“Μια ενδοσκόπηση του αλυτρωτικού αγώνα της Κύπρου” – Το βιβλίο του Νίκου Χαραλάμπους
24/05/2024Νομικό, ιστορικό, πολιτικό είναι το νέο βιβλίο του Νίκου Χαραλάμπους, “Ο ΚΑΤΗΦΟΡΟΣ Μια ενδοσκόπηση του αλυτρωτικού αγώνα της Κύπρου”. Ο πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και πρώτος Επίτροπος Διοίκησης, επιχειρεί όχι μόνο να καταγράψει την ιστορία (αυτό το πράττει τεκμηριωμένα), αλλά και να την ερμηνεύσει.
Ο Νίκος Χαραλάμπους επιχειρεί και δίνει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα, τα οποία διαχρονικά απασχολούν τη δημόσια σφαίρα αλλά και τους ειδικούς. Μεταξύ άλλων απαντά και σε ένα ζήτημα, που τέθηκε πολλές φορές και συζητήθηκε. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ομοσπονδία ήταν και το Σύνταγμα του ΄60 και πως δεν θα πρέπει να υπάρχουν ενστάσεις για τα όσα συζητούνται σήμερα, παραπέμποντας στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία .
Σύμφωνα με τον συγγραφέα «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το δημιουργηθέν με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου κράτος ήταν ομοσπονδιακό. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν υφίσταντο αυτόνομες ή αυτοδιοικούμενες περιοχές. Η κρατική εξουσία ασκείτο από τα όργανα της Δημοκρατίας πάνω σε ολόκληρο το έδαφός της. Ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι το δημιουργηθέν κράτος αποτελεί είδος συνεταιρισμού μεταξύ της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας. Η Τουρκική πλευρά επανειλημμένα πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία λειτουργεί συνεταιρικά μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας. Τέτοιο ισχυρισμό πρόβαλε και στις προτάσεις της προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ημερ. 13 Απριλίου 1978. Η έννοια του ‘’συνεταιρικού κράτους’’, με την έννοια συνεταιρισμού μεταξύ δυο κοινοτικών ομάδων είναι άγνωστη στο δημόσιο δίκαιο.
Θα μπορούσαμε να μιλούμε περί συνεταιρισμού μεταξύ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, αν η κρατική κυριαρχία στη νήσο ασκείτο από τις τρεις αυτές χώρες, όπως πρόβλεπε για το μέλλον το σχέδιο Macmillan. Επίσης, μπορούμε να μιλούμε για “συνεταιρισμό” δυο κρατών που συνενώνονται μεταξύ τους σε μια ομοσπονδία ή συνομοσπονδία. Τούτο θα προκύψει στην Κύπρο αν, πριν από οποιαδήποτε λύση που θα συμφωνηθεί, αναγνωριστεί η λεγόμενη “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”. Εντούτοις, δεν μπορεί να παραγνωριστεί, πως ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του εγκαθιδρυθέντος το 1960 κυπριακού κράτους ήταν η εν πολλοίς αναγωγή των δύο εθνικών κοινοτήτων σε κρατικούς θεσμούς».
Η τεκμηριωμένη αυτή αναφορά δεν δίνει μόνο απαντήσεις, αλλά κατά την άποψη μου διαλύει και μύθους που συντηρούνται από όσους θεωρούν πως πρέπει η ελληνική πλευρά πρέπει να προσαρμοστεί στο τουρκικό αφήγημα, γιατί αυτό ίσχυε και με τη δημιουργία του κράτος, της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εγγυήσεις και εισβολή
Ένα άλλο ερώτημα, που απαντάται είναι κατά πόσο η Τουρκία νομιμοποιείτο να εισβάλει στην Κύπρο. Αυτό που λέγεται από τουρκικής πλευράς ως αφήγημα και το υιοθετούν και διάφοροι τρίτοι, ότι η Άγκυρα είχε δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης δεν ισχύει.
Ο Νίκος Χαραλάμπους σημειώνει ότι «η πρόνοια του Άρθρου IV της Συνθήκης, ερμηνευόμενη με βάση την επιταγή του προαναφερθέντος Άρθρου 103 του Καταστατικού Χάρτη, δεν επιτρέπει στρατιωτική επέμβαση και άσκηση ένοπλης βίας. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, η προσφυγή στην ένοπλη βία δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, αυτές που προβλέπονται στα Άρθρα του 42 και 51 του Κεφαλαίου 7. Στο μεν Άρθρο 42, προβλέπεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας νομιμοποιείται “να προβεί, από αέρος, διά θαλάσσης ή από ξηράς σε τέτοιου είδους ενέργεια, προκειμένου να προστατεύσει ή να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια”.
Πέραν τούτου, η Τουρκία παραβίασε τη Συνθήκη γιατί, όπως καταφάνηκε περίτρανα, η επέμβασή της δεν απέβλεπε στην ‘’αποκατάσταση του καθεστώτος που δημιουργήθηκε’’ με βάση τη Συνθήκη, αλλά στη διχοτόμηση. Επίσης, η ένοπλη επέμβαση της Τουρκίας του 1974, με πρόσχημα άσκηση δικαιωμάτων με βάση τη Συνθήκη Εγγυήσεως, που κατέληξε στην παράνομη κατοχή κυπριακού εδάφους συνιστά «επιδρομή», σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε στον όρο αυτό η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την Απόφασή της 2330/67 στις 11/12/1967…».
Είναι προφανές πως τα όσα εκτίθενται πιο πάνω, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι η Τουρκία, εισβάλλουσα στην Κύπρο το 1974, παραβίασε τόσο τη Συνθήκη Εγγυήσεως όσο και θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου. Αλλά τίθεται και μια άλλη σημαντική παράμετρος από τον συγγραφέα: Έχει καταφανεί ότι, γενικά, ένα σύστημα “εγγυήσεων”, με οποιαδήποτε επιγραφή, αντιστρατεύεται αυτές τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, που κατοχυρώνονται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Δυστυχώς, όμως, όπως επανειλημμένα σημείωσε ο συγγραφέας, δεν είναι οι διεθνολόγοι που ερμηνεύουν το διεθνές δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες αλλά οι ισχυροί.
Η πολιτική των δυο κρατών
Πολύς θόρυβος έγινε και γίνεται για τη δήθεν μεταστροφή της πολιτικής των Τούρκων στη λύση “δυο κρατών”. Και μάλιστα από κάποιους φορτώνεται αυτή η “αλλαγή πολιτικής” στη στάση και την εν γένει συμπεριφορά της ελληνικής πλευράς. Είναι, όμως, μεταστροφή; Είναι αλλαγή πολιτικής; Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όταν οι Τούρκοι αναφέρονται σε “λύση δυο κρατών”, δεν εννοούν, απλά, απόσχιση του κατεχόμενου μέρους από την Κυπριακή Δημοκρατία, την ύπαρξη της οποίας δεν αναγνωρίζουν.
Οι Τούρκοι διαχρονικά επιδιώκουν την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από δύο ισόβαθμες κρατικές οντότητες. Με άλλα λόγια, την υποβάθμιση της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας και την αναβάθμιση της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”. Θέλουν, προς το παρόν, να έχουν μιας μορφής επικυριαρχία και στο ελληνοκυπριακό κράτος, με το σύστημα των εγγυήσεων.
Είναι πεποίθηση του Νίκου Χαραλάμπους ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει μια γνήσια λύση δυο κρατών, που θα ανατρέψει τα μακροχρόνια σχέδιά της για κατάκτηση ολόκληρης της Κύπρου. Επιδιώκει λύση δύο κρατών που θα της δίδει το δικαίωμα να “κηδεμονεύει” και το ελληνοκυπριακό κράτος, μέχρις ότου το κατακτήσει. Η κριτική που ασκεί στους διαχειριστές του Κυπριακού, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας πως έγιναν λάθη. Έγιναν λανθασμένες εκτιμήσεις. Δεν αφήνει κανέναν από τους διαχειριστές στο απυρόβλητο. Ούτε αυτούς που πολιτικά βρίσκεται πιο κοντά. Το πράττει τεκμηριωμένα και ανεπηρέαστα. Κι αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Ακόμη κι εάν κανείς διαφωνεί μαζί του.
