Η αποθέωση του φαλλού – Από τα Ανθεστήρια στο Καρναβάλι
17/03/2024Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρά Δευτέρα, οπότε και αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Ταυτίζονται με την περίοδο του Τριωδίου, μια κινητή περίοδο στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή της Τυροφάγου ή Τυρινής.
H φράση “άνοιξε το Tριώδιο” χρησιμοποιείται μεταφορικά και σημαίνει την έναρξη της Aποκριάς. Για την Oρθόδοξη Eκκλησία, όμως, η φράση είναι κυριολεκτική καθώς δέκα Κυριακές πριν από το Πάσχα αναγιγνώσκεται το εκκλησιαστικό βιβλίο, το λεγόμενο Tριώδιο (τρεις ωδές). Πρόκειται για Υμνογραφικούς Κανόνες – εκκλησιαστικά ποιήματα – που αποτελούνται μόνο από τρεις ωδές αντί από εννέα ωδές, που είναι το σύνηθες.
Η πρώτη εβδομάδα των Αποκριών, που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και “Προφωνή”, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι Απόκριες. Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νήστευαν ούτε την Τετάρτη, ή την Παρασκευή. Η εβδομάδα αυτή γιορτάζεται με γλέντια και φαγοπότια, χωρίς κανένα θρησκευτικό περιορισμό.
Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω, ονομάστηκε έτσι, επειδή συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί, δηλαδή “να απέχουν από το κρέας”. Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σιγά-σιγά για τη νηστεία της Σαρακοστής.
Ανθεστήρια: Με ρίζες στην αρχαιότητα
Κατά την Ελληνική Μυθολογία ο Κάρνος ήταν κάποιος μάντης του Θεού Απόλλωνα από την Ακαρνανία. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει τον Κάρνο και ως Κριό (Λακωνικά 13, 4) γεγονός που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η λέξη “κάρνος” σημαίνει “κριός”. Κάρνος ονομαζόταν επίσης κι ένας αρχαιότατος ποιμενικός, κριόμορφος και ιθιφαλλικός Θεός των Πελοποννησίων, προστάτης της γονιμότητας, αντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερο Πρίαπο του Ελλησπόντου.
Ο Κάρνος ήταν ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων. Από το επίθετο “Κάρνειος” προέρχεται η ονομασία της εορτής “τα Κάρνεια”, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο σε όλες τις δωρικές πόλεις προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος. Εορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο Γύθειο, στο Οίτυλο και στα Λεύκτρα της Λακωνίας, στη Καρδαμύλη και στις Φαρές Μεσσηνίας, στην Σικυώνα της Κορινθίας, στο Άργος της Αργολίδος και προπάντων στο Ιερό Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενο Καρνάσιον ή Καρνειάσιον στη μεσσηνιακή.
Το Άλσος της Οιχαλίας βρισκόταν δίπλα στην όχθη του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνα (βλ. Παυσανίας Μεσσηνικά 2,2). Οι εορταστές μεταμφιέζονταν όλοι και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνας, ενώ κατά το πέρας της γιορτής γινόντουσαν πάνδημα συμπόσια και “πανηγυρισμοί”. Όσον αφορά την καταγωγή του Καρναβαλιού θεωρείται επιβίωση αρχαίων απολλώνιων θρησκευτικών γονιμοποιητικών τελετών.
Καρναβάλι: Πόθεν η ονομασία
Πάμε τώρα στο δεύτερο συνθετικό της λέξης “Καρναβάλι”. Κατ’ αρχήν το επίρρημα “βάλλε” ή “άβαλε” στα αρχαία ελληνικά σημαίνει “είθε” και “μακάρι”. Μερικές από τις δεκαπέντε και πλέον σημασίες του ρήματος “βάλλω” έχουν την έννοια του “στρέφω”, “σείομαι πέρα δώθε”, “ελαύνω”, “φορώ”, “προκαλώ”, “ρίπτομαι”, αλλά και… “φωτίζω”.
