Οι λόγοι που δεν συγκινεί τους Έλληνες η σημερινή Αριστερά
10/07/2024Χρησιμοποιούμε συχνά τη διάκριση Αριστερά – Δεξιά, ενώ πολλές φορές διαπιστώνουμε πως όχι μόνο ο απλός κόσμος αλλά και δημοσιογράφοι προσλαμβάνουν διαφορετικά το περιεχόμενο των δύο όρων. Δεν είναι περίεργο να υπάρχει αυτή η σύγχυση αφού η ποικιλία της πολιτικής πραγματικότητας δεν είναι δυνατόν να συμποσούται σε δύο μόνο όρους.
Κι αυτό είναι φυσικό, αφενός, διότι κάθε γλωσσικός όρος αντιστοιχεί σε πολλαπλά αναφερόμενα και, αφετέρου, διότι η ιστορική πορεία μεταβάλλει όχι μόνο το νόημα των πραγμάτων αλλά και τα ίδια τα πράγματα. Το παρόν άρθρο θα εστιάσει κυρίως στο περιεχόμενο του όρου “Αριστερά”, προκειμένου να δώσει κάποιες εξηγήσεις για την αποτυχία της στις σύγχρονες ελληνικές ευρωεκλογές.
Η Αριστερά περιλαμβάνει κόμματα προσκείμενα σε μια μετριοπαθή καπιταλιστική μεταρρύθμιση, όπως τα σοσιαλδημοκρατικά (ή στην ελληνική ορολογία τα κόμματα της κεντροαριστεράς όπως το ΠΑΣΟΚ) έως τα σοσιαλιστικά, συμπεριλαμβανομένων και κομμάτων που εξαγγέλλουν μια πιο ριζοσπαστική κοινωνικο-πολιτική αλλαγή, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρχικός ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο ενσωμάτωσε στο όνομά του τον όρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς όχι για να δηλώσει μια διαφορετική ιδεολογία σε σχέση με τη σοσιαλιστική, αλλά για να τονίσει εμφατικά πως η πολιτική του στάση θα εμπνέεται από ένα ριζικό μετασχηματισμό των δυνάμεων και των σχέσεων εξουσίας. Βεβαίως από το 2015 ήδη, μια τέτοια ονομασία δεν αντιστοιχεί στην ιδιοπροσωπία του εν λόγω κόμματος.
Όσον αφορά τη Δεξιά, παρότι ιστορικά έχει συγκροτηθεί από τα συντηρητικά κόμματα τα οποία αποστρέφονται τις θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, το παρόν άρθρο καθώς προχωρά σε σύγκριση Δεξιάς – Αριστεράς, θα θέσει στη θέση της Δεξιάς μόνο το φιλελεύθερο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ένα κατά βάση κεντροδεξιό κόμμα. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι πως η αναμέτρηση της Αριστεράς στον τόπο μας γίνεται απέναντι στη Νέα Δημοκρατία
Δεξιά και Αριστερά
Θεωρητικά, η κύρια διαφορά ανάμεσα σε φιλελεύθερη Δεξιά και Αριστερά συνίσταται στην προτεραιότητα που δίνει εκάστη στο άτομο ή τη συλλογικότητα. Ο φιλελευθερισμός, ως γνήσιο τέκνο του ατομικισμού, δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο άτομο και στις ατομικές πρωτοβουλίες. Εξ ου και διατείνεται πως αποβλέπει στην προσωπική ευτυχία του ατόμου, γι’ αυτό και εγκρίνει τη συμπεριφορά του ως κυνηγού της οικονομικής του ευμάρειας, φτάνει να μη βλάπτει τους άλλους. Από τη μεριά της, η Αριστερά στο σύνολό της (πιο ήπια η σοσιαλδημοκρατία και πιο έντονα τα σοσιαλιστικά κόμματα) πριμοδοτεί τις συλλογικές μορφές κοινωνικής δράσης. Όλες οι συνιστώσες της Αριστεράς, καίτοι δεν αρνούνται την ατομική αυτονομία, διαπνέονται από τη λογική της συνεργασίας των δρώντων υποκειμένων και της συμμετοχής τους στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις.
Μπορεί η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας (όπως και του κοινωνικού φιλελευθερισμού άλλωστε) να εξαντλείται σε μεταρρυθμιστικές αλλαγές στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας και της φορολογίας προκειμένου να μεταβληθεί η αναδιανομή του πλούτου, όμως, στη σοσιαλιστική πολιτική οι σκοπεύσεις πηγαίνουν μακρύτερα καθώς αποβλέπουν σ’ ένα μέλλον με ενισχυμένες μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας, ώστε να αλλάξει η σχέση Κεφαλαίου – εργασίας. Βεβαίως, δεν αναφέρονται στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, υπερασπίζονται όμως μορφές κοινοτικής και συνεταιριστικής διαχείρισης, με άλλα λόγια, αυτοδιαχείρισης σημαντικών τομέων της οικονομίας από τους εργαζομένους.