Γράφει επί τούτου: «Ούτε το σχέδιο Ανάν είναι το σχέδιο που αναγνώριζε για πρώτη φορά τα δεδομένα της εισβολής. Οι αδυσώπητες πραγματικότητες της τούρκικης εισβολής, αναγνωρίστηκαν κατά τρόπον πανηγυρικό στην πρώτη “Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου” στις 12/2/1977, όπου έγινε ο μέγας συμβιβασμός και ο Μακάριος δέχτηκε τη λύση της δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δέχτηκε και τη “διζωνική” ομοσπονδία, αφού δέχτηκε να συζητηθεί «το έδαφος το οποίο θα είναι υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας» (“The territory under the administration of each community”). Δηλαδή, έγινε αποδεκτό ότι οι δύο κοινότητες πρέπει να ζήσουν σε δύο διαφορετικές ζώνες, έχοντας, μάλιστα, η κάθε μια πλειοψηφία επί του εδάφους που θα ελέγχει…».
Στο διά ταύτα
Ο Νίκος Χαραλάμπους φθάνει και στο διά ταύτα. Απαραίτητο για μια ιστορική, πολιτική και επιστημονική κατάθεση. Το τι μέλλει γενέσθαι είναι και το πλέον κρίσιμο. «Δεν είναι αργά για χάραξη μιας νέας εθνικής στρατηγικής, που θα επιδιώξει μια νέα διαπραγματευτική βάση, με σκοπό την εξεύρεσης της καλύτερης δυνατής ρεαλιστικής λύσης. Μιας λύσης, που θα είναι βιώσιμη και θα διασφαλίζει την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Διαθέτουμε ένα ισχυρό νομικό οπλοστάσιο – το οποίο δεν αξιοποιήσαμε και το αφήσαμε να “σκουριάσει” – για να προβάλουμε προς τα έξω, την ουσία του προβλήματός μας, με μια επιθετική διπλωματία προς όλες τις κατευθύνσεις, εγκαταλείποντας τον ρόλο του “καλού παιδιού”, για να μην δυσαρεστηθεί ο διεθνής παράγοντας».
Και στα πλαίσια αυτά απαντά και σε φοβικά σύνδρομα, που κυριαρχούν στο πολιτικό σύστημα. «Προβάλλεται ο ισχυρισμός – και είναι ευλογοφανής – ότι, αν εγκαταλείψουμε τη γραμμή της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, θα έλθουμε αντιμέτωποι με τον διεθνή παράγοντα (ΟΗΕ και ΕΕ), που θεωρεί αυτή τη λύση ως τη μόνη εφικτή και βιώσιμη. Πώς, όμως, αναμένονταν από τον διεθνή παράγοντα διαφορετική προσέγγιση, όταν η εκάστοτε ηγεσία μας, για λόγους αυτοδικαίωσης, δεν έσπευσε να τον πείσει ότι το κράτος που θα προκύψει από μια τέτοια λύση, εκτός από το ότι θα είναι αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό, δεν θα μπορεί να λειτουργήσει; Θα είναι ένα θνησιγενές κρατικό μόρφωμα και θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, δημιουργώντας ένα νέο Κυπριακό πρόβλημα.
Με την εισήγησή μου, για χάραξη νέας εθνικής στρατηγικής, δεν εννοώ ανέφικτους και επικίνδυνους δονκιχωτισμούς. Ο γράφων επανειλημμένα υποστήριξε στην αρθρογραφία του ότι δεν είναι, ανέφικτη η εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης που θα αποτρέψει την πλήρη πραγμάτωση των τουρκικών σχεδιασμών και θα διασφαλίζει, πρώτιστα, τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας για την εθνική και φυσική επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού. Τούτο, όμως, προϋποθέτει την ύπαρξη ηγεσίας που να έχει την αναγκαία πολιτική διορατικότητα και την ικανότητα να διακρίνει ανάμεσα στο εφικτό και το επιθυμητό».
Το βιβλίο είναι χρήσιμο εργαλείο και για μια σε βάθος ενημέρωση και γνώση για το Κυπριακό αλλά και ερμηνείας διαφόρων πτυχών του εθνικού ζητήματος. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, που είτε διαφωνεί είτε συμφωνεί κανείς με τον κ. Χαραλάμπους, αξίζει μελέτης.
