Η ματωμένη Πρωτομαγιά της Θεσσαλονίκης – Ο νεκρός που “γέννησε” τον “Επιτάφιο” του Ρίτσου
01/05/2024Ο Tάσος Τούσης έμεινε γνωστός στην νεότερη ιστορία ως ο πρώτος νεκρός της Πρωτομαγιάς, καθώς έχασε την ζωή του στην διάρκεια της εργατικής διαδήλωσης του 1936 στην Θεσσαλονίκη. Μίας Πρωτομαγιάς που έδωσε μεγάλη πνοή στο καπνεργατικό κίνημα, αλλά και στοίχισε πάνω από 11 ζωές, καθώς μέχρι τις 9 Μαΐου οι διαδηλώσεις είχαν γίνει πολύ μαχητικές και ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς είχε κρίνει ότι έπρεπε να τελειώνει με αυτές.
Πώς φτάσαμε στην ματωμένη Πρωτομαγιά; Οι καπνοπαραγωγοί και οι βιομήχανοι είχαν μειώσει τότε το μεροκάματο του καπνεργάτη στο μισό και προσλάμβαναν περισσότερες γυναίκες, καθώς σε αυτές έδιναν το 1/4 του παλιού ημερομισθίου. Παράλληλα είχαν έρθει από χρόνια και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, με τους εργοδότες να βρίσκουν φτηνά εργατικά χέρια. Η κυβέρνηση δεν παρενέβαινε και οι καπνεργάτες στη βόρειο Ελλάδα είχαν σχεδόν εξαθλιωθεί. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις τους τα προηγούμενα χρόνια όμως είχαν μετριασθεί, γιατί είχε ψηφιστεί εν τω μεταξύ το Ιδιώνυμο και οι διώξεις ήταν βαρύτατες.
Όμως στις 29 Απριλίου του 1936 κηρύχτηκε γενική απεργία και το κίνημα ξαναζωντάνεψε, γιατί πλέον οι καπνεργάτες είχαν φτάσει στο σημείο να κάνουν ουρές για την διανομή δωρεάν ψωμιού. Οπότε στην Πρωτομαγιά του 1936 το κίνημα ξαναφούντωσε και άρχισαν απεργίες σε πάνω από έξι νομούς της Ελλάδας, μιας χώρας που τότε στηριζόταν ιδιαίτερα στα καπνά. Στις 8 Μαΐου στήνονται πια οδοφράγματα, οι χωροφύλακες προσπαθούν να διαλύσουν με άλογα τις συγκεντρώσεις ή και με άρματα μάχης της εποχής, οι γυναίκες καπνεργάτριες τους τραβούν και τους ρίχνουν κάτω από τα άλογα, ενώ άνδρες τους πετούν πέτρες, τούβλα κι ό,τι βρίσκουν σε οικοδομές.
Η σφαγή στην ματωμένη Πρωτομαγιά
Οι φαντάροι και οι ναύτες που κλήθηκαν να πυροβολήσουν εκείνη την ματωμένη Πρωτομαγιά, σύμφωνα με μαρτυρίες, όχι μόνον αρνήθηκαν, αλλά πολλοί συντάχθηκαν με τους απεργούς. Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρουν χωροφύλακες της εποχής εκείνης σε σχετικό ντοκιμαντέρ (σε δύο μέρη) που γυρίστηκε το 1984, διέδιδαν στους ενστόλους ότι «Εβραίοι και κομμουνιστές ενώθηκαν για να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στη Βουλγαρία».
Στις 9 Μαΐου χωροφύλακες ή παρακρατικοί (ή και οι δύο) ακροβολισμένοι σε ταράτσες πυροβολούν και σκοτώνουν πάνω από 11 άτομα, ενώ τραυματίζουν 98. Το ότι σκοτώνουν και την επικεφαλής των καπνεργατριών, την Αναστασία Καρανικόλα, δείχνει μάλλον ότι υπήρχε προμελετημένο σχέδιο.
Στην κηδεία των 11 συγκεντρώνονται 150.000 λαού. Απεργούν πάνω από 300.000 εργάτες, αλλά και μικροί αγρότες και άλλοι κλάδοι όχι συναφείς με το καπνεμπόριο. Τα συνθήματα πλέον είναι κατά του φασισμού και κατά του Μεταξά. Οπότε υπάρχει μόνο μια λύση: Συμφωνείται αύξηση του ημερομισθίου ανδρών και γυναικών στα καπνά Σε τρεις μήνες, ο μέχρι τότε διορισμένος (από τον βασιλιά Γεώργιο Β’) πρωθυπουργός Μεταξάς, γίνεται δικτάτορας. Όλα τώρα αλλάζουν. Δίδεται εντολή να καούν όλα τα αντίτυπα του απαγορευμένου στο εξής “Επιτάφιου” του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος γράφτηκε για τον πρώτο νεκρό εκείνου του ξεσηκωμού, τον 35χρονο Τάσο Τούση.
Η ζωή του Τάσου Τούση
Ο Τούσης ήταν παιδί ενός άνδρα που είπε ότι θα έφευγε μετανάστης «για να στέλνει στην οικογένεια λεφτά». Όμως ούτε δραχμή δεν έστειλε και εμφανίστηκε ξανά στο Ασβεστοχώρι συνολικά άλλες τρεις φορές (πάντα απένταρος), ίσα για να ξαναφήσει έγκυο την γυναίκα του Κατίνα Τούση, ώσπου εξαφανίστηκε οριστικά. Έμεινε “άντρας” της οικογένειας ο 10χρονος Τάσος, καθώς τα άλλα τρία παιδιά ήταν κορίτσια.
Αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο στην Δ΄ τάξη του δημοτικού και πήγε να δουλέψει σε έναν μάγειρα, στους Άγγλους, που ήταν ακόμη στο χωριό τότε και έχτιζαν το Σανατόριο. Στο Σανατόριο ο μάγειρας τον λυπόταν και αντί να του δίνει μόνο ένα καρβέλι ψωμί, του έδινε τρία, μαρμελάδες και πατάτες και «ερχόντανε φορτωμένος με τρόφιμα κάθε βράδυ για να τρώμε εμείς», όπως αφηγείται στο ντοκιμαντέρ η αδελφή του, Μαρίκα.
Όταν έφυγαν οι Άγγλοι έμεινε χωρίς δουλειά «και τότε πεινάσαμε, οπότε πήγε με μεροκάματο πέντε δραχμές σε ένα καροποιείο και με τη συμφωνία να τρώει μια μερίδα λαδερά κάθε μεσημέρι. Ένα μεσημέρι είδε μια μερίδα κρέας και την έφαγε. Το αφεντικό, του έδωσε ένα χαστούκι και του είπε “δυο μέρες δεν θα πληρωθείς”. Ο Τάσος γύρισε κλαίγοντας στο σπίτι. Η μητέρα είπε “έτσι είναι οι άνθρωποι, σκληροί” και εκείνος είπε “ας πεθάνω της πείνας, εγώ σε αυτόν δεν ξαναπάω για δουλειά”. Βρήκε όμως δουλειά στον Γεώργιο Βουτσά, βαρελοποιό με 17 δραχμές μεροκάματο και έμεινε πολλά χρόνια».
Οι αδελφές μεγάλωσαν και η μία έγινε οικιακή βοηθός, η άλλη νοσοκόμα και η τρίτη ήθελε να γίνει δακτυλογράφος. Τελικά και οι τρεις πιάσανε δουλειά σε εργοστάσιο που έφτιαχνε καραμέλες, τις “τικ τακ”, που ήταν τότε πολύ της μόδας. Εκείνος κατατάχθηκε στην αεροπορία, έγινε μηχανικός αεροπλάνων και έμαθε και να πιλοτάρει. Του άρεσε που πετούσε και έλεγε «νιώθεις εκεί πάνω σαν πουλί που το ελευθερώνεις από το κλουβί του, μακριά από όλη τη δυστυχία», αλλά η μάνα του φοβόταν. Ο Τάσος φύλαγε και τότε μερίδες από το στρατό και πήγαινε με τα πόδια στο χωριό του κάθε Σάββατο για να φάνε τα κορίτσια κάτι παραπάνω.
Το ψέμα στην μητέρα του
Μετά τον στρατό, όπου έμαθε μηχανικός, έπιασε δουλειά σε γκαράζ και σιγά-σιγά βρήκε ανταλλακτικά και επισκεύασε ένα πολύ παλιό αμάξι που το μετέτρεψε σε ταξί της εποχής. Με αυτό έκανε δρομολόγια Θεσσαλονίκη-Ασβεστοχώρι-Σανατόριο. Αν έβρισκε άνθρωπο στο δρόμο που δεν είχε λεφτά, τον πήγαινε δωρεάν στο Σανατόριο. Όμως μια μέρα με χιόνια χάλασε το αμάξι. Ο Τάσος πήρε τότε στην πλάτη τον άρρωστο επιβάτη και τον πήγε μέσα στο χιονιά έως το Σανατόριο, περπατώντας δυο ώρες.