Διαχωριστικές γραμμές
Η παραπάνω διαχωριστική ιδεολογική γραμμή της Αριστεράς από τον φιλελευθερισμό δεν αναδεικνύεται από την ελληνική Αριστερά ούτε στη θεωρία της ούτε στις πολιτικές της προτάσεις, γεγονός που δεν της επιτρέπει να δείξει το διαφορετικό της πρόσωπο σε αντιπαραβολή με το φιλελεύθερο της Νέας Δημοκρατίας. Αναφέρομαι στη ΝΔ του κοινωνικού φιλελευθερισμού και όχι στην τρέχουσα του νεοφιλελευθερισμού, διότι είμαι της γνώμης πως με την πρώτη και τα δικά της ιδεώδη περί κοινωνικής και εξωτερικής πολιτικής ταυτίζεται μεγάλο μέρος των Ελλήνων ψηφοφόρων, γεγονός που θα εξαναγκάσει τη σημερινή κυβέρνηση να μετριάσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της.
Η άμβλυνση της διαχωριστικής γραμμής δημιουργεί σύγχυση στο εκλογικό σώμα, η οποία ενισχύεται και από ορισμένες υπόρρητες συγκλίσεις μεταξύ των δύο κυρίων πόλων του πολιτικού φάσματος. Υπενθυμίζω, πως μετά τη δικτατορία και την εξαφάνιση της Ενώσεως Κέντρου ως αμιγώς φιλελεύθερου κόμματος, οι ψηφοφόροι του τελευταίου απορροφήθηκαν είτε από το ΠΑΣΟΚ, είτε από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία εν τω μεταξύ είχε ενσωματώσει ιδέες και πολιτικές του Κέντρου.
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός της μεταπολιτευτικής Νέας Δημοκρατίας συμπλέει σε μεγάλο βαθμό με τις διακηρύξεις της σοσιαλδημοκρατίας όπως και με τις προτάσεις της για μιαν ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν όμως και άλλες, δυσδιάκριτες μεν αλλά υπαρκτές συγγένειες μεταξύ φιλελευθερισμού και Αριστεράς. Μία από αυτές σχετίζεται με την έννοια της προόδου. Στις μέρες μας, όλα τα φιλελεύθερα και αριστερά κόμματα εκλαμβάνουν την πρόοδο ως συνεχή επιστημονική εξέλιξη με επακόλουθο τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών. Αφ’ ης στιγμής η Αριστερά απομακρύνθηκε από την έννοια της μαρξιστικής προόδου (ως άφιξης μέσω των παραγωγικών δυνάμεων και των αντίστοιχων παραγωγικών σχέσεων σε μιαν αταξική, παραδεισένια κοινωνία), ήρθησαν οι πάλαι ποτέ διαφορετικές οπτικές φιλελευθερισμού και Αριστεράς για την πρόοδο.
Τι προτείνει η Αριστερά;
Ένα άλλο κοινό σημείο των δύο πολιτικών παρατάξεων, φιλελεύθερης Δεξιάς και Αριστεράς, είναι η εκ μέρους τους απόρριψη των απόλυτων αληθειών και η αποδοχή του σχετικισμού, όχι μόνο αναφορικά με τις ιδεολογίες τους, αλλά και ως προς τις αξίες και συμπεριφορές που καθοδηγούν την καθημερινότητα του πολίτη. Και οι δυο εμφορούνται από ένα χρηστικό ή λειτουργικό νόημα, δίνοντας βάρος στην αποτελεσματικότητα και όχι στην ηθική, στη ποσότητα και όχι στην ποιότητα, καθώς και οι δύο φαίνεται να υποτιμούν παραδοσιακούς, βαθιά εγχαραγμένους στην κοινωνική συνείδηση θεσμούς, όπως η οικογένεια και η κοινότητα (απόδειξη η συμπόρευσή τους στον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών).
Κατόπιν των όσων ειπώθηκαν, αξίζει να στοχαστούμε γιατί οι πολίτες δε συγκινούνται από τον απορριπτικό λόγο που εκφέρει η Αριστερά περιοριζόμενη σε ζητήματα συγκυρίας: Πρώτον, η έμφαση στο κράτος πρόνοιας και στην κρατικοποίηση των δημοσίων οργανισμών που προτείνει μ’ έναν επιφανειακό λόγο η Αριστερά, συνάδει με αρνητικές εμπειρίες παρόμοιων εγχειρημάτων που έγιναν στο παρελθόν επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου.
Δεν έχει προτείνει η Αριστερά στρατηγικές για το πώς θα εξασφαλιστεί η χρηστή διοίκηση των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων. Επιμένει σε μικροδιαχειριστικά μέτρα (για παράδειγμα αύξηση των ελέγχων) που ο πολίτης διαισθάνεται πως δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν τα ήθη κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Δεν συνέλαβε η Αριστερά πως η έμφαση στη συλλογικότητα δε σημαίνει παραμέληση της ατομικής συνείδησης. Αντίθετα, προϋποθέτει ατομικές συνειδήσεις διαπαιδαγωγημένες στην ατομική και πολιτική αυτονομία, όπως και στην κοινωνική ευθύνη. Μια τέτοια διαπαιδαγώγηση παραμένει terra incognita μιας Αριστεράς που αρκείται στις υλικές ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Δεύτερον, η Αριστερά εξακολουθεί να μην κατανοεί πως όταν κρατικοποιούνται τα μέσα παραγωγής, οπότε οι μορφές ιδιοκτησίας αναφέρονται στο κράτος και σπανίως στην κοινωνία, ο άνθρωπος αρνείται να παράγει πλούτο. Εμπόδιο γι’ αυτήν την κατανόηση είναι πως μεγάλο μέρος των στελεχών και οπαδών της είναι εγκλωβισμένο στο κρατικό μοντέλο διευθύνσεως της οικονομίας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους παρά μόνον ως διαχειριστή κρατικού κεφαλαίου. Εξ αιτίας αυτού, αγνοούν τις ποικίλες μορφές αυτοδιαχείρισης που λειτουργούν σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου με τη βοήθεια της τεχνολογίας πληροφοριών, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να τις προβάλλουν.
Ένας πρόσθετος λόγος που εμποδίζει τα αριστερά κόμματα να ανοίξουν τον δημόσιο διάλογο για την αλλαγή του μοντέλου παραγωγής, είναι ο φόβος τους πως το κοινό θα τρομάξει και δεν θα τους ακολουθήσει. Ο φόβος αυτός είναι εν μέρει δικαιολογημένος: διότι το επικρατούν νόημα στην κοινωνία είναι η απόλαυση υλικών αγαθών, οπότε το κοινό γνωρίζει πως το σύστημα που εξασφαλίζει αυτήν την απόλαυση, παρά τις αδυναμίες του, είναι το καπιταλιστικό. Μόνο ένας αριστερός λόγος που θα συμβάλλει στην αποκάλυψη των επιπτώσεων του κυρίαρχου σήμερα νοήματος επί της ποιότητας της ζωής μας, θα δυνηθεί να μεταβάλει το ισχύον νόημα.
Ο φόβος που συνέχει την Αριστερά
Ο φόβος όμως που συνέχει την Αριστερά μήπως έτσι απομακρύνει τους δυνάμει εκλογείς της, δρα παραλυτικά πάνω στη σκέψη και τις αποφάσεις της, εμποδίζοντάς την να επεξεργαστεί και να προτείνει στο κοινωνικό σώμα αναγκαίες αλλαγές που θα πρέπει να επέλθουν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους προκειμένου να τροποποιηθεί το ήδη εδραιωμένο κοινωνικό νόημα. Συνεπώς, αντί τα στελέχη της Αριστεράς να φοβούνται και να διαγκωνίζονται για το δικό τους μέλλον, θα έπρεπε να διακατέχονται από βαθιά ανησυχία για τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας σ’ έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο και ανασφαλή κόσμο.
Τέλος, μεγάλο έλλειμμα της Αριστεράς είναι το γεγονός πως δεν έχει επιχειρήσει να αφυπνίσει την ιστορική μνήμη των Ελλήνων για το πολιτιστικό τους παρελθόν, αλλά άφησε κάθε παρόμοια προσπάθεια στον παραπλανητικό, εθνικιστικό λόγο της ακροδεξιάς. Είναι έξω από το σκεπτικό της να κάνει τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι η ανεπίγνωστη υπονόμευση των ορθολογικών τρόπων λειτουργίας του καπιταλισμού που ιστορικά έχουν επιδείξει, δεν είναι μόνο σύμπτωμα μιας ιστορικής μειονεξίας, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, αλλά οφείλεται και σε νοοτροπίες που η επί αιώνες συμμετοχή τους στα κοινά έχει εμπεδώσει.
Μια τέτοια συλλογική συνειδητοποίηση των νοοτροπιών τους θα βοηθήσει τους Έλληνες να αποκτήσουν εθνική περηφάνια και να διδαχθούν από το παρελθόν τους, ώστε να χρησιμοποιήσουν τη δημιουργικότητα τους για την εξεύρεση σύγχρονων κοινοτικών παραγωγικών πρακτικών ή για την ανακαίνιση παραδοσιακών προς το συμφέρον των ιδίων αλλά και της εθνικής οικονομίας.