Η συμβασιλεία στο Βυζάντιο – Η περίπτωση του Βουλγαροκτόνου
03/02/2024Τα άγουρα χρόνια της παιδικής αθωότητας δεν κυλούσαν ανέμελα για τους βασιλόπαιδες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που είχαν την ατυχία να στεφθούν σε μικρή ηλικία (σχεδόν παιδιά, ενίοτε) συμβασιλείς των κηδεμόνων-αυτοκρατόρων, οι οποίοι ήταν — κατά το πλείστον — πατέρες τους. Κι αυτό γιατί ήταν σπάνιες οι φορές της ξεγνοιασιάς με παιδιά της ηλικίας τους και οι ώρες πατρικής τρυφερότητας που απολάμβαναν στα διαλείμματα κρίσεων ή πολέμων με τους εχθρούς του Βυζαντίου.
Ο τίτλος που έφεραν (με βάση το πρωτόκολλο της αναγόρευσής τους) δεν τους επέτρεπε να μένουν μακριά από τα όσα συνέβαιναν στα ενδότερα και τα άκρια (σύνορα) της αυτοκρατορίας. Πέρα απ’ αυτό, όμως, ήταν και το άχθος που σήκωναν για ικανοποίηση των αυτοκρατόρων πατέρων/κηδεμόνων τους, τους οποίους δεν έπρεπε να διαψεύσουν…
Έτσι, θέλοντας και μη, είχαν πλήρη αντίληψη των προβλημάτων της αυτοκρατορίας ως αυτήκοοι μάρτυρες των ειδήσεων που μετέφεραν οι αγγελιοφόροι, οι κατάσκοποι και οι αξιωματούχοι της Αυλής στην Αίθουσα του Θρόνου για τα τεκταινόμενα σε βυζαντινό έδαφος. Τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό (διαμαρτυρίες κοινωνικών τάξεων, συνωμοσίες, υποθέσεις διαφθοράς, δολοπλοκίες ή στάσεις κατά του θρόνου) και το εξωτερικό μέτωπο (συμμαχίες, επιγαμίες, εκπολιτιστικές και ιεραποστολικές αποστολές ή πόλεμοι για την προάσπιση εδαφών στα σύνορα και πέρα απ’ αυτά, σε ευρύτερη υπερτοπική κλίμακα που περιελάμβανε τα βυζαντινά Θέματα).
Ενδεικτικότερο όλων παράδειγμα εναπόθεσης ευθυνών σε παιδιάστικους ώμους συμβασιλέα ήταν η περίπτωση του Βασίλειου Β’, που έγινε συναυτοκράτορας στα δύο του χρόνια (μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Κωνσταντίνο Η’) και θήτευσε μέχρι τα πέντε στο πλευρό του πατέρα του Ρωμανού Β’, για να τεθεί προσωρινά υπό την αιγίδα της χήρας μητέρας του, η οποία ανέλαβε την αντιβασιλεία μέχρι τον δεύτερο γάμο της με τον στρατηγό-αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, προστάτη των συμβασιλέων πριγκίπων. Αυτό ως τη δολοφονία του τελευταίου το 969 από τη γυναίκα του Θεοφανώ και τον ανιψιό του ”δομέστικο τῶν σχολῶν” (αρχιστράτηγο) Τσιμισκή (σ.σ: Η χειρότερη χρονιά για τον 11χρονο Βασίλειο Β’ μετά το θάνατο του πατέρα του [963], γιατί συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι ήταν ”μαριονέτα” της μητέρας του σ’ ένα παλάτι θεμελιωμένο με αίμα…).
Συνειδητοποίησε όμως ακόμα ότι ο στρατηγός-αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής ήταν το ίδιο άξιος για τη θέση αυτή με τον θείο του Νικηφόρο Φωκά. Κάτι που επιβεβαίωσαν οι χρονογράφοι της εποχής του και οι κατοπινοί χαρακτηρίζοντάς τον ως ένας από τους κορυφαίους αυτοκράτορες της ”Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας” και ‘Αυτοκράτορα των Ελλήνων! (βλ. ”Χρονικό της Δαμασκού”, του Άραβα συγγραφέα Ibn al-Qalanisi).