Χωρίς αμάξι δικό του πια, έπιασε δουλειά στα λεωφορεία και ως οδηγός εκεί, γνώρισε την Έλλη, που είχε φυματίωση, αλλά είχε χάσει και το ένα της πόδι, ήταν ξύλινο. Την αγάπησε και την παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του και παρά τις υποσχέσεις του ότι δεν θα εγκατέλειπε τα κορίτσια. Η μάνα δεν πήγε στον γάμο. Εκείνος είπε ότι με τις οικονομίες της Έλλης θα πάρει άλλο ταξί, όπως και έκανε. Η Έλλη έμελλε να πεθάνει τρία χρόνια μετά τον Τάσο, από σηψαιμία.
Η μάνα με τις τρεις κόρες έμεναν μαζί και ο Τάσος με την Έλλη αλλού, σε μια μονοκατοικία. Επισκεπτόταν διαρκώς τη μητέρα και τις αδελφές. Έλεγε στη μάνα του «θα δεις, θα αλλάξει ο κόσμος, δεν θα ζουν οι άνθρωποι πια όπως ζήσαμε εμείς». Την ημέρα που έγινε το κακό, οι κόρες πήγαν για δουλειά παρά την γενική απεργία, επειδή ο επιστάτης είχε πει ότι όποια απεργούσε, «θα τη σχόλαγε».
Ο Τάσος πήγε για καφέ στη μαμά του, έκοψε ένα πανσεδάκι από τη γλάστρα της και φεύγοντας, όταν εκείνη του είπε ότι φοβάται και δεν θέλει να πάει στο συλλαλητήριο, της είπε ψέματα ότι θα πήγαινε στην περιοχή της Εξοχής. Απεργούσε ήδη το σωματείο των αυτοκινητιστών. Στο δρόμο βρήκε με άλλους απεργούς ένα λεωφορείο, το σταμάτησαν και του έβγαλαν το μπουζί. «Εμείς απεργούμε», είπαν στον οδηγό.
Το τραγικό τέλος στην ματωμένη Πρωτομαγιά
Οι αυτοκινητιστές ήταν συγκεντρωμένοι στην Εγνατία οδό, έξω από το ξενοδοχείο “Μητρόπολις”. Πέρασε το αμάξι ενός καπνέμπορου, και το ανέτρεψαν και εν συνεχεία το έκαψαν. Ο Τάσος μπήκε μετά στο καφενείο του ξενοδοχείου και σε λίγο ξαναβγήκε, οπότε ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν οι σφαίρες. Πολλοί έπεσαν κάτω για να αποφύγουν τις σφαίρες, που νόμιζαν ότι έρχονται από κάπου στο δρόμο, αλλά οι σφαίρες έπεφταν από ψηλά. Όλοι σηκώθηκαν αμέσως μετά να τρέξουν, αλλά ο Τάσος όχι. Η σφαίρα τον είχε πετύχει στο κεφάλι.
Οι καπνεργάτες αντί για φορείο χρησιμοποίησαν μια πόρτα και τον πήγαν στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν το θάνατο του. Τότε πήραν στις πλάτες το νεκρό (με την πόρτα) και πήγαν στο Διοικητήριο. Εκεί ένας από τους απεργούς είδε τη μητέρα του νεκρού, που ήταν από το ίδιο χωριό και την γνώριζε. Την πλησίασε. Η γυναίκα του είπε ότι είχε αγωνία για τα κορίτσια της και ότι είχε κατεβεί να τα μαζέψει από το εργοστάσιο να τα πάει σπίτι. Δεν είχε αγωνία για τον Τάσο, «επειδή ευτυχώς ήταν στην Εξοχή».
Τότε ο χωριανός της, της είπε «για κοίτα εκεί πάνω ποιος είναι». Η γυναίκα τον ρώτησε “ποιος είναι;“. Και εκείνος της είπε «ο Τάσος είναι». Ξαναρχίζουν οι σφαίρες και οι διαδηλωτές αφήνουν κάτω τον νεκρό. Στο δρόμο μένει μόνη η Κατίνα με τον 35χρονο Τάσο. Από εκείνη την εικόνα, την ματωμένη Πρωτομαγιά, γεννήθηκε ο “Επιτάφιος” του Ρίτσου και από παρόμοια δράματα κατακτήθηκε το 8ωρο και η αργία της Κυριακής, πολύ προτού η χούντα φροντίσει να εξουδετερώσει την μαχητική επέτειο, κάνοντας αργία την απεργία της Πρωτομαγιάς.