Γ. Βώκος: Μια δραματική μορφή της νεοελληνικής ζωγραφικής
11/02/2024Στις 29 Ιουνίου 1927 η σπιτονοικοκυρά ενός μυστήριου Έλληνα στο Παρίσι ανησύχησε που, δυο μέρες, δεν τον είχε δει. Το όνομα αυτού: Γεράσιμος Βώκος. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Μόλις έσπασαν οι άνδρες την πόρτα του δωματίου, αντίκρισαν, άψυχο κάτω από το κρεβάτι του, το σώμα του.
Καλοδεμένος και γερό σκαρί, μα ανήσυχος, λιγομίλητος, παράξενος και θαλασσοδαρμένος από τις φουρτούνες της ζωής, ο Γεράσιμος Βώκος άλλαζε κάθε λίγο επάγγελμα, τόπο και φάτσα. Πότε στην Αθήνα, πότε στον Περαία, πότε στα χωριά του Πηλίου, πότε στην Αλεξάνδρεια, πότε στο Παρίσι, πότε στη Λόντρα, πότε στη Νέα Υόρκη και πότε… πουθενά, – όταν χάλαγε μέσα του «ο ρυθμός του κόσμου» (Βιζυηνός) – πότε φρεσκοξυρισμένος και με ψαλιδισμένο μαύρο μουστάκι, πότε με γκρίζα γένια και μακρύ μουστάκι. Δεν τον χωρούσε ούτε ο τόπος, ούτε ο… εαυτός του.
Έτσι περιγράφει τον λογοτέχνη και ζωγράφο Γεράσιμο Θ. Βώκο (1868-1927) ο φίλος του Κώστας Βάρναλης (1884-1974) το 1939 στο βιβλίο του “Ζωντανοί Άνθρωποι”, το οποίο επανεκδόθηκε από τον Κέδρο το 1978. Στο ίδιο μήκος κύματος και το πνευματικό τέκνο του, ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ (1891-1945) σημείωνε:
«Υπάρχουν μερικές φυσιογνωμίες που μπορείτε να τις συναντήσετε οπουδήποτε, χωρίς να εκπλαγείτε. Έτσι, εκεί που έπινα τον καφέ μου εις την Ροτόντα, βλέπω έξαφνα τον Γεράσιμον Βώκον. Όχι στο Παρίσι, αλλά και στο Τόκιο αν τον συναντούσα, δεν θα μου έκανε εντύπωση». Ο Βάρναλης τον θυμόταν και στα φιλολογικά απομνημονεύματά του, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα “Ανεξάρτητος” το 1935 και σε δεύτερη έκδοση, με τη φιλολογική επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου (1945-2021), εκδόθηκαν από τον Κέδρο το 1981.
Γεννημένος στην Πάτρα, αλλά με καταγωγή από οικογένεια Υδραίων αγωνιστών, συγγενής του ζωγράφου Νικόλαου Βώκου (1859-1902) και του ομότιμου καθηγητή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεράσιμου Βώκου (1948-2019), είχε ανεξάρτητη προσωπικότητα. Ο δυναμικός χαρακτήρας του εκδηλώθηκε νωρίς, όταν, παρακούγοντας τον πατέρα του, που τον ήθελε νομικό, επέλεξε τον οικονομικό τομέα του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν στέριωσε όμως.
Εκδότης και καφενόβιος
Παραιτήθηκε για να εργαστεί στην εφημερίδα “Ακρόπολις” του Βλάση Γαβριηλίδη (1848-1920). Το 1896 υπήρξε απεσταλμένος ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας στο Βερολίνο, όπου, χωρίς τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης, δεν άργησε να εκδηλώσει συμπτώματα αυξημένης νευρικότητας, περισσότερο αδυναμίας προσαρμογής στην καθημερινή πίεση.
Εξέδωσε τη δεκαπενθήμερη φιλολογική, καλλιτεχνική και επιστημονική επιθεώρηση “Το Περιοδικόν μας” (1900-02) και το καλαίσθητο μηνιαίο εικονογραφημένο περιοδικό “Ο Καλλιτέχνης” (1910-12), που το επιμελούνταν ξοδεύοντας για την εκτύπωσή του στο Τυπογραφείο της Εστίας των Καρλ Μάισνερ (1864-1948) και Νικόλαου Καργαδούρη (1862-1935) με τη νέα ακόμα τότε μέθοδο της τριχρωμίας και ανεβάζοντας το κόστος του.
Το περιοδικό “Ο Καλλιτέχνης” και τη συμβολή του Βώκου πραγματεύεται η συνάδελφος, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης και του Πολιτισμού στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λία Γυιόκα στη διδακτορική διατριβή της “The Art Journal Καλλιτέχνης, Gerasimos Vokos, and Aspects of the Culture of Intellectuals in Early Twentieth-Century Athens”, στο School of World Art Studies & Museology, University of East Anglia, Norwich, το 1998.
Συχνάζει τα βράδια στα σαλόνια του Θεόδωρου Βελλιανίτη (1863-1933), στην οδό Δερβενίων, και του Γεώργιου Σουρή (1853-1919), στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, ενώ αναψύχεται στα καφενεία Κοραή, στη γωνία των οδών Ιπποκράτους και Ναυαρίνου, Ζαχαράτου, στην Πλατεία Συντάγματος, Μπαβέα, στη συμβολή των οδών Πραξιτέλους και Ευριπίδου, Μπανίκα, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη απέναντι από την αρχή της οδού Ανδρέου Μεταξά, και στον “Μαύρο Γάτο”, στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού.