Το Βυζάντιο και ο Βουλγαροκτόνος
Τον σπουδαίο αυτοκράτορα Τσιμισκή (που έβαψε τα χέρια του με το αίμα του θείου του για τα μάτια της Θεοφανώς και της εξουσίας) διαδέχθηκε το 976 ο συμβασιλιάς του Ρωμανού Β’ Βασίλειος Β’ (επονομαζόμενος, μετέπειτα, ”Βουλγαροκτόνος”) σε ηλικία 18 ετών, για να αναδειχθεί στη συνέχεια ως ο μακροβιότερος στον βυζαντινό θρόνο αυτοκράτορας (976 – 1025). Σημειωτέον ότι και ο Ρωμανός είχε στεφθεί συμβασιλιάς του δικού του πατέρα-αυτοκράτορα της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057). Του συγγραφέα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-959), ο οποίος φρόντισε να στέψει τον εικοσάχρονο γιο του (945) πριν πεθάνει ελπίζοντας ότι θα αποδειχθεί λαμπρός διάδοχος και συνεχιστής της ένδοξης Δυναστείας.
Το ομολογεί ο ίδιος, άλλωστε, στο προοίμιο του έργου που αφιέρωσε στον γιο του ( ”Περί διοικήσεως της Αυτοκρατορίας”) , αν και οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν από νωρίς γιατί ο Ρωμανός Β’ αποδείχθηκε μέθυσος και φιλήδονος. Έπεσε θύμα από μικρός, βέβαια, των βυζαντινών επιγαμιών. Σε ηλικία 5 ετών τον πάντρεψαν με την κόρη του Γάλλου ηγεμόνα Ούγου, Βέθα, μετά το θάνατο της οποίας ερωτεύτηκε τη Σπαρτιάτισσα Αναστασία. Την Αναστασία-”Θεοφανώ”, κόρη ενός ταβερνιάρη από τη Σπάρτη, γνωστή για την ομορφιά, την υπέρμετρη φιλοδοξία και τις δολοπλοκίες της, που ανταγωνίζονταν την ανηθικότητά της.
Αλλά ο ερωτευμένος Ρωμανός δεν τα έβλεπε αυτά και την έκανε γρήγορα μητέρα των παιδιών του: του Βασίλειου Β’, του Κωνσταντίνου Η’ και της Άννας Πορφυρογέννητης. Είχε όμως ο ίδιος βραχεία αρχή στον βυζαντινό θρόνο και σύντομο βίο. Πέθανε σε ηλικία 24 ετών από καρδιά το 963 ή — κατ’ άλλους — δηλητηριάστηκε από τη δολοπλόκα γυναίκα του, που ήταν 20 χρονών τότε…).
Ο πρωτότοκος γιος του, ωστόσο (Βασίλειος Β’) — δεν είχε πάρει τίποτα αρνητικό από εκείνον και διέφερε από όλους γενικά τους βασιλόπαιδες-συμβασιλείς (συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού του Κωνσταντίνου Η’), που είχαν αναλάβει ρόλο συναυτοκράτορα υπό το βάρος… πειθαναγκασμού. Γυρόφερνε περισσότερο στην Αίθουσα του Θρόνου, παρά στα πόδια της μάνας του φορώντας το μικρό στέμμα της στέψης στο κεφάλι και στο κορμί το πορφυρό χιτώνιο με κεντημένο στο στήθος τον δικέφαλο αετό, το σύμβολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Περηφάνια και ωριμότητα
Υπήρχαν στιγμές, ωστόσο, που τον τρόμαζαν οι αφηγήσεις των μεγάλων και τον έκαναν να θέλει να γυρίσει στα παιδικά του παιχνίδια. Όμως η περηφάνια και η ωριμότητα που είχε στο αίμα του τον κρατούσαν καθηλωμένο στην Αίθουσα του Θρόνου και ήταν πρώτης τάξεως άσκηση αυτή, για να σκληραγωγήσει τον εαυτό του. Να τον κάνει ψύχραιμο, πιο ανθεκτικό και λιγότερο παρορμητικό, ώστε να μπορεί μεγαλώνοντας να τα βάλει με τους σκληρούς και αδίστακτους Σαρακηνούς (Άραβες) πειρατές που τα χρόνια εκείνα αλώνιζαν στη Μεσόγειο και με ορμητήρια την Ασία, την Αφρική, και την Κρήτη (σ.σ: ήταν αραβοκρατούμενη την περίοδο 828-961, με τελευταίο Εμίρη τον Αβδούλ Αζίζ), όργωναν το Αιγαίο αρπάζοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, σφάζοντας, καίγοντας και αιχμαλωτίζοντας γυναίκες που τις πουλούσαν ύστερα στα σκλαβοπάζαρα του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο)..
