50 χρόνια δεν είναι αρκετά για να ξεχάσουμε την Κύπρο
13/07/2024Η δραματική υποβάθμιση του Κυπριακού από την ελληνική κυβέρνηση, 50 χρόνια μετά την καταστροφή του 1974 και την απειλή ολικής απώλειας να γιγαντώνεται στις μέρες μας, με υποχρεώνει να θέσω εκ νέου, το κατά την γνώμη μου αυτονόητο. Αυτό ακριβώς που αποσιωπούν ή υποβαθμίζουν πλήρως οι εισηγητές της αποκυπροποίησης, δηλαδή της αποσύνδεσης της Κύπρου από την Ελλάδα και του αφελληνισμού του όλου ζητήματος, θα επιχειρήσω να αναδείξω σε δύο διαδοχικά κείμενα.
Η εθνική ταυτότητα του λαού στην Κύπρο, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ελληνική, και δεν μπορεί παρά να αναζητιέται στον μεσογειακό χώρο, και προπαντός στην σύνδεσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό της συνείδησης που είχε σύμπας ο Ελληνισμός για την ελληνικότητα της νήσου, το Μνημόνιο του Ιωάννη Καποδίστρια στην διάσκεψη των πρεσβευτών στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828, όπου σαφώς διατυπώνεται πως η Κύπρος ανήκει μαζί με τα άλλα μας νησιά στο σύνολο που πρέπει να νοείται με τον όρο Ελλάς, αφού «η ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητας, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι είναι της Ελλάδος διαμερίσματα».
Την εκπληκτική αυτή ιστορική πραγματικότητα, που παρ’ όλη την σφοδρή αντιστράτευση της γεωγραφίας και των πολεμίων, επέβαλαν για 3.500 χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, διατηρώντας την ακριτικό προμαχώνα του νησιωτικού Ελληνικού Κόσμου έχει επισημάνει η διεθνής κοινότητα. Πολλοί διάσημοι ξένοι επιστήμονες και συγγραφείς έχουν κατά καιρούς γράψει και ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό.
Το αποτύπωσε με ιδιαίτερη ακρίβεια και ενάργεια ο Ζακ Λακαριέρ στο βιβλίο του “Το ελληνικό καλοκαίρι”. Ανάμεσα σε άλλα παρατηρεί: «η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί, εννοώ ένα νησί που η γλώσσα του και η κουλτούρα του υπήρξαν ελληνικές από τους αρχαιότερους σχεδόν χρόνους. Αυτούς τους χρόνους μπορούμε να τους προσδιορίσουμε με ακρίβεια, γιατί οι ανασκαφές έφεραν στο φως συναρπαστικές μαρτυρίες επί του προκειμένου που δύσκολα θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν».
Η τελευταία ελληνική επανάσταση
Το 1955 ξέσπασε στην Κύπρου υπό την ηγεσία της ΕΟΚΑ «η τελευταία ελληνική επανάσταση [με την οποία] ολοκληρώθηκε και ο κύκλος του αλυτρωτισμού και των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων που είχαν γεννηθεί με την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1830», όπως σημειώνει ο Πέτρος Παπαπολυβίου. Η άδοξη κατάληξη του εθνικοενωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και η αναγκαστική αναδίπλωση, με την δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου και με πολλαπλές εγγυήσεις-δεσμεύσεις κράτους, που προέκυψε από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, βαραίνουν αποφασιστικά στην σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα. Η συγκρότηση σε κράτος δεν συνεπαγόταν λοιπόν πλήρη εθνική απελευθέρωση, αβίαστη δηλαδή ανάδειξη των κυρίαρχων εθνικών-πολιτισμικών στοιχείων σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια της νέας πολιτικής ταυτότητας.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας του 82% και η συστηματική προσπάθεια αναγόρευσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% σε ρυθμιστή της τύχης της Κύπρου, ανέτρεψε τα δεδομένα εκτροχιάζοντας το Κυπριακό από τον δρόμο της αυτοδιάθεσης εμπλέκοντάς το, χάρη και στα απανωτά σφάλματα της ελληνικής πλευράς, στην καθ’όλου, ελληνοτουρκική διαμάχη.
Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 40% της νήσου, καταλύοντας την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Το 1983 ανακηρύχθηκε το κατεχόμενο τμήμα σε “τουρκοκυπριακό κράτος”. Είναι το Κυπριακό μια διαφορά δύο κοινοτήτων, ή το πρόβλημα υφίσταται λόγω άρνησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και ανοιχτών εξωτερικών επεμβάσεων μιας επεκτατικής δύναμης που στρατηγικό της στόχο έχει την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού; Αυτό είναι ένα βασικό, θα έλεγα, ερώτημα που προηγείται πάντων των υπολοίπων.
Είναι γνωστό ότι κάθε κρίση καταργεί τις κατά συνθήκην εντυπώσεις, απορρίπτει τα νεκρά κύτταρα, αποσπά τα εξωτερικά περιβλήματα, αποκαλύπτει τα κρυμμένα ελατήρια και ξεσκεπάζει τις βαθύτερες πληγές. Ο ξεριζωμός 200.000 Ελλήνων της Κύπρου, η εθνοκάθαρση αποτυπούμενη στον συστηματικό αφελληνισμό των Κατεχομένων και η εγκληματική στάση απέναντι στους 2.000 “αγνοούμενους”-αιχμαλώτους Ελληνοκυπρίους και Ελλαδίτες ήταν η ώρα της κρίσης για σύμπαντα τον Ελληνισμό.