Η ζωγραφική του
Το 1911 ξέδινε στο καφενείο “Νέον Κέντρον” του Ιθακήσιου Ανδρέα Μαυροκέφαλου, στη γωνία των οδών Σταδίου και Εμμανουήλ Μπενάκη, παίζοντας μπιλιάρδο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε ιστορικό μυθιστόρημά, που κυκλοφορήθηκε το 1905 και ως θεατρικό έργο το ανέβασε η “Νέα Σκηνή” του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (1867-1911) το πρώτο επεισόδιο διαδραματιζόταν στο οθωνικό καφενείο “Η Ωραία Ελλάς”, στη γωνία των οδών Ερμού και Αιόλου. Εξοικειώνεται, τέλος, και με τον πνευματισμό.
Παρ’ όλη την κοινωνικότητά του, η ψυχική ευαισθησία του γίνεται, με τον καιρό, εντονότερη. «Αισθάνονταν τόσο ξένος προς το περιβάλλον —δεν είχε καμιά ψυχική επαφή με τον κόσμο τον γύρω του. Αυτό ήταν η τραγωδία της ζωής του», παρατηρούσε ο Ρωκ σε χειρόγραφό του.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 τον γνωρίζουμε ως αυτοδίδακτο ζωγράφο πηλιορείτικων κυρίως τοπίων, παρισινών δρόμων, γυναικείων μορφών, νεκρών φύσεων, με ζωηρά χρώματα. Τα καλοκαίρια του ήδη τα περνούσε με τη συντροφιά της ζωγραφικής στην Πορταριά.
Δήλωνε προς τον Ρωκ ότι έπαψε πλέον να γράφει και ότι θα εκφράζεται μέσα από τα χρώματα, θεωρώντας τη ζωγραφική ως γλώσσα διεθνή. Δεν κράτησε τον λόγο του: το 1916 τύπωσε το ολιγοσέλιδο βιβλίο του “Ελληνικαί Συμφωνίαι”, με κείμενα του 1911. Διαβάζουμε: «Πρέπει να παραμερίζουμε όλα και να βρίσκουμε τον εαυτό μας ελεύθερο από κάθε συναισθηματικό περιορισμό, ασυγκίνητο από κάθε υπολογισμένο αίσθημα, πολύ ψηλά στην ουτοπία ακριβώς των ονείρων μας, των σκέψεών μας, στην όλη ελευθερία της ψυχής μας».
Η τραγική κατάληξη
Κατά το διάστημα 1918-20 ο Βώκος νοσηλεύεται στο Δρομοκαΐτειο. Γράφει δοκίμια για την τέχνη της ζωγραφικής και για την τέχνη της γλυπτικής. Τα χρόνια 1920-26 διατηρεί επαφές με τον πνευματικό και καλλιτεχνικό Βόλο, εκθέτοντας έργα του. Μάλιστα το 1922 έχει τον πρώτο λόγο στην οργάνωση της Α΄ Πανθεσσαλικής Έκθεσης και το 1926 προτείνει ίδρυση σχολής ζωγραφικής στον Βόλο.
Τον Φεβρουάριο του 1924 τον εντοπίζουμε στη Γαλλία, στο Παρίσι, όπου συχνάζει στη Ροτόντα και συμμετέχει με έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση, και τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου ταξιδεύει για εκθέσεις έργων του στη Νέα Υόρκη. Εκεί δίνει σειρά διαλέξεων για τον Ελληνισμό της διασποράς, όπως πληροφορούμαστε από επιστολές του προς τον Ρωκ.
Το 1927 λίγο πριν πεθάνει, σαν να προαισθανόταν το τέλος του, προχώρησε στην έκδοση των “Esquisses Grecques”, αναδημοσιευμένων μελετών του για την προφειδιακή τέχνη, για τον Φειδία, για τον Σωκράτη, για τις θεοσοφικές ιδέες του και για τις απόψεις του ως προς τον θάνατο, για τους αρχαίους μύθους που αναφέρονται στην αθανασία της ψυχής.
Εις μνήμην…
Περισσότερα για τις αντιλήψεις του μπορεί κανείς να αναζητήσει στο βιβλίο του συναδέλφου, καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης της Δύσης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Ευγένιου Δ. Ματθιόπουλου “Η Τέχνη Πτεροφυεί εν Οδύνη. Η πρόσληψη του νεορομαντισμού στο πεδίο της ιδεολογίας, της θεωρίας της τέχνης και της τεχνοκριτικής στην Ελλάδα” (Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2005).
Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1985 οργανώθηκε στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, στην παλαιά στέγη της, στην Πλατεία Κουμουνδούρου, αναδρομική έκθεση έργων του από την άξια διευθύντριά της Νέλλη Κυριαζή (1950-2020). Παρουσιάστηκαν 49 ζωγραφικά έργα του, ανάμεσα στα οποία αυτοπροσωπογραφίες και προσωπογραφίες του από τους φίλους του Δημήτρη Γαλάνη (1879-1966), Γιώργο Γουναρόπουλο (1889-1977), Γεώργιο Κοσμαδόπουλο (Cosmo, 1895-1967), Αντώνη Πρωτοπάτση (1897-1947) και από τον ανιψιό του Δημήτρη Μεγαλίδη (1908-1979).