική σκέψη και επιστημονικό συλλογισμό.
Δεύτερον, τα μεταπτυχιακά προγράμματα δεν προέκυψαν επειδή ο Στρατός αποφάσισε ότι τα χρειάζεται αλλά επειδή τα προωθούν οι καθηγητές, οι οποίοι έχουν τα δικά τους ερευνητικά ενδιαφέροντα για την πραγματοποίηση αυτών των προγραμμάτων. Χωρίς θεσμική κατεύθυνση, με αμηχανία ή και απροθυμία, ο Στρατός εγκρίνει αυτά τα προγράμματα για να μη χαρακτηριστεί αμόρφωτος ή οπισθοδρομικός!
Τρίτον, η φοίτηση στη Σχολή Ευελπίδων είναι τετραετής. Όσο κι αν τονίζεται η σπουδαιότητα των μεταπτυχιακών, αυτά βρίσκονται στην ουσία εκτός της αποστολής της σχολής, εφόσον υλοποιούνται μετά το χρόνο αποφοίτησης των σπουδαστών. Αν ήταν απαραίτητα έπρεπε να ενταχθούν στο κανονικό πρόγραμμα σπουδών. Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα ποιους αφορούν και ποιοι τα παρακολουθούν. Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε η τελετή αποφοίτησης της πρώτης και δεύτερης εκπαιδευτικής σειράς του Προγράμματος “Κρυπτογραφία, Ασφάλεια και Συστήματα Πληροφοριών”. Από τους 24 αποφοιτήσαντες μόνο τέσσερις ήταν αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς. Με τη βιομηχανία των μεταπτυχιακών τα τελευταία χρόνια, όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί προτιμούν να παρακολουθούν μεταπτυχιακά προγράμματα σε διάφορα πανεπιστήμια και πολλοί κάνουν και διδακτορικά.
Είναι ενδεικτικό ότι τα μεταπτυχιακά δεν αφορούν αντικείμενα που η σχολή χαρακτηρίζει πυρήνα και κορμό της στρατιωτικής επιστήμης, όπως π.χ. η στρατιωτική ιστορία ή η ηγεσία. Αντιθέτως, τα προσφερόμενα σήμερα μεταπτυχιακά ανήκουν στην περιφέρεια της στρατιωτικής επιστήμης και, ανεξάρτητα από τον τίτλο τους, θα μπορούσαν να οργανωθούν σε πανεπιστημιακές σχολές. Το επιχείρημα ότι τα μεταπτυχιακά συμβάλλουν στην ενίσχυση της έρευνας και της γνώσης σε αμυντικά θέματα, θα ήταν σωστό αν οι ιθύνοντες της άμυνας είχαν αποφασίσει γι’ αυτά κι όχι η σχολή.
Προτάσεις
Βασιζόμενοι στη διεθνή πρακτική θεωρούμε ότι υπάρχουν δύο λύσεις στο πρόβλημα των προπτυχιακών σπουδών. Η πρώτη είναι να οργανωθούν οι σχολές κατά τρόπο ώστε να προσφέρουν πτυχία σε συγκεκριμένες επιστήμες μετά από τετραετή φοίτηση. Επειδή, όμως, είναι μικρός σχετικά ο αριθμός των σπουδαστών σε κάθε σχολή και τα γνωστικά αντικείμενα πολλά, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο ενός στρατιωτικού πανεπιστημίου, που να περιλαμβάνει και τις τρεις στρατιωτικές σχολές. Αυτή η λύση, όμως, εκτιμάται ότι θα προσκρούσει σε συμφέροντα και είναι δύσκολο να υλοποιηθεί.
Η δεύτερη λύση, πιο απλή να υλοποιηθεί και πιο οικονομική για να λειτουργήσει, είναι στη Σχολή Ευελπίδων να εισέρχονται απόφοιτοι ανωτάτων σχολών όλων σχεδόν των γνωστικών αντικειμένων, οι οποίοι να εκπαιδεύονται στη σχολή για ένα χρόνο ή για όσο κριθεί απαραίτητο. Η Ελλάδα διαθέτει πλέον τεράστιο αριθμό αποφοίτων πανεπιστημίων, οπότε είναι εύκολο να βρεθούν υποψήφιοι. Πλην της οικονομίας, ο Στρατός έχει να ωφεληθεί τα μέγιστα από υποψηφίους με τόσο διαφορετικό υπόβαθρο. Εκτός αυτού χρειάζεται να εξετασθεί με αυτό το σύστημα, η φοίτηση και των εφέδρων αξιωματικών στη Σχολή Ευελπίδων, εφόσον το σημερινό σύστημα παραγωγής εφέδρων αξιωματικών έχει εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Φυσικά μεταξύ αυτών των δύο προτάσεων μια ενδελεχής μελέτη μπορεί να αναδείξει διάφορους συνδυασμούς.
Η Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων καταρτίζει αξιωματικούς του Υγειονομικού (ιατρούς, κτηνίατρους, οδοντιάτρους, φαρμακοποιούς, ψυχολόγους), του Οικονομικού και Στρατολόγους, οι οποίοι φοιτούν στις αντίστοιχες σχολές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Σήμερα με την πληθώρα αποφοίτων πανεπιστημίων ο Στρατός και γι’ αυτές τις ειδικότητες μπορεί να προσλαμβάνει αποφοίτους αντίστοιχων κατηγοριών. Η δε στρατιωτική εκπαίδευσή τους θα πραγματοποιείται στη Σχολή Ευελπίδων για όσο διάστημα κριθεί αναγκαίο. Πρόκειται για οικονομική λύση, η οποία διαθέτει επιπλέον το πλεονέκτημα ότι οι αξιωματικοί όλων των Όπλων και Σωμάτων εκπαιδεύονται με ένα κοινό πνεύμα από μία ενιαία σχολή. Το ίδιο προτείνεται και για τη Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής.