Σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να καταργηθεί η βουλευτική ασυλία
09/07/2024Με αφορμή το επεισόδιο στο Αεροδρόμιο Αθηνών από τον βουλευτή κ. Αυγενάκη σε βάρος υπαλλήλου του Αεροδρομίου και την επίκληση της ασυλίας που απολαμβάνει λόγω βουλευτικής του ιδιότητας για να αποφύγει τη σύλληψη επανήλθε στο προσκήνιο της επικαιρότητας το προνόμιο, που αναγνωρίζεται από τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος για το ακαταδίωκτο, κοινώς «ασυλία» των βουλευτών.
Το άρθρο 61 αφορά στο ακαταδίωκτο του βουλευτή για γνώμη και ψήφο, που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, που είναι μεν προνομιακή μεταχείριση, αλλά κατά κοινή παραδοχή αποτελεί αδιαπραγμάτευτη δημοκρατική κατάκτηση και προστατεύει τον βουλευτή από διώξεις που σχετίζονται με την άσκηση των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Στη χώρα μας η ασυλία των βουλευτών θεσπίστηκε αρχικά με το Σύνταγμα του 1864 και έκτοτε ισχύει με διάφορες τροποποιήσεις.
Με το άρθρο 62 προβλέπεται ακαταδίωκτο για πράξη ή παράλειψη του βουλευτή, που δεν συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Το ακαταδίωκτο αυτό συνίσταται στο ότι, για να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά βουλευτή, συλληφθεί ή κρατηθεί βουλευτής πρέπει προηγουμένως να δοθεί άδεια της Βουλής. Εξαίρεση προβλέπει το Σύνταγμα μόνο για τα αυτόφωρα κακουργήματα και όχι πλημμελήματα, όπως συνέβη πρόσφατα με βουλευτή που βιαιοπράγησε κατά συναδέλφου του μέσα στη Βουλή και συνελήφθη.
Η ασυλία του ευρωβουλευτή παρουσιάζει δύο πτυχές: Εντός της επικράτειας του κράτους του είναι παρόμοια με την ασυλία, που αναγνωρίζεται σε μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας του, ενώ εντός της επικρατείας άλλων κρατών της ΕΕ προβλέπεται εξαίρεση από κάθε μέτρο κράτησης και κάθε δικαστικής δίωξης (αρθ. 7 του πρωτοκόλλου αριθ. 7). Η ασυλία δεν ισχύει για τα αυτόφωρα αδικήματα. Προβλέπεται όμως η άρση της βουλευτικής ασυλίας από το Ευρωκοινοβούλιο, όπως συνέβη πρόσφατα με δικούς μας βουλευτές.
Η διαδικασία άρσης της ασυλίας
Από τα άρθρα 61 και 62 Σ. προβλέπεται η άρση τους βουλευτικής ασυλίας και η διαδικασία της άρσης στην περίπτωση του άρθρου 61 Σ. ενεργοποιείται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση. Στις περιπτώσεις του άρθρου 62 Σ. και του άρθρου 83 του Κανονισμού της Βουλής η διαδικασία αρχίζει με αίτηση της εισαγγελικής αρχής και ειδικότερα του Εισαγγελέα ΑΠ προς τη Βουλή για πράξη ή παράλειψη που δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή.
Εάν ο Βουλευτής παραιτηθεί της βουλευτικής ασυλίας το ερώτημα της άρσης με πράξη του Προέδρου της Βουλής εισάγεται απευθείας στην Ολομέλεια της Βουλής, αν δεν παραιτηθεί εισάγεται κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας της Βουλής. Στη συνέχεια η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει με απλή πλειοψηφία για την άρση ή μη της ασυλίας του βουλευτή, που κατά κανόνα, λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης, δεν αίρεται, εάν όμως αρθεί επιστρέφει στις Εισαγγελικές Αρχές για την άσκηση της ποινικής δίωξης και την έναρξη της ποινικής διαδικασίας.
Η ασυλία των βουλευτών κατά μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, ιδιαίτερα αυτές της ημέρες λόγω της αλαζονικής συμπεριφοράς του Αυγενάκη, θεωρείται ως αδικαιολόγητη προνομία των βουλευτών και αποτελεί εξαίρεση της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου δηλαδή της ισότητας ενώπιον του νόμου για πράξη ή παράλειψη, που δεν συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
Οι αντίθετοι ισχυρισμοί και δικαιολογίες κυρίως από κρατικοδίαιτους θεωρητικούς δεν πείθουν ιδίως εξ αιτίας της διαχρονικής πρακτικής της Βουλής, που από λόγους συναδερφικής αλληλεγγύης κατά κανόνα απορρίπτει τα αιτήματα άρσης της ασυλίας και έτσι θέτει τους βουλευτές στο απυρόβλητο, γεγονός που ενισχύει τη παραβατικότητα τους. Η πρακτική αυτή ουσιαστικά εξαναγκάζει τους πολίτες να μην καταθέτουν μηνύσεις κατά βουλευτών, αλλά να ασκούν αγωγές αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια, όπου δεν ισχύει η βουλευτική ασυλία.
Κάθε χρόνο υποβάλλεται στη Βουλή από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σωρεία αιτήσεων για την άρση της ασυλίας των βουλευτών, οι οποίες συνήθως απορρίπτονται. Η απόρριψη αυτή δεν σημαίνει εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλά διακοπή της ποινικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή, η οποία όμως πρέπει να συνεχιστεί όταν ο βουλευτής χάσει την ιδιότητα του, το δε παρεμβαλλόμενο χρονικό διάστημα να μη λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής. Προσωπικά δεν γνωρίζω πολλές περιπτώσεις, που μετά τη λήξη της θητείας του βουλευτή συνεχίστηκε η ποινική διαδικασία, αυτό όμως πιθανότατα να οφείλεται στην έλλειψη συντονισμού και σε εγγενείς δυσχέρειες. Ασφαλώς το έλλειμμα αυτό απόδοσης δικαιοσύνης πρέπει να εξεταστεί αρμοδίως και να διορθωθεί.
Σαφώς πρέπει στην προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος να τροποποιηθεί το άρθρο 62 Σ. στο μέτρο που προσβάλει την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου. Άλλωστε αυτό αποτελεί και λαϊκή απαίτηση σύμφωνα με το ψήφισμα της επιτροπής της κ. Καρυστιανού για το δυστύχημα των Τεμπών, που υπογράφεται από 1.350.000 πολίτες.