Κάθε τελετή έναρξης αντανακλά το κυρίαρχο αφήγημα των διοργανωτών
30/07/2024Οι διεθνείς αθλητικοί αγώνες αποτελούν εκδήλωση της διαδικασίας ενοποίησης του κόσμου, της συγκρότησης μιας διεθνικής κοινότητας. Οι διοργανώσεις αυτές προφανώς και δεν είναι απαλλαγμένες – όπως αποδεικνύει η εμπειρία – αλλά αναπαράγουν τις διεθνοπολιτικές αντιθέσεις και σκοπιμότητες, λαμβάνοντας ακόμα και τη μορφή της μη συμμετοχής για λόγους διαμαρτυρίας (Ολυμπιακοί Αγώνες του Μόντρεαλ 1976, της Μόσχας 1980, του Λος Άντζελες 1984) ή του αποκλεισμού ως ποινή (Βαρκελώνη 1992, Παρίσι 2024).
Τη διοργάνωση των επίσημων διεθνών αθλητικών γεγονότων αναλαμβάνει μια χώρα (τελευταία υπάρχουν και συνδιοργανώσεις), συνήθως σε μια πόλη. Έτσι λοιπόν η διάσταση του τόπου, είναι εθνική-κρατική, αναφερόμενη σε ένα γεγονός διεθνές. Η σχέση αυτή του τοπικού με το παγκόσμιο διαμεσολαβείται από το αθλητικό προϊόν ως βασικό μέρος της κοινωνίας του θεάματος, σε συνθήκες ακραίας εμπορευματοποίησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η εκάστοτε τελετή έναρξης διεθνών αθλητικών γεγονότων, που γίνονται με όρους τηλεοπτικών υπερπαραγωγών, καταγράφουν και αντανακλούν την κεντρική ιδέα, την κυρίαρχη ιδεολογία, που το σύστημα της διοργανώτριας χώρας, η τοπική ελίτ ή ηγετική ομάδα, με τις επιμέρους συνθέσεις της διαπνέεται απ’ αυτήν και την προβάλει ή εμφανίζει στη διεθνή κοινότητα τον ρόλο που διεκδικεί.
Σήμερα θα λέγαμε πως ο τρόπος με τον οποίο μια χώρα αυτοσυστήνεται διεθνώς, το πώς συλλογικά αυτοκατανοείται, είναι εκείνο το οποίο, στην κλίμακα των ιδεών και αξιών, ιεραρχεί ως το πλέον σημαντικό. Η κεντρική αυτή ιδέα περνά μέσα από το σενάριο, τη σκηνοθεσία της τελετής έναρξης, την έμπνευση της ομάδας που αναλαμβάνει ή ορθότερα της ανατίθεται το σχετικό έργο ή project. Η Ελλάδα, μιας και είναι χρονιά απολογισμών λόγω της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την Μεταπολίτευση του 1974, στην περίοδο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το πιο σημαντικό διεθνές αθλητικό γεγονός που ανέλαβε να διοργανώσει ήταν οι 28οι Ολυμπιακοί Αγώνες (της σύγχρονης εποχής) τον Αύγουστο 2004.
Ένα από τα πρώτα διεθνή αθλητικά γεγονότα που έλαβε χώρα στην Ελλάδα, στη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων, ήταν οι 13οι Πανευρωπαϊκοί Αγώνες Στίβου, το Σεπτέμβριο του 1982. Αμφότερες οι διοργανώσεις πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα. Οι τελετές έναρξης των δύο διοργανώσεων αντανακλούν τις -διαφορετικές- προτεραιότητες και την εκάστοτε κεντρική ιδέα του «συστήματος χώρα» μέσα στη δοσμένη κάθε φορά διεθνοπολιτική, αλλά και διανοητική συγκυρία.
Το 1982 η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία ήταν οκτώ ετών. Είχαν μεσολαβήσει μόλις 13 χρόνια από την προηγούμενη διοργάνωση Πανευρωπαϊκών Αγώνων Στίβου από την Ελλάδα το 1969, περίοδος δικτατορίας. Τον Σεπτέμβριο του 1982, δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα ένα έτος από τις εκλογές του 1981, που παγίωσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς στη χώρα, καθώς για 1η φορά -από το 1932- η αντίπαλη της δεξιάς παράταξη ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία με όρους σταθερότητας.
Η τελετή έναρξης του 1982
Στην τελετή έναρξης των αγώνων του 1982, σ’ ένα πρόγραμμα την επιμέλεια του οποίου είχε ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, η δημοκρατική Ελλάδα πρόβαλε ως κεντρική ιδέα-μήνυμα των αγώνων την Ειρήνη. Σε ομαδική κίνηση ανθρώπων – εμπνευσμένη από το συλλογικό-ομαδικό πνεύμα των τελετών έναρξης και λήξης των πρόσφατων τότε Ολυμπιακών Αγώνων της Μόσχας 1980, θεωρούμενων ως εμβληματικών εκείνα τα χρόνια σ’ αυτό το πεδίο- όπου σχηματιζόταν η λέξη Ειρήνη και το διεθνές σύμβολό της. Ήταν περίοδος Ψυχρού Πολέμου.
Πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας, σε συνθήκες ‘cohabitation’ (συγκατοίκησης), συνέπιπταν στην ανάδειξη του πολύτιμου αγαθού της Ειρήνης, ως κεντρικού μηνύματος των αγώνων. Στην προσέγγιση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κων/νου Καραμανλή, όπως προκύπτει από την ομιλία του κατά την τελετή έναρξης των αγώνων, η Ειρήνη συνδεόταν με το αθλητικό ιδεώδες και το πνεύμα του Ολυμπισμού, ενώ και το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας που τότε εγκαινιαζόταν, συνδεόταν με την πρόταση του Καραμανλή για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.
Στην προσέγγιση του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Ειρήνη συνδεόταν με τις πρωτοβουλίες και το ρόλο-ταυτότητα που πρέπει να διεκδικήσει η χώρα σε μια αδέσμευτη γραμμή ενεργητικής ουδετερότητας και υπέρβασης των «σχέσεων σιδήρου» στο διεθνοπολιτικό πεδίο. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες ημέρες πριν την έναρξη των Αγώνων, τον Αύγουστο 1982, η ελληνική σοσιαλιστική κυβέρνηση είχε συνδράμει αποφασιστικά στον απεγκλωβισμό του Αραφάτ και Παλαιστίνιων μαχητών της PLO από την Βηρυτό.
Στην αντίληψη Παπανδρέου και ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, η Ελλάδα έπρεπε να πρωτοστατεί σε διεθνές επίπεδο για το ζήτημα της Ειρήνης αναλαμβάνοντας σχετικές πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο ενός διεθνούς κινήματος υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού και της ειρήνης με μαχητική παρουσία ήδη δύο δεκαετιών.
Η τελετή έναρξης του 2004
Το 2004, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού. Ήταν – ακόμα- η περίοδος της «αισιόδοξης» παγκοσμιοποίησης, της ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η ελληνική κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε διεκδικήσει την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Το «Αθήνα 2004» συμπυκνώνει τις ηγεμονικές στρατηγικές του «συστήματος χώρα». Ελληνική αστική τάξη, κυβερνητικά κόμματα, επίσημη διανόηση. Οι ελίτ συντονίστηκαν σ’ αυτό το project, το οποίο αντανακλούσε την Ελλάδα του «εκσυγχρονισμού», της παγκοσμιοποίησης, την Ελλάδα του ευρώ, την «ισχυρή Ελλάδα». Μια επιλογή εκτός τόπου και χρόνου, σε αντίθεση με τις σύγχρονες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας, σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό-διεθνοποιημένο πλαίσιο.
Η κεντρική ιδέα/εικόνα που είχαν για τη χώρα οι ηγετικές ομάδες, οι ελίτ που διαχειρίστηκαν αυτή την υπόθεση, ήταν μια πόλη, ένας μητροπολιτικός χώρος, η «Αθήνα», ένα κράτος-πρωτεύουσα, αποκομμένο από την υπόλοιπη χώρα αλλά και σε συνθήκες υπερφόρτωσης και καταστροφής του Αττικού τοπίου, που προσδοκά – χωρίς όμως τις ουσιαστικές προϋποθέσεις- να έχει μια δυναμική παρουσία στο περιφερειακό και παγκόσμιο σύστημα.
Μια αντίληψη που έδειχνε, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τη μεταμόρφωση του ΠΑΣΟΚ, απόρροια μιας διαδρομής πολυετούς εξουσιαστικής διαχειριστικής πρακτικής και κρατικής ενσωμάτωσης. Μια εφαρμοσμένη πολιτική που έδειχνε και την υποχώρηση της λειτουργίας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς η «επιχείρηση Ολυμπιακοί Αγώνες», τόσο κατά την περίοδο της διεκδίκησης (βλ. περιοδικό Άρδην, τχ. 10/1997) όσο και κατά την προετοιμασία διεξαγωγής τους, δεν τέθηκε στο δημόσιο διάλογο. Γι’ αυτό συνιστά ένα παράδειγμα λειτουργίας του «συστήματος καρτέλ» στο πολιτικό επίπεδο.
Η κεντρική αυτή ιδέα, με όλες της τις διαστάσεις, υλοποιήθηκε όχι μόνο με την διοργάνωση των Αγώνων, αλλά όλη την περίοδο από το 1996 έως το 2009. Γι’ αυτό οι «Ολυμπιακοί Αγώνες 2004» είναι αντιπροσωπευτικοί της συγκεκριμένης περιόδου, που οδήγησε, έθεσε τους υλικούς και πολιτικο-διανοητικούς όρους για τη χρεοκοπία το 2010. Στο πλαίσιο αυτό προετοιμάστηκε μια τελετή έναρξης που εισήγαγε την κεντρική ιδέα της «ισχυρής και σύγχρονης Ελλάδας» από την οπτική-αφήγηση των τοπικών ελίτ – απουσίαζε το επώδυνο εθνικό και κοινωνικό γίγνεσθαι του τόπου και του λαού – μέσα από ένα αισθητικά άρτιο θέαμα, την επιμέλεια του οποίου είχε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Η έμφαση στο “diversité”
Η Ελλάδα και η Γαλλία έχουν πολλά κοινά. Ένα απ’ αυτά είναι η δύναμη των συμβολισμών που σηματοδοτούν. Η Γαλλία είναι η χώρα των πολιτικών Επαναστάσεων της Νεοτερικότητας, η πατρίδα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, το Παρίσι η πόλη του φωτός, ο τόπος που άνθισαν πολύ σημαντικά πολιτιστικά και διανοητικά ρεύματα, οι πρωτοπορίες, οι τέχνες, η κουλτούρα, η αμφισβήτηση, το 1789, το 1793, το 1848, το 1871, το 1936, το 1968. Οι μεγάλες ιδέες της Ελευθερίας (Liberté), της Ισότητας (égalité), της Αδελφοσύνης (Fraternité), του Δημοκρατικού Έθνους, του Ρεπουμπλικανισμού. Είμαστε όμως σε άλλη εποχή.
Κεντρική ιδέα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι 2024, που αντανακλά την κυρίαρχη ιδεολογία, φάνηκε να ήταν η “diversité” (διαφορετικότητα). Η νοηματοδότηση των ισχυρών ταυτοτικών λέξεων της γαλλικής επανάστασης, όχι ως liberté démocratique, égalité sociale, fraternité des peuples, (δημοκρατική ελευθερία, κοινωνική ισότητα, αδελφοσύνη των λαών), που αποτυπώνονταν σε μια αφίσα του «68», όχι ενός συλλογικού οράματος δημοκρατικού, κοινωνικού, εθνικού-διεθνικού – αυτά θεωρούνται για την κυρίαρχη αφήγηση/ιδεολογία ελαφρώς παρωχημένα ή και κρυφο-ολοκληρωτικά, νεοτοκβιλιανή εκδοχή της «τυραννίας της πλειοψηφίας» – αλλά ως ατομικού δικαιώματος, του απομονωμένου ατόμου, σε μια υπεριφιλελεύθερη συνθήκη μεταμοντερνισμού, άκρατου υποκειμενισμού και απόλυτης σχετικοποίησης, επίσης κυοφορούμενη από το πνεύμα του «68».
Με έντονο το στοιχείο του ναρκισσισμού. Κορυφαίοι στοχαστές όπως ο Κρίστοφερ Λας (“Η κουλτούρα του ναρκισσισμού”), ο Ζιλ Λιποβετσκί (“Η εποχή του κενού”), ο Κορνήλιος Καστοριάδης (“Η άνοδος της ασημαντότητας”), μερικές δεκαετίες πριν, είχαν εντοπίσει αυτή την τάση των σύγχρονων δυτικών καπιταλιστικών-καταναλωτικών κοινωνιών, την κυρίαρχη ιδεολογία, την «εσωτερίκευση της κοινωνικής θέσμισης».
Είχε και καλές στιγμές η τελετή έναρξης
Είχε και καλές στιγμές η τελετή έναρξης, με την πρόσθετη δυσκολία-πρόκληση της σκηνοθεσίας (καλλιτεχνικός υπεύθυνος ο Τομά Ζολί) για 1η φορά εκτός σταδίου, στοιχείο που συνέβαλε στο ασύνδετο της παραγωγής, πέραν από το στοιχείο της επιλογής-γραμμής. Μία από τις καλές στιγμές, που μάλλον όμως δεν την είχαν προετοιμάσει οι διοργανωτές, ήταν η κίνηση των Αλγερινών αθλητών να πετάξουν λουλούδια στο Σηκουάνα, στη μνήμη των συμπατριωτών τους στο σημείο σφαγής τους από την γαλλική αστυνομία το 1961.
Η κεντρική ιδέα όμως ήταν η λατρεία της υπερφιλελεύθερης diversité, με αρκετά στοιχεία «Eurovision». Ίσως γι’ αυτό πρόσωπα της γαλλικής πολιτικής ιστορίας που έχουν ισχυρό συμβολισμό εθνικής ταυτότητας, αλλά και με συγκεκριμένο προσανατολισμό στη θεώρηση της Ευρώπης, όπως ο Ντε Γκολ, μάλλον πέρναγαν υποβαθμισμένα.
Τέλος, η ελληνική τηλεοπτική δημοσιογραφική κάλυψη καθιστούσε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Ειδικά για όσες και όσους ανήκουμε σε γενιές που πρόλαβαν τον Γιάννη Διακογιάννη σε περιγραφές τελετών έναρξης αγώνων ή για όσες και όσους ταυτιστήκαμε με τον κριτικό αντίλογο του Φίλιππα Συρίγου για τις διοργανώσεις των Ολυμπιακών Αγώνων.