Από εδώ κι έπειτα περνάμε στο ρήμα “βαλλίζω” που σημαίνει “χοροπηδώ”, ουσιαστικά “βαλλισμός” σημαίνει “πηδηχτός χορός”. Με βάση τα προηγούμενα θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι: Μια έκφραση του τύπου “καρνάβαλε”, θα μπορούσε να σημαίνει “είθε Θεέ Κάρνε”, να εκπληρώσεις τις γονικοποιητικές μας προσδοκίες για την αύξηση των γεννημάτων μας!
Μια έκφραση του τύπου “καρναβάλλω” θα μπορούσε να σημαίνει “στρέφομαι ή σείομαι πέρα δώθε”, κατά την διάρκεια της σχετικής εορτής, πρός τιμή του Θεού Κάρνου ή του Καρνείου Απόλλωνα. Μια έκφραση του τύπου “καρναβαλίζω” θα μπορούσε να σημαίνει ότι “χοροπηδώ” στο πανηγύρι του Κάρνου, τα κριόμορφα φορώντας κέρατα του Θεού ή το προσωπείο του.
Προέλευση-συμβολισμοί
Η προέλευση όλων αυτών των εκδηλώσεων και των εθίμων αυτής της περιόδου είναι ειδωλολατρική και εντοπίζεται στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη. Γι’ αυτό και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων γιορτών της αρχαιότητας έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Πρώτό χαρακτηριστικό, η χρονική περίοδος εορτασμού. Στην αρχαία Αθήνα, στις αρχές Μαρτίου, δηλαδή κατά τις ημέρες που σήμερα αντιστοιχούν περίπου στην περίοδο των Αποκριών, καθώς ερχόταν η άνοιξη, εορτάζονταν τα Ανθεστήρια, μια γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου.
Δεύτερο, η διπλή όψη του εορταστικού χαρακτήρα. Τα Ανθεστήρια ήταν αφενός γιορτή των λουλουδιών, του κρασιού και της αχαλίνωτης χαράς και αφετέρου γιορτή των νεκρών και των ψυχών. Στη σημερινή εποχή, κατά την περίοδο των Αποκριών, επίσης κυριαρχούν αυτά τα δύο στοιχεία, καθώς από τη μια πλευρά γίνονται εορταστικές εκδηλώσεις μεταμφιεσμένων και από την άλλη μεριά υπάρχει το μεγάλο Ψυχοσάββατο πριν την Κυριακή της Αποκριάς, όπου σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι ζώντες μπορούν να έχουν κοινωνία με νεκρούς και να προσεύχονται υπέρ της ανάπαυσής τους.
Τρίτο, οι μεταμφιέσεις. Υπήρχαν ήδη από την αρχαία Ελλάδα, καθώς κατά τη διάρκεια των διονυσιακών γιορτών οι οπαδοί του Διονύσου φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (δηλ. το σκούρο κατακάθι του μούστου) και γενικότερα προσπαθούσαν να έχουν τη μορφή ανθρωπόμορφου τράγου, επειδή έτσι πίστευαν ότι έμοιαζαν οι Σάτυροι (δαιμονικές θεότητες) που συνόδευαν το Διόνυσο στα γλέντια του.
Τέταρτο, το ξεφάντωμα και τα πειράγματα. Πίσω από τη μεταμφίεση ο άνθρωπος αισθάνεται ότι απεκδύεται τον χαρακτήρα του και τους περιορισμούς της καθημερινής ζωής και μπαίνει σε έναν άλλο ρόλο όπου μπορεί να επιδοθεί σε ένα άνευ ορίων ξεφάντωμα, μεθώντας και ξεστομίζοντας ό,τι θέλει χωρίς περιορισμούς. Ομοίως συνέβαινε κατά τις διονυσιακές γιορτές δεδομένου ότι οι Σάτυροι (το ρόλο των οποίων υποδύονταν οι μεταμφιεσμένοι) ήταν θεότητες με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την ανηθικότητα και τις βωμολοχίες.
Οι προσφορές στους νεκρούς
Τελευταίο χαρακτηριστικό, οι προσφορές προς τους νεκρούς: Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν, ότι κατά τη δεύτερη ημέρα των Ανθεστηρίων (η οποία ονομαζόταν “Χόες”), άνοιγαν οι πόρτες του Άδη και οι νεκροί ανέβαιναν στον επάνω κόσμο, για να ξαναεπιστρέψουν εκεί την επόμενη ημέρα. Προσφέρονταν λοιπόν στους νεκρούς πολλές τιμές, καθώς και μια πανσπερμία σιτηρών, ένα παρασκεύασμα από σπόρους δημητριακών και οσπρίων, κάτι σαν τα σημερινά κόλλυβα (από τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή τους, η τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν “Χύτροι”).
Στις ημέρες μας υπάρχει παρόμοιο έθιμο καθώς, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους νεκρούς. Όμως τα Ψυχοσάββατα του Τριωδίου θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας οπότε και γίνονται προσφορές προς τους νεκρούς, όπως κόλλυβα, πρόσφορα και ψυχούδια (μικρά αρτίδια).
Διάφορα έθιμα παγανιστικής προέλευσης: για παράδειγμα ο ξέφρενος χορός των μεταμφιεσμένων (στην αρχαιότητα είχε ως σκοπό τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει μέσω των χτυπημάτων των ποδιών), οι φωτιές στα σταυροδρόμια (τις ανάβουν προκειμένου να διώξουν το χειμώνα και πηδούν από πάνω “για το καλό”), κ.ά..
Τα “ανίερα” βωμολοχικά άσματα
Τραγουδιούνται την περίοδο του καρναβαλιού, είναι βωμολοχικά και χαρακτηρίζονται ως… “ανίερα”. Αναρωτήθηκε, όμως, κανείς σε τι αποβλέπουν αυτά τα δημώδη χωριάτικα βρωμόλογα, πέρα από την πρόκληση του θείου χαμόγελου του Kαρνείου Aπόλλωνος και της συνευρετικής κραυγής του Θεού Kάρνου, του γονιμοποιητή; Μα στο να ωθήσουν οι Θεοί Kάρνος και Aπόλλων, διαμέσου της πανάρχαιας γιορτής του Καρναβαλιού, τη ζωή να συνεχίσει τη ζωή, αναπαράγοντας τον εαυτό της!
Η θέση της εκκλησίας
Για την εκκλησία, τα πανάρχαια ήθη που σχετίζονται με τη γονιμότητα δεν αποτελούν παρά «βωμολοχίες, ανηθικότητες, χυδαιότητες και ρυπαρή πορνογραφία». Η αποστροφή της Εκκλησίας, όπως και οι διωγμοί που εξαπέλυσε άρχισαν πολύ νωρίς (ήδη τον 2ο αιώνα ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κάνει λόγο για τους «γελοίως κατά τας πομπάς σχηματιζομένους», ενώ τον 4ο αιώνα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιτίθεται κατά εκείνων που ακολουθούν “εθνικές”, δηλαδή ελληνικές συνήθειες).
Μην καταφέρνοντας να τα ξεριζώσει, επανέρχεται τον 7ο αιώνα με την εν Τρούλλω Σύνοδο και τον β΄ κανόνα καταδικάζοντας αυστηρά τα καρναβαλικά έθιμα και επιχειρώντας να τα απαγορεύσει με ποινές αφορισμού των λαϊκών και καθαιρέσεως των κληρικών που ελάμβαναν μέρος. Τα έθιμα όμως, παρά τις απαγορεύσεις, συνέχισαν να επιζούν στην ψυχή και στη ζωή των ανυπότακτων Ελλήνων.
Βρισκόμαστε σήμερα στον 21ο αιώνα και συνεχίζουν να είναι δεκάδες οι εγκύκλιοι και οι αποφάσεις των μητροπόλεων που κάθε χρόνο αντιτάσσονται στις πανάρχαιες αυτές λαϊκές εκδηλώσεις της ελληνικής ψυχής, τις οποίες σταμάτησε μόνο η πανδημία του κορονοϊού, όπως αποδείχτηκε προσωρινά…