75 χρόνια ΝΑΤΟ – Μία συμμαχία σε παρακμή
17/07/2024Μετά τη πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, η κρίση στην ευρωατλαντική εταιρική σχέση δεν μπορεί πλέον να παραβλεφθεί. Ενώ οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να τοποθετήσουν όπλα μεγάλης εμβέλειας στη Γερμανία, τα θεμέλια της γερμανικής πολιτικής ασφάλειας τίθενται σε κίνδυνο.
«Η διατλαντική συμμαχία είναι θεμελιώδους σημασίας για την ασφάλεια της Γερμανίας», δήλωσε στις 4 Απριλίου 2024 εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης. Σε συνδυασμό με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ πρόσφερε για δεκαετίες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μια σταθερή στρατηγική βάση. Τώρα όμως οι πομπώδεις εορτασμοί με αφορμή την 75η ημέρα ίδρυσης (του ΝΑΤΟ) έδειξαν ότι και οι συμμαχίες γερνούν. Η ενδελεχής εξέταση της πραγματικότητας αποτυπώνει μια συμμαχία σε παρακμή.
Η σύγκριση με τη σύνοδο κορυφής με αφορμή την 50ή επέτειο της Συμμαχίας, δείχνει το δραματικό μέγεθος της πτώσης. Τον Απρίλιο του 1999, ο Πρόεδρος Κλίντον εκπροσώπησε τη δυτική ηγετική δύναμη σαν ένας πολιτικά ικανός για δράση οικοδεσπότης, παρά τις ερωτικές του αποδράσεις. Ο Πρόεδρος Σιράκ, ένας αναγνωρισμένος πολιτικός άνδρας στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, εκπροσώπησε τη Γαλλία. Ο καλά ενημερωμένος και αποφασιστικός Καγκελάριος Σρέντερ υποστήριξε μια γεμάτη αυτοπεποίθηση και σύγχρονη ευρωπαϊκή Αριστερά, ακριβώς όπως και ο Πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ.
Από αυτή την διάσκεψη απουσίαζε ο αλκοολικός πρόεδρος της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν. Είχε απορρίψει την πρόσκληση για την επέτειο του ΝΑΤΟ, επειδή την άνοιξη του 1999 η Μόσχα βρισκόταν σε δύσκολη, ακόμη και απελπιστική εσωτερική και οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, η Μόσχα βρισκόταν υπό πίεση και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς έγινε φανερό ότι ο τερματισμός της αιματηρής σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο θα απαιτούσε εξωτερική στρατιωτική επέμβαση.
Ο Πρόεδρος της Σερβίας Μιλόσεβιτς, βασιζόμενος στη ρωσική υποστήριξη, απέρριψε το σχέδιο συνθήκης ειρήνης που διαπραγματεύτηκε με τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Για να αναγκάσει τους απείθαρχους (Σέρβους) να την αποδεχτούν, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε στις 24 Μαρτίου 1999 τον αεροπορικό πόλεμο εναντίον της Σερβίας. Οι αρχικοί στόχοι του ΝΑΤΟ ήταν οι οι στρατηγικές υποδομές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Για πρώτη φορά από το 1945 η Γερμανία έλαβε μέρος σε εχθροπραξίες με την αεροπορία της.
Μετά τον εορτασμό των γενεθλίων του στην Ουάσιγκτον, το ΝΑΤΟ ενέτεινε την επίθεσή του. Τότε (το ΝΑΤΟ) αποδέχθηκε επίσης πολιτικές με παράπλευρες απώλειες, όπως ο βομβαρδισμός της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι. Έγινε λοιπόν όπως έπρεπε να συμβεί: ο Μιλόσεβιτς ενέδωσε. Στις 9 Ιουνίου 1999, το Βελιγράδι υπέγραψε συμφωνία με το ΝΑΤΟ που όριζε την αποχώρηση των σερβικών δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο και την είσοδο εκεί διεθνών στρατευμάτων. Μια μέρα αργότερα, στις 10 Ιουνίου 1999, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε την απόφαση 1244. Νομιμοποίησε εκ των υστέρων την επέμβαση του ΝΑΤΟ, η οποία πραγματοποιήθηκε “out of treaty”, πέρα από το σκοπό της συνθήκης ως αμυντικής συμμαχίας και χωρίς προηγούμενη εντολή των Ηνωμένων Εθνών, έχοντας επιβάλλει με στρατιωτικά μέσα τον τερματισμό στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου.
