Επιλέγουν πεδίο μάχης ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ εν όψει εκλογών
09/04/2018Έστω και με καθυστερήσεις, έστω και με γκρίνιες, έστω και με αυστηρούς όρους, θα ανοίξει ο δρόμος για τη μετάβαση της Ελλάδας στη μεταμνημονιακή περίοδο, παρότι οι δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναληφθεί θα κυνηγούν τους Έλληνες για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα. Σ’ αυτό, όμως, το τοπίο ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αναπτύσσουν τον πολιτικό σχεδιασμό τους με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές.
Παρόλα αυτά, το καλοκαίρι θα κλείσει ένας κύκλος. Κι αυτό αντανακλάται στον πολιτικό σχεδιασμό και της συμπολίτευσης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπως έδειξε η πυροδότηση της υπόθεσης Novartis, ο Τσίπρας θα δώσει τη μάχη των επόμενων εκλογών με δύο πολιτικά όπλα: Πρώτον, με το αφήγημα ότι έβγαλε την Ελλάδα από τα Μνημόνια. Δεύτερον, ότι κάνει πράξη την επαγγελία του για πάταξη της διαφθοράς στο πολιτικό σύστημα και ευρύτερα στον δημόσιο βίο.
Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει πολιτικό-εκλογικό κόστος, λόγω των βαρύτατων μνημονιακών μέτρων που εφάρμοσε, δεν καταρρέει. Για την ακρίβεια, έχει σταθεροποιήσει χαμηλότερα το δημοσκοπικό ποσοστό του, αλλά έχει εδραιωθεί ως ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος (ο άλλος είναι αναμφισβήτητα η ΝΔ). Κάποια στιγμή είχα φανεί πως το Κίνημα Αλλαγής θα μπορούσε να αναπτύξει δυναμική και ενδεχομένως να μικρύνει την απόσταση που το χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σύντομα αποδείχθηκε πως η προσδοκία ήταν εφήμερη.
Το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό
Στο επίπεδο αυτό, λοιπόν, το τοπίο έχει ξεκαθαρίσει. Σταδιακά, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ιδιότυπο πολιτικό εκφραστή του κεντροαριστερού χώρου. Το 2012 και το 2015 οι πρώην “πράσινοι” ψηφοφόροι κατέφυγαν στο κόμμα του Τσίπρα ως εκλογικοί πρόσφυγες. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, η σχέση εκπροσώπησης απέκτησε στοιχεία μονιμότητας για ένα μεγάλο μέρος από αυτούς, ενώ κάποιοι άλλοι θα ξαναψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τον θεωρούν το μικρότερο κακό.
Κατά συνέπεια, οι επόμενες εκλογές για τον Τσίπρα και το κόμμα του είναι μία μάχη για το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό. Οι ίδιοι επισήμως διεκδικούν την πρωτιά, αλλά το ενδεχόμενο να την κερδίσουν συγκεντρώνει -με βάση τις δημοσκοπήσεις- ελάχιστες πιθανότητες. Κι αυτό, παρότι η ΝΔ εμφανίζει εκλογική κόπωση.
Ο στόχος για το μεγαλύτερο δυνατό εκλογικό ποσοστό δεν είναι απλώς ο συνήθης ποσοτικός στόχος που όλα τα κόμματα θέτουν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Πρόκειται και για ποιοτικό πολιτικό στόχο. Όσο πιο υψηλό ποσοστό αποσπάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο μεγαλύτερη δυνατότητα θα έχει αφενός να αποφύγει εναντίον μεθοδεύσεις (όπως δικαστικές διώξεις), αφετέρου να επηρεάσει τη στάση του ΚΙΝΑΛ την επόμενη ημέρα. Γιατί τότε, εάν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η ΝΔ δεν διαθέτει αυτοδυναμία, θα προκύψουν διλήμματα για όλους τους κεντρικούς παίκτες.
Χωρίς εναλλακτική στρατηγική
Αν στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρος και ο στόχος και τα όπλα, με τα οποία θα δώσει την εκλογική μάχη, δεν ισχύει το ίδιο με τη ΝΔ. Ο Μητσοτάκης επένδυσε σε μία στρατηγική μετωπικής επίθεσης με σκοπό την γρήγορη πολιτική-εκλογική αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ, με σκοπό την αποσταθεροποίηση και εν συνεχεία την ανατροπή της κυβέρνησης Τσίπρα. Εξ ου και είχε θέσει ως κεντρικό στόχο την πρόκληση πρόωρων εκλογών.
Όταν και ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι το χαρτί δεν του βγαίνει, δεν κατάφερε να μεταβεί σε μία συνεκτική εναλλακτική στρατηγική. Επιδίδεται σε πολιτικά γιουρούσια, με σκοπό την πρόκληση τραυμάτων στην κυβέρνηση, χωρίς, όμως, τα εν λόγω γιουρούσια να εντάσσονται σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό. Εξ ου και αδυνατεί να δημιουργήσει ένα καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία.
Σαν να μην έφθανε αυτό, στο μέτωπο της διαφθοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο επιτιθέμενος και η ΝΔ έχει τοποθετήσει τον εαυτό της στη θέση του αμυνόμενου. Επιχείρησε σ’ αυτό το επίπεδο κάποιες αντεπιθέσεις, αλλά χωρίς αξιόλογο πολιτικό αποτέλεσμα. Είναι αμφίβολο εάν η εμπλοκή σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις ωφελεί το προφίλ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η ΝΔ δεν βρίσκεται στη φάση που επιδιώκει να πάρει προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό έχει συμβεί εδώ και καιρό και όλα δείχνουν πως δεν είναι αντιστρέψιμο. Ως εκ τούτου, δεν έχει συμφέρον να μετατρέπει σε κεντρικό άξονα της πολιτικής της την ηθική αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που λείπει από τον Μητσοτάκη είναι να πείσει ότι σαν ο επόμενος πρωθυπουργός μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε καλύτερες μέρες. Μόνο έτσι θα προσελκύσει τους πρόσθετους ψηφοφόρους που θα καταστήσουν την επιζητούμενη αυτοδυναμία ρεαλιστικό στόχο.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε συμφέρον να θέλει η μπάλα να παραμείνει στο γήπεδο της διαφθοράς. Λόγω του αμαρτωλού παρελθόντος της κλεπτοκρατίας, θεωρεί ότι σ’ αυτό το γήπεδο έχει πλεονέκτημα. Το σημαντικότερο είναι πως αυτό το πιστεύουν και πολίτες που δεν έχουν ψηφίσει ούτε προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας πυροδότησε την υπόθεση Novartis. Γι’ αυτό και συγκεντρώνουν με εντατικό ρυθμό στοιχεία για άλλες σκανδαλώδεις υποθέσεις. Ο επικοινωνιακός σχεδιασμός του Μαξίμου προβλέπει βομβαρδισμό με τέτοιου τύπου αποκαλύψεις.