Η τουρκική εισβολή και οι φρικαλεότητες που την ακολούθησαν ανέσυρε τις πρόσφατες μνήμες του ξεριζωμού των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου, την συρρίκνωση-καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης, την Γενοκτονία των Ποντίων, την Μικρασιατική Καταστροφή, κλονίζοντας ανεπανόρθωτα την τουρκική αξιοπιστία και ανοίγοντας ένα βαθύ και ουσιαστικό χάσμα ανάμεσα στους δύο λαούς. Έτσι, αναπόφευκτα το Κυπριακό αποκτά μια καθοριστική διάσταση και ως στοιχείο πιλότος στις καθ’ όλου ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το αποφασιστικό γεωπολιτικό βάρος της Κύπρου
Στον βαθμό, λοιπόν, που ο Ελληνισμός της Κύπρου, η ίδια η Κύπρος, αποτελούν ως ακρίτες του ελληνικού Νότου, οργανικό κομμάτι του Ελληνικού Κόσμου, η ανάδειξή τους ως ασπίδα και δόρυ του πολλαπλά απειλούμενου Ελληνισμού, αποτελεί όχι μόνον ουσιαστική παραδοχή του αυτονόητου, αλλά και αναγκαστικό εργαλείο άσκησης της καθόλου αποτρεπτικής μας πολιτικής. Αυτό το αυτονόητο –με οποιαδήποτε μορφή προσέγγισης– γεγονός υποτιμά ή αγνοεί σταθερά και διαχρονικά το κυρίαρχο μικροελλαδικό συγκρότημα εξουσίας, επιδεικνύοντας πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα εθελοτυφλία και στρατηγική τύφλωση.
Δεν υπάρχει χώρος για να σταθώ στην πραγματικά τεράστια ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία που συγκροτεί το αποδεικτικό υλικό όλων των παραπάνω. Θα επιμείνω όμως, για λόγους πολλαπλού συμβολισμού, στο πώς η τουρκική πλευρά βλέπει το ζήτημα. Ας δούμε, λοιπόν, ένα ενδεικτικό απάνθισμα της τουρκικής φιλοσοφίας και λογικής περί το Κυπριακό, μέσα από τις δηλώσεις και τις αναλύσεις κορυφαίων Τούρκων πολιτικών, στρατιωτικών και επιστημόνων.
«Η Κύπρος είναι ένα νησί που διαπερνά την Τουρκία σαν μαχαίρι. Είναι εξαιρετικά ζωτική από την άποψη της ασφάλειάς μας. Αυτό το νησί δεν πρέπει να βρίσκεται σε εχθρικά χέρια. Η ύπαρξη των Τούρκων στη Βόρεια Κύπρο είναι μια εγγύηση προς την κατεύθυνση αυτή», επεσήμαινε σταθερά ο Τουργκούτ Οζάλ, συμπληρώνοντας τον Τουράν Γκιουνές που ήδη είχε αποσαφηνίσει ότι: «Η Κύπρος είναι τόσο πολύτιμη όσο το δεξί χέρι για μια χώρα που ενδιαφέρεται για την άμυνά της, ή τα επεκτατικά της σχέδια».
Οι παραπάνω απόψεις αποτυπώνουν την σαφή τουρκική οπτική όπως την διατύπωσε ο Ορχάν Ερκανλί γράφοντας: «για την Τουρκία το Κυπριακό δεν είναι απλώς ένα θέμα διασφάλισης των ζωών των τουρκικών γενεών που διαβιούν στη νήσο. Η στρατηγική ασφάλεια της Τουρκίας και τα συμφέροντά της στη Μεσόγειο δεν μπορούν να επιτρέψουν ολόκληρη η νήσος να τεθεί υπό τον έλεγχο της Ελλάδας. Το να επαναληφθεί για μία ακόμη φορά το λάθος που έγινε στο Αιγαίο θα ήταν ασυγχώρητο σφάλμα εκ μέρους της Τουρκίας».
Και ο Νταβούτογλου
Είναι όλα τα παραπάνω που με εκπληκτική σαφήνεια συνοψίζει ο Αχμέτ Νταβούτογλου, όταν με πραγματικό στρατηγικό βάθος, αναλύει: «Η Κύπρος, που κατέχει μια κεντρική θέση παγκοσμίως από την άποψη της ίσης σχεδόν απόστασης που απέχει από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, βρίσκεται μαζί με την Κρήτη πάνω σε έναν άξονα όπου τέμνονται και οι υδάτινες αρτηρίες… Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές.
»Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ Ασίας, Αφρικής και Ευρώπης. Καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει αυτή η περιοχή από την άποψη των ενεργειακών αξόνων της θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού… Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».
Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο δεν λέει ως εκ τούτου ο Ταγίπ Ερντογάν, όταν απλώς επαναλαμβάνει ότι «η Τουρκία είναι μια χώρα που δεν αγνοεί την Κύπρο για να μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές». Όταν αυτά, λοιπόν, διατυπώνονται από έναν παρένθετο, (κατάληψη νήσου 1571 μ.Χ.) πλην –πλέον– οργανικό παίκτη του ζητήματος, χρειάζονται, άραγε, και νέα επιχειρήματα για να αποκαλύψουμε περαιτέρω την πρωτοφανή εθελοδουλεία και ραγιαδισμό της άμεσα, υποτίθεται, ενδιαφερόμενης για ένα δικό της ζήτημα, ελληνικής πλευράς;