Σταδιακή παρακμή
Στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, οι διαφορές με την πιο πρόσφατη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ είναι προφανείς. Τον Ιούλιο, υποδέχθηκε τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της συμμαχίας στην Ουάσιγκτον ένας σε πολύ προχωρημένη ηλικία άνδρας, με σωματικά και πνευματικά προβλήματα. Αποδυναμωμένος στο εσωτερικό και αποτυχημένος στρατιωτικά στη Ζώνη του Σαχέλ, ο Μακρόν αντιπροσώπευε την άλλοτε περήφανη Γαλλία. Ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν ένας πολιτικά άγνωστος. Ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς ταξίδεψε έχοντας τουλάχιστον ένα επίπονα προετοιμασμένο προσχέδιο προϋπολογισμού και την ελπίδα να μπορέσει να θέσει για έναν ακόμη χρόνο τις κατευθυντήριες γραμμές για τη γερμανική πολιτική στο Βερολίνο.
Η απώλεια της φήμης των δυτικών ηγετών μετρά ακόμη περισσότερο. Ο Τόμας Χομπς είχε ήδη επισημάνει στον “Λεβιάθαν” την αξία μιας άθικτης φήμης: «Η φήμη της εξουσίας είναι ισχύς ˙ γιατί φέρνει μαζί της τους ακόλουθους, εκείνους δηλαδή που χρειάζονται προστασία». Η φήμη είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις της πολιτικής εξουσίας και όσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να μπορεί κανείς να παραιτηθεί από τη βία προκειμένου να επιβάλει την δική του αξίωση για εξουσία.
Όταν ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος κήρυξε στις 11 Σεπτεμβρίου 1990 ενώπιον του Κογκρέσου των ΗΠΑ το “Novus ordo saeclorum”, οι ΗΠΑ, ως η μόνη εναπομείνασα παγκόσμια δύναμη, κατείχαν αδιαμφισβήτητη εξουσία. Το 1995 στο Ντέιτον/Οχάιο αυτή η εξουσία συνέβαλε αποφασιστικά, μέσω μιας συμβιβαστικής ειρήνης, στον τερματισμό του πολέμου στη Βοσνία. Όμως, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η εξουσία αυτή χάθηκε σταδιακά. Η εισβολή στο Ιράκ, που προπαγάνδισαν οι νεοσυντηρητικοί ιδεολόγοι, με εντολή του Μπους του νεότερου και υποστηρίχτηκε από τον γερουσιαστή Τζο Μπάιντεν, έληξε με την αποσταθεροποίηση της Μεσοποταμίας και την αποτυχία ενός συνασπισμού (“προθύμων”) υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Τελικά, στις 15 Αυγούστου 2021, η νικηφόρα είσοδος των Ταλιμπάν στην Καμπούλ έδειξε στον κόσμο την καταστροφή της από κοινού από τις ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ δυτικής επέμβασης στο Χιντού-Κους.
Της θεαματικής απώλειας κύρους προηγήθηκαν βίαιες φυλετικές αναταραχές σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2020, προτού ένας όχλος, που υποκινήθηκε από τον Τραμπ, εισβάλει στις 6 Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον. Κατόπιν, το πρώτο εξάμηνο του 2024, η εκστρατεία για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές αποκάλυψε την κρίση των ελίτ στο κομματικό σύστημα της ηγετικής δύναμης της Δύσης. Αυτό εμβάθυνε τον ιδεολογικό και κοινωνικό διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ, πιθανώς ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, αμφισβήτησε ρητά κατά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ την υποχρέωση της Αμερικής να παρέχει βοήθεια στα μέλη του, ήταν σαφές ότι οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον μπορούσαν να βασίζονται μόνο σε περιορισμένο βαθμό σε μια προστατευτική και εποικοδομητική πολιτική των ΗΠΑ.
Ρωσία και Κίνα
Έτσι, οι επικριτές της ευρωατλαντικής συμμαχίας αποκτούν ώθηση. Δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να ακολουθήσουν μια κατευθυντήρια γραμμή, όπως το: “We are fighting a war with Russia”, την οποία η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, παρουσίασε στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Στο ζήτημα της Ουκρανίας σημαντικά κράτη ακολουθούν τα δικά τους συμφέροντα και απομακρύνονται από τις πολιτικές της Ουάσιγκτον. Όμως, δεν συσπειρώνονται γύρω από τη Μόσχα του Πούτιν, η οποία βομβάρδισε αδίστακτα το νοσοκομείο παίδων στο Κίεβο, πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον. Αλλά δεν εμφανίζονται μπροστά, ούτε προσανατολίζονται προς την έξυπνη κινεζική εξωτερική πολιτική.
Η θέση του Πεκίνου άλλαξε εντυπωσιακά τα τελευταία δύο χρόνια, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά άλλων κρατών. Σχεδόν ένα μήνα μετά τη ρωσική επίθεση στο Κίεβο, 141 κράτη καταδίκασαν την επιθετικότητα της Μόσχας, κατά τη διάρκεια έκτακτης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τον Μάρτιο του 2022. 35 χώρες, μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Ινδία και το Ιράν, απείχαν.
Όμως, λίγες εβδομάδες πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην ουδέτερη Ελβετία, όταν συναντήθηκαν στο Μπουργκενστοκ 92 κράτη για μια συνάντηση που κηρύχθηκε ως «διάσκεψη ειρήνης», προέκυψε μια πιο διαφοροποιημένη εικόνα απόψεων (για το Ουκρανικό). Η Ρωσία ως επιτιθέμενη δεν προσκλήθηκε, όμως ούτε η Κίνα εμφανίστηκε. Μόνο 78 χώρες συμφώνησαν στην τελική δήλωση. Η Ινδία ακολούθησε την αδέσμευτη πολιτική της και δεν υπέγραψε τη Διακήρυξη του Μπουργκενστόκ, Αντ’ αυτού προετοίμασε την επίσκεψη του (πρωθυπουργού) Μόντι στον Πούτιν για να συμπέσει με τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.
Η Ινδονησία, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) και η Ταϊλάνδη επίσης δεν υπέγραψαν τη δήλωση του Μπουργκενστόκ. Η Βραζιλία και το Μεξικό, οι μεγαλύτερες δημοκρατίες στη Λατινική Αμερική, αρνήθηκαν επίσης τη συγκατάθεσή τους, αφού η Βραζιλία και η Κίνα είχαν ήδη ζητήσει τον Μάιο ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου.
Σχηματισμός αντίπαλων δυνάμεων
Λίγο πριν από τους εορτασμούς στην Ουάσιγκτον, οι ηγέτες του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO) συναντήθηκαν στην Αστάνα, την πρωτεύουσα του Καζακστάν. Εκτός από την Κίνα, περιλαμβάνει άλλες τρεις πυρηνικές δυνάμεις: Τη Ρωσία, την Ινδία και το Πακιστάν. Με έδρα το Πεκίνο, η SCO γίνεται όλο και περισσότερο αποτελεσματικό όργανο της κινεζικής διπλωματίας. Μαζί με το Ιράν, είναι μέλη όλες οι πρώην σοβιετικής δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, όπως και η Λευκορωσία, με εξαίρεση το Τουρκμενιστάν. Η Μογγολία και το Αφγανιστάν έχουν καθεστώς παρατηρητή, στους εταίρους του διαλόγου περιλαμβάνονται η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία. Ο πρόεδρος Ερντογάν, μαζί με τον Βίκτορ Όρμπαν, έναν αβέβαιο καντονιστή του ΝΑΤΟ, χρησιμοποίησε τη συνάντηση στην Αστάνα για να πραγματοποιήσει συνομιλίες με τους Ρώσους και Κινέζους ομολόγους του.
Ως προς τη σύνθεση και τον πολιτικό σκοπό, το SCO είναι η ευρασιατική εναλλακτική στο ευρωατλαντικό ΝΑΤΟ. Ήδη από το 1904, ο Sir Halford Mackinder προειδοποίησε στη διάλεξή του “The Geographical Pivot of History” την Βασιλική Γεωγραφική Εταιρεία στο Λονδίν, για έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων, πριν ακόμη συγκρίνει συνοπτικά στο βιβλίο του “Democratic Ideals and Reality” τους πόρους των αυταρχικά διοικούμενων κρατών στην ευρασιατική ήπειρο, με τον βασισμένο σε θαλάσσια δύναμη απειλούμενο αγγλοσαξονικό φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό.
120 χρόνια μετά τη διάλεξη του Mackinder, το δυναμικό ισχύος της ευρασιατικής ένωσης επεκτείνεται περαιτέρω μέσω των πόρων της ομάδας BRICS+. Σχεδιασμένο από τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική ως αντίστοιχη της δυτικής ομάδας G7, η Αίγυπτος, η Αιθιοπία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αργεντινή (με την νέα κυβέρνηση τελικά δεν συμμετέχει) εντάχθηκαν στις ιδρυτικές χώρες των BRICS, στις αρχές του 2024. Το καλοκαίρι του 2024, η ομάδα των χωρών θα περιλαμβάνει το 42% του παγκόσμιου πληθυσμού και σχεδόν το 30% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Εστία κινδύνων η δυτική Ασία
Η στροφή των αραβικών κρατών προς το Πεκίνο, τη Μόσχα και την Τεχεράνη δείχνει την ταχεία απώλεια επιρροής των ευρωατλαντικών κρατών στη περιοχή μετάβασης, στη Δυτική Ασία-Αφρική. Υπό την κινεζική αιγίδα, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν ήρθαν πιο κοντά το 2022, προτού συμφωνήσουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους στο Πεκίνο τον Μάρτιο του 2023. Στις 5 Ιουλίου 2024, ο βασιλιάς Σαλμάν συνεχάρη αμέσως τον νεοεκλεγέντα Ιρανό Πρόεδρο Πεσεσκιάν και περιέγραψε το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία ως «αδελφούς λαούς». Συγκριτικά με αυτό, τα συγχαρητήρια του Πούτιν ήταν εντελώς συγκρατημένα ˙ χαρακτήρισε το Ιράν και τη Ρωσία απλώς ως «φιλικούς λαούς». Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις γλωσσικές αποχρώσεις, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία μοιράζονται κοινά συμφέροντα: συστημική σταθερότητα και υψηλές τιμές πετρελαίου.
Η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων έχει επιπτώσεις στα μέλη του ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και Γερμανία, που για διαφορετικούς λόγους έχουν ιδιαίτερη σχέση με το εβραϊκό κράτος. Δεδομένου του πολέμου φθοράς που διαρκεί εννέα μήνες στη Λωρίδα της Γάζας, ο κίνδυνος κλιμάκωσης κατά μήκος των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου αυξάνεται και η συνεργασία με την κυβέρνηση Νετανιάχου σίγουρα δεν γίνεται ευκολότερη.
Ούτε στην ΕΕ, ούτε στην Ατλαντική Συμμαχία αναμένεται να υπάρξει κοινή στρατηγική για την ειρήνευση της περιοχής. Τα κράτη του ΝΑΤΟ, Ισπανία και Νορβηγία, καθώς και η Ιρλανδία (μέλος της ΕΕ) σκοπεύουν, ως απάντηση στις σκληρές ισραηλινές ενέργειες κατά του παλαιστινιακού άμαχου πληθυσμού, να αναγνωρίσουν την Παλαιστίνη ως κράτος, βάσει του διεθνούς δικαίου. Η δε υποστήριξη νατοϊκής Τουρκίας προς τους Παλαιστίνιους και τη Χαμάς, είναι γνωστή.
Νηφάλια προσέγγιση
Ως αποτέλεσμα της περίτεχνα σκηνοθετημένης Συνόδου του ΝΑΤΟ, η μόνη προοπτική που απομένει είναι η αυξανόμενη αβεβαιότητα. Η ανάπτυξη αμερικανικών όπλων μεγάλου βεληνεκούς στη Γερμανία, που τέθηκε ξαφνικά στην πολιτική ατζέντα, θα καθορίσει τη συζήτηση του καλοκαιριού για την πολιτική ασφαλείας, πριν από τις τοπικές εκλογές σε κρατίδια στην κεντρική και ανατολική Γερμανία. Παράλληλα, η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης θα βρίσκεται μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου σε μια αμείλικτη προεκλογική εκστρατεία με αβέβαιη έκβαση. Σε κάθε περίπτωση, μια δεύτερη προεδρία, τόσο του Μπάιντεν, όσο και του Τραμπ, θα επιβάρυνε τη Γερμανία και την Ευρώπη, με πρόσθετους κινδύνους που είναι δύσκολο να υπολογιστούν.
Το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία δεν είναι ορατό, ούτε η ηρεμία της κατάστασης στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Η περαιτέρω αποσύνδεση σημαντικών τρίτων χωρών από τις ευρωατλαντικές θέσεις είναι προβλέψιμη και ο σχηματισμός αντίθετων παγκόσμιων πολιτικών δυνάμεων βρίσκεται σε εξέλιξη. Με αυτό το υπόβαθρο, γερμανικές και ευρωπαϊκές φωνές που ζητούν μια αλλαγή της σπείρας της ύφεσης στην πολιτική ασφαλείας θα γίνουν πιο δυνατές.
Το αίτημα για μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας αξίζει μάλιστα θεμελιώδη υποστήριξη, διότι η κοινή χρήση του υψηλού δυναμικού αποτροπής της ΕΕ, καθιστά βασικά δυνατή μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική. Όμως, η τρέχουσα πολιτική και οικονομική κατάσταση της ΕΕ, καθώς και οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες μελλοντικές προοπτικές των σημαντικότερων κρατών μελών της οδηγούν πίσω στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας. Εδώ και τώρα είναι σημαντικό για το Βερολίνο να μην είναι μόνο του στη στήριξη της Ουκρανίας πολιτικά, στρατηγικά και οικονομικά και, αν είναι δυνατόν, να συμβάλει μαζί με την ΕΕ διπλωματικά στον τερματισμό του πολέμου.
(*) Ο Χανς-Ούλριχ Σάιντ ήταν πρεσβευτής της Γερμανίας στο Αφγανιστάν (2006-2008) και στη Νότιο Κορέα (2009-2012). Από το 2012 έως το 2017 ήταν επικεφαλής επιθεωρητής του γερμανικού ΥΠΕΞ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο γερμανικό περιοδικό “Cicero” στις 13-7-2024
Μετάφραση από τα γερμανικά Βασίλης Στοϊλόπουλος