“Αιχμάλωτοι μίας προδοσίας” – Συγκλονιστικές αφηγήσεις
15/04/2019Δεν ήταν πόλεμος, ήταν προδοσία. Δεν ήταν μόνο προδοσία, αλλά και ένα καλοστημένο σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου. Ιούλιος 1974, η αρχή της αιχμαλωσίας της χώρας μας, που βιώνει την προδοσία μέχρι και σήμερα, μέχρι να απελευθερωθεί. Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης έγινε η πρώτη προβολή της ταινίας ντοκιμαντέρ με μαρτυρίες αιχμαλώτων του 1974, με τίτλο «Αιχμάλωτοι μιας προδοσίας». Πρόκειται για μια ταινία σε σκηνοθεσία Μιχάλη Γεωργιάδη και έρευνα Χρύσανθου Χρυσάνθου (εκτέλεση παραγωγής – Michaelangelo cinematographic services ltd για τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Αιχμαλώτων 1974).
Στο ντοκιμαντέρ μιλούν αιχμάλωτοι, οι περισσότεροι στον τόπο που είχαν συλληφθεί τότε από τον τουρκικό κατοχικό στρατό, στην κατεχόμενη σήμερα περιοχή της Κύπρου. Αφηγήσεις που προκαλούν ανατριχίλα. Μαρτυρίες που σου κόβουν την ανάσα. Βρέθηκαν όλοι τους αντιμέτωποι με τη βαρβαρότητα και τον θάνατο. Η αναμέτρηση άνιση. Εγκαταλελειμμένοι στο έλεος του πάνοπλου τουρκικού στρατού.
Χουντικοί αξιωματικοί τούς αποτρέπουν να κτυπήσουν τον εισβολέα ακόμη κι όταν ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση απόβασης. «Είναι άσκηση των Τούρκων…», η επαναλαμβανόμενη εντολή. Και κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, η εντολή που είχε δοθεί ήταν μην τους κτυπήσετε εάν δεν σας επιτεθούν. Κοντολογίς, αφήστε τους να προελάσουν.
Συλλήψεις, αιχμαλωσία στα χέρια του τουρκικού στρατού. Βασανιστήρια, κακουχίες, σε βαθμό που παρακαλάνε να τους σκοτώσουν για να τελειώσει το μαρτύριο. Να τους φυτέψουν μια σφαίρα στο κεφάλι, όπως συνήθιζε ο τουρκικός στρατός να κάνει σε πολλούς συλληφθέντες. Χωρίς νερό, χωρίς φαγητό. Και το βασικότερο χωρίς εντολές από πουθενά. Μόνοι να πολεμούν τον εχθρό. Αναλαμβάνουν από μόνοι τους πρωτοβουλίες.
Περίμεναν μάταια τη βοήθεια από την Ελλάδα. Η χούντα, όμως, ήταν εκείνη που παρέδωσε την Κύπρο στους Τούρκους, σε συνεργασία με τους ντόπιους ανθρώπους της, και ασφαλώς δεν θα έστελνε βοήθεια. Περίμεναν, ωστόσο, την Ελλάδα να σπεύσει για βοήθεια. Γι’ αυτό και πολλοί από τους πολεμιστές, προσδοκώντας στον ερχομό της ελλαδικής βοήθειας, έτρεχαν με την εμφάνιση αεροσκαφών και αρμάτων μάχης να τους υποδεχθούν. Κι όμως δεν ήταν ελληνικά. Αποδεικνύονταν -φευ- τουρκικά.
Λες και εμείς κάναμε εισβολή στην Τουρκία
Εκτελεστικά αποσπάσματα, παντού. Βιασμοί γυναικών, συλλήψεις και διωγμοί. Οι αιχμάλωτοι, που μεταφέρθηκαν στην Τουρκία, απειλήθηκαν με λιντσάρισμα από όχλο που ήθελε ελληνικό αίμα. «Λες και εμείς κάναμε εισβολή στην Τουρκία και θέλανε να μας σκοτώσουν», είπε ένας από τους αιχμαλώτους στην αφήγησή του. Η διαδρομή τους από το λιμάνι στις τουρκικές φυλακές ήταν κόλαση. Τα λεωφορεία πετροβολούνταν και εξαγριωμένο πλήθος ήθελε να εισβάλει σε αυτά. Κόλαση και η ζωή τους στις φυλακές.
Στο ντοκιμαντέρ-ντοκουμέντο, οι αιχμάλωτοι περιγράφουν τις μάχες, σφίγγοντας τα χείλια τους, για να μην αφήσουν τον πόνο και τις θύμησες να τους λυγίσουν. Θυμούνται και τα μάτια τους βουρκώνουν. Ο διπλανός τους έπεφτε νεκρός από μια σφαίρα, έναν όλμο. Εκείνοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πέρασαν πολλές φορές από τον θάνατο. Κάποιοι άλλοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Παραμένουν αγνοούμενοι. Άλλοι βρέθηκαν τα οστά τους σε πηγάδια και ομαδικούς τάφους.
Οι περιγραφές δίνουν την αίσθηση του μακρινού. Μιας κινηματογραφικής ταινίας. «Με σημάδεψε ο Τούρκος στρατιώτης με το πιστόλι του, με πυροβόλησε και έκανα μανούβρες για να μη με πετύχει… Παλέψαμε, εγώ με ένα χέρι τραυματισμένο. Με έσφιγγε να με πνίξει. Του δάγκωσα το χέρι τόσο βαθιά που με άφησε και άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Έτρεξα να σωθώ…». Συνελήφθη αργότερα.
Η απελευθέρωσή τους περιγράφεται ως επιστροφή στη ζωή. Ερχόμενοι, εκεί στο Λήδρα Πάλας, που γινόταν η ανταλλαγή αιχμαλώτων, μάθαιναν για το τι έγινε. Πως η μισή Κύπρος ήταν υπό κατοχή. «Πού θα θέλατε να πάτε;», τους ρωτούσαν. «Στο χωριό μου», η απάντηση. «Είναι κατεχόμενο…». Εκεί, τέλος Οκτωβρίου, επέστρεψαν οι τελευταίοι, τότε ενημερώνονταν τι είχε συμβεί. Πως δεν είχαν σπίτι και η οικογένειά τους ήταν κάπου -δεν ήξεραν πού- στις ελεύθερες περιοχές.
Παραμένουν αδικαίωτοι
«Στα 20 μου χρόνια η Πολιτεία μου έδωσε έναν πόλεμο και στα 60 μού έδωσε ανεργία», είπε ένας από τους αιχμαλώτους του 1974, που κατέθεσε τη δική του μαρτυρία, αλλά και το δικό του παράπονο. Ένα παράπονο που το εξέφρασαν όλοι τους σχεδόν. Κανείς δεν τους ρώτησε έκτοτε εάν ζουν, εάν πέθαιναν, εάν οι πληγές τους έχουν επουλωθεί. «Να πας να μου φέρεις χαρτί από τον διοικητή σου», είπε με αυστηρό ύφος ένας γραφειοκράτης σε νοσοκομείο όταν επέστρεψε από την αιχμαλωσία και τραυματίας πήγε στον γιατρό. «Μα ο διοικητής μου είναι αιχμάλωτος στην Τουρκία, εγώ μόλις επέστρεψα, να πάω πίσω να τον βρω;», διερωτήθηκε. «Έτσι λέγει ο κανονισμός», είπε ο υπάλληλος που βιαζόταν να τελειώσει με τον ενοχλητικό που είχε μπροστά του.
Αυτό το κράτος, το οποίο υπερασπίσθηκαν όσοι πολέμησαν το 1974, αλλά και σε άλλους αγώνες της πατρίδας, ενίοτε στελεχώνουν άνθρωποι που νομίζουν ότι τους χρωστάμε. Αυτή είναι μια πραγματικότητα διαχρονική και αναλλοίωτη. Οι αιχμάλωτοι πολέμου του 1974 κουβαλούν μαζί τους την ιστορία αυτού του τόπου. Είναι αιχμάλωτοι μιας προδοσίας, που κατέστρεψε την Κύπρο. Μιας προδοσίας που βιώνουμε μέχρι σήμερα. Παραμένουν αδικαίωτοι, γιατί ενίοτε δικαιώνονται είτε αυτοί που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμμετείχαν στην καταστροφή είτε οι ατσαλάκωτοι και άκαπνοι.
Στο κινηματοθέατρο Παλλάς, που έγινε η πρώτη προβολή, ο κόσμος που παρακολουθούσε, οι πλείστοι με βιώματα από την εισβολή, ταυτίζονταν με τις αφηγήσεις. Ξαναζούσαν τα όσα βίωσαν και οι ίδιοι, τις ημέρες της εισβολής αλλά και στη συνέχεια. Βαθιά συγκινημένοι έφεραν στη μνήμη τους εικόνες και εμπειρίες μιας ζωής. Κάποιοι άφησαν τη μνήμη να κυριαρχηθεί από τον πόνο και έκλαψαν.
Το ντοκιμαντέρ είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο, ένα σημαντικό όπλο μνήμης ενάντια στη λήθη! Η δουλειά του Μιχάλη Γεωργιάδη και του Χρύσανθου Χρυσάνθου σημαντική για την ιστορία του τόπου και η συμβολή τους στη διατήρηση της μνήμης. Το εγχείρημα αυτό έγινε πραγματικότητα όταν ο Μιχάλης Γεωργιάδης είχε την ιδέα, την έθεσε ενώπιον του προέδρου του Παγκύπριου Συνδέσμου Αιχμαλώτων 1974, Βάσου Χρήστου, ο οποίος με επιμονή την προχώρησε. Η ταινία είναι διάρκειας 94 λεπτών. Συγκεντρώθηκε υλικό 1.700 λεπτών, προίκα για μελλοντική δουλειά. Η δουλειά αυτή κράτησε ένα χρόνο.