Με πυξίδα κάποιους ξεφτισμένους και πολυκαιρισμένους ”χάρτες θησαυρών”, μάλιστα, είχαν ρημάξει τα Κυκλαδονήσια κι απ’ όπου περνούσαν βάφτιζαν ”Σαρακήνικα” νησιώτικα τοπωνύμια. Κατέστρεφαν πόλεις και χωριά της Προποντίδας και της Μεσογείου και φορολογούσαν άγρια τους παράκτιους πληθυσμούς τους, οι οποίοι προστατεύονταν από οδοντωτά τείχη (απ’ τη μεριά της θάλασσας), που φωτίζονταν με λαδολύχναρα τα βράδια.
Όλα αυτά τα άκουγε με μάτια κι αυτιά ορθάνοιχτα ο μικρός Βασίλειος και ο αρχικός φόβος του μετατράπηκε σε οργή και εκδικητική διάθεση, που τον ωρίμασαν πριν την ώρα του αλλάζοντας το είδος των παιχνιδιών του. Τώρα βιαζόταν να μεγαλώσει. Να αφήσει τα παιχνίδια με τους φίλους του πιλαλώντας κοντόσωμα άλογα με ξύλινα σπαθιά στα χέρια και να κρατήσει ένα αληθινό που θα έδινε τέλος στους θρήνους για τα σπαράγματα που άφηναν πίσω τους οι κουρσάρικες επιδρομές των Σαρακηνών.
Θα έδινε τέλος στην οδυνηρή πραγματικότητα που απειλούσε με αφανισμό τμήματα της Βυζαντινής επικράτειας, λόγος για τον οποίο ο πατέρας του Ρωμανός Β’ — ανταποκρινόμενος στα αιτήματα του κόσμου — έχτισε περισσότερα παρατηρητήρια στις περιοχές που λυμαίνονταν οι Σαρακηνοί, για να μπορούν να ειδοποιούν έγκαιρα τους κατοίκους οι βιγλάτορες των κάστρων.
”Χαίρε, Βασίλειε, εις πολλά έτη!’
Αυτά είχε στο μυαλό του ο συμβασιλέας Βασίλειος Β’, που γέμιζε με ενθουσιασμό όσους τον γνώριζαν γιατί διαπίστωναν (απ’ την πρώτη κιόλας συζήτηση μαζί του) ότι είχε μυαλό στρατηγού και — επιπλέον — διέθετε φαντασία και εξυπνάδα ασυμβίβαστη με την ηλικία του. Έτσι, μέχρι να φτάσει τα 18 και να διαδεχθεί (με τον τίτλο του α’ συμβασιλέα του Ρωμανού Β’) τον Τσιμισκή (παντρεμένο με τη θεία του Βασίλειου — αδελφή του Ρωμανού Β’ — Θεοδώρα) ήταν πλήρης εμπειριών όταν στέφθηκε αυτοκράτορας, με όλα τα εθιμοτυπικά που είχαν καθιερωθεί κατά τον 10ο αιώνα:
Από την πομπή αναχώρησης του Βασίλειου Β’ απ’ το παλάτι του Βουκολέοντα* στον Μαρμαρά προς την Αγία Σοφία, την είσοδό του στον Κυρίως Ναό ως επικεφαλής της πομπής των διακόνων που κρατούσαν τα Άγια των Αγίων, μέχρι να φτάσει στο βήμα του ιερού για να πάρει την ευλογία** του Πατριάρχη Πολύευκτου (ο οποίος του φόρεσε τη χλαμύδα και τοποθέτησε το στέμμα στο κεφάλι του καθιστώντας τον τοποτηρητή του Θεού στα μάτια του λαού που αναφωνούσε συγκινημένος: ”Άγιος, Άγιος!”) και να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία με το σταυρό στο χέρι έως τη λήξη της.
