Αστικώς αστείοι…
17/07/2024Εάν σε πλησιάσει ένας άγνωστος (μία άγνωστη) σε πολυσύχναστο/πολύβουο δρόμο της πόλης με χαμόγελο οδοντόπαστας σίγουρα κάτι πονηρό θέλει! Η… πείρα μιλάει.
Η μαμά μας ούτως ή άλλως μάς έλεγε να μην μιλάμε σε αγνώστους και να μην δεχόμαστε τίποτα από αγνώστους (ειδικά γλυκίσματα, αλλά και τα τυροπιτάκια-σπανακοπιτάκια δεν εξαιρούνται, γιατί “ποτέ δεν ξέρεις τι έχουν βάλει μέσα!”). Με τα τούτα και με τα εκείνα τις φοβίες και τις παράνοιές μας τις εξασφαλίσαμε, εάν όχι δια βίου, τουλάχιστον χάριν επιβιώσεως στο ανώνυμο πλήθος ασφυκτικών μεγαλουπόλεων, επιμελώς μη χωροταξικώς πολεοδομημένων.
«Πόλις εστί νόμω», έλεγαν οι αρχαίοι. Από το ρήμα “νέμω”, εξ ου και Νέμεσις (η θεά). Τώρα βέβαια που κανείς δεν πιστεύει στο Αόρατο και οι θεοποιημένες-συμβολοποιημένες έννοιες θεωρούνται πρωτόγονες (ειδικά όταν γράφονται με κεφαλαίο αρχικό γράμμα) είναι άξιοι της μοίρας μας και των όποιων… πανικών μας, βεβαίως.
«Πανούκλα και χολέρα», όπως καταριόταν το πλήθος ένας σαλός επί της οδού Μητροπόλεως. Σήμερα που ελάχιστοι πια γνωρίζουν πώς να μοιράσουν ακριβοδικαίως “δυό γαϊδουριών άχερα”, τα πράγματα γίνονται περισσότερο αγχωτικά και αγχογόνα καθημερινώς.
Θυμάμαι μια ταλαίπωρη δυστυχισμένη ύπαρξη που ζητιάνευε φωνασκώντας καθισμένη κατάχαμα στο φανάρι στη συμβολή των οδών Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου. Τυφλή, διαβητική, ογκώδης, ούρλιαζε υστερικά σαν χαλασμένο πικάπ στις γρήγορες στροφές: «Δεν βλέπω! Δεν βλέπω! Δεν βλέπω!». Φυσικά, ήταν τόσο αλλόκοτα τρομακτικό το πρωτόγνωρο-καινοφανές θέαμα που ελάχιστοι/ελάχιστες επεδείκνυαν την αρμόζουσα τόλμη να πλησιάσουν και να εναποθέσουν τον οβολό τους σε ένα απροσδιόριστο αντεστραμμένο καπέλο παιδικής κεφαλής (μπορεί τής ιδίας, από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, ποιος ξέρει πού – τις οίδεν;).
Γενικά, δεν ομιλώ σε αγνώστους, ενώ με τους γνωστούς… δεν βάζω γλώσσα μέσα μου. (Των άκρων άνθρωπος, είπαμε!). Αλλά για να επανέλθουμε στην αστική αστειότητα: θυμάμαι τη θεία μου την Γιουτζήνια, με έπαυλη στο Λονδίνο. Κυκλοφορούσε από τα σαράντα της χρόνια και μετά με ένα χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό της σαν μάσκα, ό,τι κι αν της έλεγες, ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω της και (ειδικά) μέσα της. Έπαιρνε ένα βαθυστόχαστο ύφος κάνοντας πως σε άκουε, καρφώνοντάς σε ίσια στα μάτια, αλλά διαπερνώντας σε (σαν αξονικός τομογράφος, ένα πράγμα), σπανίως γελούσε (μάλλον μηχανικά κι αφηρημένα) χρησιμοποιώντας τυποποιημένες εκφράσεις-πασπαρτού…
Όχι, δεν την κακολογώ. Έχει πεθάνει κι έχει συγχωρεθεί προ πολλού. Μήτε προσβάλλω τη μνήμη τής νεκρής. Απλώς παρατηρώ, σαν καλώς σεισμογράφος-παλμογράφος της καθημερινότητας λειτουργώντας και ως πιεσόμετρο-βαρόμετρο.
Αστείος-αστός: παρήχηση. Η ευγένεια θεωρείται αδυναμία, ο ευγενής ύπουλος, ύποπτος, αποσκοπών κάπου προς ίδιον όφελος, ή “τρελός”, “επικίνδυνος”, “παρανοϊκός”, “είρων»” “σαρκαστικός”, “αλλούτερος”, “an odd man out” και τα λοιπά.
Στα χωριά οι άνθρωποι μπορούνε να είναι όσο διαφορετικοί αντέχουν, αλλά γνωρίζονται μεταξύ τους, έχουν αποδεχτεί τον πλησίον κι έχουν προ πολλού υποκύψει στην συνήθη συγγνωστή ανία.