«Τα δυο λάθη» του Μακαρίου
Ο Νίκος Χαραλάμπους αναφέρεται στο βιβλίο του σε δυο λάθη του Μακάριου: «Πρώτο, με το πως συμπεριφέρθηκε όταν ανέλαβε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξακολουθούσε να είναι δέσμιος της “εθναρχικής” του ιδιότητας και δεν πολιτεύτηκε ως Πρόεδρος του νεοσύστατου κράτους, αλλά ως ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Αναμφισβήτητα, η ηγεσία της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, δεν πίστεψαν στο νεαρό κράτος τους και το καταφρόνησαν. Όμως. η ηγεσία μας όφειλε να καθοδηγήσει κατάλληλα τον λαό, ώστε να συνυπάρξουν η νομιμοφροσύνη προς το κράτος και η αγάπη προς την πατρίδα. Θα έπρεπε να καλλιεργηθεί ένα “ενωτικό πολιτειακό ιδεώδες”, όπως το περιγράφει ο γνωστός ιστορικός Παύλος Ν. Τζερμιάς.
Η ανάπτυξη αυτού του ενωτικού πολιτειακού ιδεώδους, σε καμιά περίπτωση δεν απαιτούσε εγκατάλειψη ή απάρνηση της εθνικής συλλογικής ταυτότητας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Καμιά ανάγκη συγκρότησης κυπριακής εθνικής συλλογικής ταυτότητας ή πίστης σε κυπριακό έθνος υπήρχε, για να λειτουργήσει ομαλά του κυπριακό κράτος. Η έλλειψη αυτού του ενωτικού πολιτειακού ιδεώδους, οδήγησε στην καταστροφή των θεμελίων πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Έκτοτε, άρχισαν να εμφανίζονται, ξανά, τα διχοτομικά σχέδια, ώσπου η Κύπρος δέχτηκε την πισώπλατη μαχαιριά από τη “μητέρα πατρίδα” με το εγκληματικό πραξικόπημα, που οδήγησε στη ντε φάκτο διχοτόμηση. Με τις ενέργειές του αναφορικά με τα “δεκατρία σημεία”, ο Μακάριος διευκόλυνε τα διχοτομικά σχέδια της Τουρκίας.
Είναι αρκετά αποκαλυπτικό το απόρρητο έγγραφο του βρετανικού υπουργείου των Εξωτερικών, ημερομηνίας 1ης Οκτωβρίου 1963 που παρατίθεται στο σχετικό Κεφάλαιο και αναφέρει: «Έχουμε λογούς να υποθέσουμε ότι η τουρκική κυβέρνηση όχι μόνο φαίνεται να ανέχεται την κίνηση του Μακάριου για μονομερή δράση για τροποποιήσεις του Συντάγματος, αλλά, ίσως, και να την καλωσορίζουν, καθώς μάλλον μια τέτοια ενέργεια θα τους δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, οι οποίες θα τους δώσουν την ευκαιρία να εφαρμόσουν τα σχέδια τους για τη διχοτόμηση της Κύπρου διά της βίας».
Δεύτερο, όταν το 1977 η Τουρκία επιτυγχάνει την πρώτη από μέρους μας αποδοχή των κατοχικών δεδομένων. Στην πρώτη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου στις 12/2/1977, όπου έγινε ο μέγας “οδυνηρός”, όπως τον αποκαλούμε, συμβιβασμός, ο Μακάριος δέχτηκε τη λύση της ομοσπονδίας και δη της “δικοινοτικής” ομοσπονδίας. Το αν δέχτηκε και τη “διζωνική” ομοσπονδία, έχει πλέον ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον, αν ληφθούν υπόψη τα όσα ακολούθησαν.
Η ελληνοκυπριακή ηγεσίας αποδέχθηκε τη λύση αυτής της αμερικανο-αγγλικής επινόησης sui generis ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Σε σειρά άρθρων μου προσπάθησα να υποδείξω ότι, στην περίπτωση της Κύπρου, δεν υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει επιτυχώς ακόμα και ένα “ορθόδοξο” ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Δεν είναι μόνο το τείχος δυσπιστίας και καχυποψίας που χωρίζει τις δυο κοινότητες που καθιστούν μια τέτοια λύση μη βιώσιμη, αλλά, πρώτιστα, οι κατακτητικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας».