Η συνύπαρξη ποιητικότητας και ιστορικής αφήγησης στον Θουκυδίδη
28/02/2024Το ποζάτο ύφος της κοσμικής οπτικής στον πεζό λόγο ποτέ δεν μου άρεσε, είναι αλήθεια. Αντίθετα, έβρισκα πάντα πως ασκούν ιδιαίτερη γοητεία η απλότητα (όχι οι μπερδεμένες συνυφάνσεις και οι λαϊκισμοί στη θέση της λαϊκότητας), η ειλικρίνεια της αντικειμενικότητας και η προφορικότητα του (κουβεντιαστού) λόγου, που επιτρέπει και ρητορικές ερωτήσεις μες στην αφήγηση εν είδει ερωτηματικού μονολόγου.
Πέραν αυτών, γοητευτική δροσιά στον πεζό λόγο εκπέμπουν σε μένα τουλάχιστον: α) Η σύζευξη του ταλέντου και της πνευματικότητας, β) Η ομαλή χάρη της στρωτής γλώσσας, γ) Η άλλοτε στοχαστική και άλλοτε λυρική διάθεση που κρύβουν αντίστοιχα ωριμότητα ή παράφορη νεανικότητα, δ) Το συνταίριασμα της συγγραφικής ιδιορρυθμίας με την αχαλίνωτη αυθορμητικότητα και ε) Η ποιητικότητα στον πεζό λόγο, που παίρνει εκρηκτική διάσταση όταν αυτός που γράφει είναι ιστορικός και λέγεται ” Θουκυδίδης !”.
Η ”εισπήδηση” της Ποίησης στην Ιστορία είναι μια… ”αλχημική” διαδικασία σπάνιας ομορφιάς, που την ανακάλυψα καθυστερημένα στον μεγάλο Αθηναίο ιστορικό. Είχα διαμορφώσει αρχικά την άποψη ότι η μοναδική επιλογή προσέγγισης της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία ήταν η σύζευξή της με την Πεζογραφία (ιστορικό μυθιστόρημα), σε αντίθεση με τη Φιλοσοφία η οποία είχε προϊστορία αρμονικής συνύπαρξης με την Ποίηση από τα χρόνια του Αριστοτέλη ακόμα (”Ποιητική”).
Από χρόνια, επίσης, γνώριζα ότι, πλην της Πεζογραφίας με την οποία ”έδενε” ιδανικά η Ποίηση από την εποχή της γενιάς του 1880 (Αλ. Παπαδιαμάντης κλπ) μέχρι εκείνην του 1930 (Κοσμάς Πολίτης κλπ) και εντεύθεν, ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση η συνύπαρξη της δεύτερης με άλλης μορφής τέχνη πέραν της Λογοτεχνίας. Η απόδειξη γι’ αυτό βρίσκεται στον διάλογο μεταξύ του Γάλλου ζωγράφου Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917) και του συμπατριώτη του συμβολιστή ποιητή και κριτικού Στεφάν Μαλλαρμέ, τον οποίο έκανε γνωστό ο κύριος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού (μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν) ποιητής και φιλόσοφος Πωλ Βαλερύ (1871-1945).
”Η ποίηση εκφράζει το καθ’ όλου”
Σύμφωνα με τον διάλογο, λοιπόν, που διασώζει ο θεωρητικός της ‘ποιητικής’ και δοκιμιογράφος Π. Βαλερύ (βλ. ”Επιλογή από το έργο του”, εκδ. 1996), ο Ντεγκά παραπονιόταν στον φίλο του Μαλλαρμέ για την αποτυχία του να γράψει Ποίηση (μολονότι ο ίδιος κατείχε την τέχνη της ζωγραφικής την οποία αποκαλούσε ”κόλαση” γιατί δεν μπορούσε να την εκφράσει, ”αν και ήταν γεμάτος ιδέες”). Για να πάρει την απάντηση από εκείνον ότι ”οι στίχοι δεν γίνονται με ιδέες, αλλά με λέξεις”…
Λέξεις ποιητικότητας, σαν και αυτές που έχει αποθησαυρίσει λόγου χάρη στην Ιστορία του ο Θουκυδίδης (455-399 π Χ) χαρίζοντάς μας ένα ακαταμάχητο ”κτήμα ες αεί” το οποίο θα έπρεπε να είχε ενταχθεί προ πολλών χρόνων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, για να δικαιωθεί και η ερμηνεία του Πλάτωνα για τη ”σωστή εκπαίδευση”: ”Με την έννοια σωστή εκπαίδευση εννοούμε να μάθουμε να μισούμε αυτά που πρέπει και να αγαπάμε αυτά που αξίζει να αγαπάμε” (Πλάτων: ”Νόμοι”, β’ βιβλίο, σε ελ. μ.τ.φ ).
Και αξίζει να αγαπάμε το έργο του Θουκυδίδη, γιατί, πέραν της αξίας και αντικειμενικότητας του ”’φιλοσοφικού ιστορικού” της αρχαιότητας (μέριμνα για την ηθική πλευρά των ανθρώπινων πράξεων), ο ίδιος κατόρθωσε να γεφυρώσει τη διαφορά Ποίησης-Ιστορίας ως προς τη ”μέθοδο προσέγγισης των πραγμάτων”, κατά Αριστοτέλη (384-322 πΧ): ”Η ποίηση εκφράζει το ‘καθ’ όλου’, ενώ η ιστορία τα ‘καθ’ έκαστον’…” (”Περί Ποιητικής”, σε ελ. μ.τ.φ).
Κατά τον Μακεδόνα φιλόσοφο και δάσκαλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αριστοτέλη, που υποστήριζε ότι θέμα της Ποίησης είναι οι γενικές αλήθειες (‘το καθόλου’) για την πραγματικότητα, ενώ θέμα της Ιστορίας είναι τα συγκεκριμένα γεγονότα (‘το καθ’ έκαστον’) και η μερική αλήθεια, με την έννοια ότι υπεισέρχεται στη διαμόρφωσή της και το στοιχείο της υποκειμενικότητας του ιστορικού (βλ. Ιω, Συκουτρής: ”Αριστοτέλους Περί Ποιητικής”, 1937).
Η ιδιαιτερότητα του έργου ”Ἱστορίαι”
Όμως ο Θουκυδίδης έκανε υπέρβαση όλων αυτών, με συνέπεια το έργο του ”Ἱστορίαι” να παρουσιάζει ιδιαιτερότητα στον χώρο της ελληνικής Πεζογραφίας. Ιδιαιτερότητα που διαψεύδει την οπτική του Αριστοτέλη για την Ιστορία. Και τον διαψεύδει σε… σχήμα πρωθύστερον (σ.σ: ο Θουκυδίδης έζησε τον 5ο αι π Χ, ενώ ο Αριστοτέλης έναν αιώνα αργότερα,τον 4ο), γιατί ο Αθηναίος ιστορικός κατάφερε να συνταιριάξει στο έργο του ‘το καθόλου’ της Ποίησης με ‘το καθ’ έκαστον’ της Ιστορίας, όπως τα ορίζει στην ”Ποιητική” του ο Αριστοτέλης.
Κατάφερε να συνυφάνει, σε επίπεδο περιεχομένου, το γενικό (‘το καθόλου’) με το ειδικό, το επιμέρους (‘το καθ’ έκαστον’), ενώ ‘κατηγοριοποίησε’ τα γενικά σχήματα (κοινωνικές, λογικές, συναισθηματικές δυνάμεις) από τα οποία γεννώνται (κατ’ εκείνον) τα επί μέρους γεγονότα ως αιτιατά, ως αποτελέσματα δηλαδή των αιτίων (βλ. Αίτια και αφορμές Πελοποννησιακού πολέμου-Αποστασία Λέσβου [428 π Χ], η πρώτη αφορμή για τον Θουκυδίδη).
Σε επίπεδο πάλι μορφής, ο Θουκυδίδης προκαλεί αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη των έργων του με τη χρήση στοιχείων ποιητικότητας. Τη χρήση στοιχείων ρητορικής στην ιστορική αφήγηση γεγονότων πολέμου και ειρήνης, που πλαισιώνουν λογικά επιχειρήματα σε 40 περίπου δημηγορίες. Τη χρήση καλολογικών στοιχείων και σχημάτων λόγου, συγκεκριμένα, με κυριαρχία του πλεονασμού, της παρήχησης, του υπερβατού, των αντιθέσεων και του χιαστού σχήματος (βλ. Θουκυδίδης ”Ἱστορίαι”, ”Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου”, ”Περικλέους Επιτάφιος”, Α’-Β’-13), ενώ στα ”Κερκυραϊκά” των Ιστοριών του η πύκνωση λόγου που χρησιμοποιεί διαμορφώνει εντυπωσιακούς μετασχηματισμούς στη γραμματικο-συντακτική δομή των θεματικών προτάσεών του.
”Κτήμα ες αεί των Ελλήνων”
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που εντυπωσιάζει επιπρόσθετα στον Θουκυδίδη, πέρα απ’ τα προαναφερθέντα ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή, είναι ότι πετυχαίνει να αναγάγει τα επιμέρους γεγονότα στις πρωτογενείς αιτίες απ’ τις οποίες προέκυψαν. Αιτίες που δημιούργησαν δυνατές ψυχολογικές παρορμήσεις στα άτομα και τις μάζες (βλ. σχετικές αναφορές στις δυο εκτενείς παρεκβάσεις του στο Α’ βιβλίο των ιστοριών του: ”αρχαιολογία” [αναφορά στο απώτερο παρελθόν] και ”πεντηκονταετία [γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, του Πελοποννησιακού Πολέμου]).
Καθώς περιγράφει αναπαραστατικά τα επιμέρους γεγονότα, μάλιστα, επισημαίνει τις λεπτομέρειες εκείνες οι οποίες οδηγούν τον αναγνώστη ”να αναγάγει ‘το επιμέρους’ στις γενικές δυνάμεις-αιτίες (κοινωνικές, ψυχολογικές, πολιτικές, ηθικές) που το προκάλεσαν, για να κατανοήσει έτσι το ‘καθόλου’ και με το ‘καθόλου’ το ‘επί μέρους’…” (βλ. Ε. Μ. Σούλης: ”Η ιστορία του Θουκυδίδη και ο ορισμός της ποίησης κατά τον Αριστοτέλη”).
Στην αναπαραστατική περιγραφή, σημειωτέον, της αποστασίας της Λέσβου από την αθηναϊκή ηγεμονία εντυπωσιάζει τόσο το ιστορικό στοιχείο, όπου γίνεται εμφανής η προσπάθεια του Θουκυδίδη να βρει την αλήθεια για το γεγονός αποδίδοντας όπου δει τις ευθύνες (αντικειμενικότητα), όσο και η ανάγλυφη σκιαγράφηση της προσωπικότητας των ηρώων του εν λόγω επεισοδίου (Κλέωνα και Διοδότου), αλλά και η αρμονική σύζευξη του στοιχείου της λογικής με εκείνο της ποιητικότητας.
Σύζευξη που αναδεικνύει λαμπρά δείγματα της τελευταίας στην ιστορική αφήγηση όλου του έργου του Θουκυδίδη με τη χρήση εννοιών τις οποίες συναντάμε στους τραγικούς ποιητές (Αισχύλο-Σοφοκλή-Ευριπίδη), όπως: οργή, δέος, έρως, πλεονεξία, φρόνημα, τόλμη, ὕβρις, ἐλπίς, ἀλογίστως, προθύμως, νόμων, ἰσχύς, ἀνθρωπεία φύσις, ἄλλο τι δεινόν κλπ. (βλ. Θουκυδίδης ”Ἱστορίαι”, βιβλίο Β’: Ο λοιμός της Αθήνας, βιβλίο Γ’: Πελοποννησιακός Πόλεμος — Κερκυραϊκά, Αποστασία της Λέσβου κλπ, βιβλίο Ε’ : Απώλεια της Αμφίπολης-τιμωρία Θουκυδίδη με εξορία για 20 χρόνια κλπ). Κι αυτά τα χρησιμοποίησε ο Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος σαν υλικά για τη συγγραφή Ιστορίας, όχι… ταξιδιωτικού αφηγήματος. Και υπό το βάρος των γεγονότων που περιέγραφε με γνώμονα την αντικειμενικότητα και σκοπό να αφήσει το έργο του κληρονομιά, ”κτήμα ες αεί των Ελλήνων”, όπως είχε δηλώσει εισαγωγικά ο ίδιος.
Το “πάντρεμα” της Ιστορίας με την Ποίηση στον Θουκυδίδη
Είναι ανυπέρβλητο κατόρθωμα, αναμφισβήτητα, το ”πάντρεμα” της Ιστορίας με την Ποίηση στον Θουκυδίδη. Ένα ”πάντρεμα” όπου συμπλέουν αρμονικά τα ιστορικά στοιχεία με τα λυρικά και αισθητικά. Όπου γίνεται ιδανική η σύζευξη της λογικής ανάλυσης (περιγραφή επιμέρους περιστατικών-φάσεων του Πελοποννησιακού πολέμου) με τα στοιχεία Ποιητικής όπου κυριαρχεί το σχήμα Λόγος-Αντίλογος μεταξύ των πρωταγωνιστών των επεισοδίων. Κυριαρχούν επίσης η κριτική του Θουκυδίδη επί των λανθασμένων αποφάσεων, η παράθεση τεκμηρίων για τα ”γνώμης αμαρτήματα” (τα λάθη στην εκτίμηση των πραγμάτων) και τα ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων, οι ψυχικές εξάρσεις και οι ψυχολογικές παρορμήσεις στα άτομα και τις μάζες.
Αποτέλεσμα αυτού είναι η εκπληκτική απόδοση από τον Θουκυδίδη, με ιστορικά και ποιητικά ”όπλα” (εικονοπλαστική περιγραφή, χρήση καλολογικών στοιχείων και σχημάτων λόγου), των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404) και όχι μόνο. Κι αυτό γιατί ο Θουκυδίδης δεν περιορίζεται μόνο στα γεγονότα, αλλά κάνει πιστή σκιαγράφηση της προσωπικότητας των αντιπάλων και οδηγείται σε πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις που δίνουν απάντηση στα πολλά ”γιατί” της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας μας, τα οποία εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται σε πόλεμο και ειρήνη:
«Το άτομο μέσα σε μια μάζα με κοινούς πόθους υπερεκτιμά τις δυνάμεις του…», λέει ο ιστορικός του 5ου αι. π Χ, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο του λόγου του σημειώνει με σοφία και διορατικότητα: «… είναι ανόητο να νομίζει κανείς πως μπορούν οι αυστηροί νόμοι ή άλλου είδους φόβος να αποτρέψουν τη φύση του ανθρώπου, όταν με ολόψυχη προθυμία ορμάει να πραγματοποιήσει τους πόθους της…» (Θουκυδίδης: ”Ἱστορίαι”, βιβλίο Γ’: 3.43. 1-3.45.7).