Τη λήξη που την ακολούθησε η έξοδος του νέου αυτοκράτορα από την Μεγάλη Εκκλησία. Η απομάκρυνσή του από το αίθριο με την κρήνη, όπου ήταν σκαλισμένη η καρκινική επιγραφή ”ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ” (μτφ, ”Απόπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου”), για να πάρει το δρόμο της επιστροφής στο παλάτι κάτω από βροχή επευφημιών και ευχών:
”Χαίρε, Βασίλειε, εις πολλά έτη!”.
”Δόξα Θεώ, τω στέψαντί σε Βασιλέα!” (μτφ: Δόξα τω Θεώ, που σε έστεψε βασιλιά!
”Ο Θεός φυλάξοι σε εν τη πορφύρα!” (μτφ: Ο Θεός να σε διαφυλάξει στο θρόνο!).
”Χαίροις, ω άναξ, Βασίλειε!” (μτφ: Να είσαι ευτυχισμένος, βασιλιά Βασίλειε!)…
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ
* Παλάτι του Βουκολέοντα: Συγκρότημα ανακτόρων δίπλα στη θάλασσα του Μαρμαρά, που έχει δικό του λιμάνι. Το ανακτορικό συγκρότημα χτίστηκε από τον Θεοδόσιο Β΄ και επεκτάθηκε από τον Ιουστινιανό. Σήμερα σώζεται μόνο το κέλυφος ενός μακρού κτίσματος με εντυπωσιακά μαρμάρινα πλαίσια στα παράθυρα και θολωτή στέγη. Το συγκεκριμένο μικρό κτίσμα χρονολογείται από την περίοδο του Θεόφιλου (829-842) ή του Νικηφόρου Φωκά (963-969), ο οποίος κατοικούσε στο παλάτι του Βουκολέοντα με τη Θεοφανώ και τα παιδιά της. Σημειωτέον ότι ”το όνομα ‘Βουκολέων’ συνδέεται με μια μαρμάρινη γλυπτή σύνθεση στην αποβάθρα του λιμανιού του Μαρμαρά, που παρίστανε ένα βόδι και ένα λιοντάρι. Το όνομα μαρτυρείται πρώτη φορά στις γραπτές πηγές μόλις 800 (”επί τον Βουκολέοντα και την Σιδηράν διαβιβάσας”). Ο Βυζαντινός ιστορικός Κίνναμος και ο Λέων Γραμματικός (συγγενής του εικονομάχου λόγιου Πατριάρχη Ιωάννη του Γραμματικού) αναφέρουν πως το δυτικό τμήμα του λειτουργούσε ως φυλακή.
** Ευλογία: Ο Πατριάρχης Πολύευκτος όρκισε τον Βασίλειο Β’, σύμφωνα με το βυζαντινό εθιμοτυπικό, ζητώντας του να περιφρουρεί το αμετάβλητο της Ορθοδοξίας και τα δικαιώματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, να φοβάται τον Θεό και να μη λησμονεί τον θάνατο.
ΠΗΓΕΣ: Ιωάννης Σκυλίτζης, Γεώργιος Κεδρηνός, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού Κωνσταντινούπολης