ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο Φρέντυ προσκαλείται να συμμετάσχει στους Παραολυμπιακούς

Ο Φρέντυ προσκαλείται να συμμετάσχει στους Παραολυμπιακούς, Κρινιώ Καλογερίδου

Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του Γυμναστή, ο Φρέντυ ξέκλεβε καθημερινά χρόνο για εξάσκηση, πότε στο ξέφωτο την ώρα της σχολικής γυμναστικής και πότε στις κυριακάτικες εκδρομές που τον γέμιζαν με μοναδική ευτυχία. Στις τελευταίες πήγαινε σχεδόν πάντα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Ντέμη, που του άρεσε ιδιαίτερα το μπάνιο και το ψάρεμα στο ποτάμι.

Οι δυο τους,  ξεκίναγαν συνήθως πολύ πρωί μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη, την ώρα που η λαμπερή φλόγα του ήλιου ξεπρόβαλε πίσω απ’ το βουνό, απ’ όπου έφταναν κατά κύματα οι ευωδιές της ρίγανης, της λεβάντας και του θυμαριού. Κοπάδια ζώων ξεχύνονταν τότε στα λιβάδια, απολαμβάνοντας το γρασίδι κάτω απ’ τα φουντωτά πλατάνια, τις καρυδιές και τις λεύκες, που ασήμιζαν τις όχθες του ποταμού και καθρέφτιζαν τα φύλλα τους στα γάργαρα νερά του. Κρατώντας το ακόντιο για μπαστούνι, ο μικρός Φρέντυ πέρναγε εύκολα τις ανηφοριές και τις κατηφοριές που ήταν φυτεμένες από πεύκα και έλατα.

Ελαφροπατώντας σαν το κατσίκι, παρά το μεγάλο του βάρος, προσπέρναγε συνεχώς τον αδερφό του τον Ντέμη, που καθυστερούσε μόνιμα είτε γλιστρώντας στα πεζούλια των φύλλων που σκέπαζαν τη γη σ’ όλη τη διαδρομή ή σκοντάφτοντας στους μικρούς θάμνους, στις αφάνες, στα πουρνάρια και στις θυμαριές, που αραίωναν όσο πλησίαζαν προς το ποτάμι.

Σαν έφταναν εκεί κατάκοποι και πεινασμένοι, έπεφταν με τα μούτρα στη δροσερή χλόη και στα μανιτάρια, που φύτρωναν σκόρπια εδώ κι εκεί ανάμεσα σε λάπατα, παπαρούνες και χαμομήλια. Κι ύστερα γλυκαίνονταν με τις αγριοφράουλες και το θυμαρίσιο μέλι που αποθήκευαν στις κυψέλες τους οι εργάτριες μέλισσες, βαθιά στις κουφάλες των δέντρων.

Μετά το φαΐ, τα δυο αδέλφια ξάπλωναν νωχελικά πάνω σε φύλλα από πλατάνια, βελανιδιές και σκίνα ακούγοντας το μουρμουρητό του νερού που κυλούσε ήσυχα δίπλα τους. Ο Φρέντυ, πλαγιασμένος συνήθως κάτω από μια λυγερόκορμη λεύκα, άφηνε μ’ ευχαρίστηση να κάθονται στην κοιλιά του τα πουλιά του ουρανού, που τον νανούριζαν με το γλυκό τους κελάηδημα και ύστερα πέταγαν στα κλαδιά λούζοντας τις τραχηλιές τους στις αχτίδες του πρωινού ήλιου.

Ώρες μετά, έπεφταν στο νερό οι δυο τους για το πρώτο μπάνιο της ημέρας μαζί με τον Μακροβούτη, τον φίλο τους βάτραχο και την παρέα του, που τραγουδούσαν στις όχθες του ποταμού τη ρυθμική τους “Καλημέρα”. Με το που έπεφτε στο ποτάμι ο Φρέντυ, έκαμνε σα μικρό παιδί απ’ τη χαρά του. Πλατσούριζε στο νερό κι ύστερα έλουζε το κορμί του βουτώντας ως και το πρόσωπό του. Γελούσε και τίναζε στάλες στον αέρα ή στα μούτρα του Ντέμη που κολύμπαγε ήσυχα πιο πέρα, αποδοκιμάζοντας μ’ ένα μουγκρητό τις τρέλες του αδερφού του.

Τα γλυκόψαρα, πανικοβλημένα από τον ξαφνικό θόρυβο, ανέβαιναν βιαστικά στην επιφάνεια του νερού, γυαλίζοντάς την με τη ράχη τους και δίνοντας πρώτο στόχο για φαΐ στο Φρέντυ και τον αδερφό του. Κι όταν ο ήλιος προσπέρναγε πια τη μέση του ουρανού, τα δύο αρκουδάκια – έχοντας βαρεθεί το πολύωρο μπάνιο και το κυνήγι με τα ψάρια, τα έντομα και τις γουστερίτσες (μικρές σαύρες) – έτρεχαν στους σάκους τους να σκουπιστούν με τις πετσέτες που τους φύλαγε η μαμά Σάλυ για να μην κρυώσουν.

Ύστερα, μ’ ένα δυνατό τράνταγμα του κορμιού, στέγνωναν εντελώς κι ήταν έτοιμα για παιχνίδι. Κι αν στον Ντέμη άρεσε το κυνήγι με τις πεταλούδες και τις φλύαρες μέλισσες, ο Φρέντυ απολάμβανε όσο τίποτα στον κόσμο το ρίξιμο του κονταριού, που στα χέρια του έβγαζε φτερά φτάνοντας καμιά φορά ως πέρα μακριά, στην άλλη όχθη του ποταμού, τρομάζοντας τα πουλιά και τα ζώα που λιάζονταν αμέριμνα στις πρασινάδες της γης.

Αυτές οι κυριακάτικες, κυρίως, ασκήσεις με το ακόντιο είχαν δυναμώσει κατά πολύ – όπως φαίνεται – το δεξί μπροστινό πόδι του Φρέντυ, που έμαθε πια να το χρησιμοποιεί καλύτερα κι από χέρι. Ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές που δεν παρέλειπε να του δίνει καθημερινά ο Λεωνίδας το λελέκι, βελτίωσε σταδιακά τις επιδόσεις του, ώσπου έφτασε στο σημείο να δίνει φτερά στο κοντάρι του και να το εξαφανίζει στη στιγμή από τα μάτια του κόσμου που παρακολουθούσε ενθουσιασμένος.

Η αγουράδα στο μυαλό του είχε πια ξεχαστεί και ο μικρός γινόταν όλο και περισσότερο αντικείμενο ειλικρινούς θαυμασμού, ακόμη κι από τα πιο έξυπνα ζώα. Ώσπου μια καλοκαιρινή μέρα, λίγο πριν το κλείσιμο του σχολείου και το μοίρασμα των απολυτηρίων απ’ τη δασκάλα τους την κουκουβάγια, ο Γυμναστής μάζεψε όλα τα παιδιά και τους διάβασε ένα μήνυμα που του το έφερε ένα ταχυδρομικό περιστέρι από τη μακρινή πολιτεία.

Σ’ ένα εξοχικό προάστιο της Αθήνας θα γίνονταν – λέει – το Φθινόπωρο κάτι αγώνες για τα ζώα με ειδικές ικανότητες, λίγο μετά τους «Ολυμπιακούς». Στους αγώνες αυτούς –που τους είπε «Παραολυμπιακούς» – θα συμμετείχαν τα πιο δυνατά και σπουδαία ζώα του κόσμου, στην ίδια πόλη και με τους ίδιους κριτές.

– Ζήτωωω! φώναξαν μ’ ενθουσιασμό τα σχολιαρόπαιδα, περιμένοντας ανυπόμονα και τη συνέχεια…

– Ησυχία! Κάντε ησυχία! ύψωσε την ψιλή του φωνή το λελέκι, και για να ακούγεται καλύτερα ανέβηκε στο βάθρο των ομιλητών. Όταν σώπασαν πια όλοι, συνέχισε να μιλά αργά και καθαρά:

– Μας ζητούν να τους στείλουμε τον καλύτερο εκπρόσωπό μας σε οποιοδήποτε αγώνισμα. Εσείς, λοιπόν, ποιος θέλετε να είναι αυτός;

– Ο Φρέντυ! Ο Φρέντυ! φώναξαν τα ζώα του δάσους με μια φωνή.

– Ο Φρέντυ! Ο Φρέντυ! φώναξαν και τα πουλιά και τα έντομα.

Κι ύστερα, χτυπώντας ρυθμικά πότε τα φτερά και πότε τα πόδια τους, ξέσπασαν σε απανωτές ζητωκραυγές:

– Φρέ-ντυ! Φρέ-ντυ! Φρέ-ντυ!…

Ο Φρέντυ στους Παραολυμπιακούς!

Ο Γυμναστής κοίταζε το Φρέντυ μ’ ένα γλυκό ενθαρρυντικό χαμόγελο για να ανέβει και να πει κάτι· μα εκείνος, σαν απολιθωμένος, γυρόφερνε το βλέμμα του εδώ κι εκεί θαρρώντας πως ζούσε σε όνειρο, και περίμενε να ξυπνήσει. Τα βλέφαρά του, ζεστά και φουσκωμένα απ’ τη ζέστη, τον βάραιναν όσο ποτέ άλλοτε. Τα μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει και το κεφάλι του βούιζε πυρετικά.

Αχ, πόσο γλυκό ήταν το όνειρο που έβλεπε!… Ας μην τελείωνε ποτέ… αναλογιζόταν εκστασιασμένος, όταν ένα γερό τράνταγμα τον ξύπνησε με μιας. Δίπλα του βρισκόταν η οικογένειά του και τον αγκάλιαζε τρισευτυχισμένη, βγάζοντας κραυγές συγκίνησης και ενθουσιασμού. Τ’ άλλα παιδιά εν τω μεταξύ ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας ρυθμικά το όνομα του συμμαθητή τους. Βγήκαν και οι υπόλοιποι του ξενοδοχείου στα μπαλκόνια και στα παράθυρα απορημένοι.

– Καλέ, τι γίνετ΄ εκεί; Τι συμβαίνει;

– Ο ”άγουρος” Φρέντυ πάει στους Παραολυμπιακούς της Αθήνας!… Ο άγουρος Φρέντυ πάει στους Παραολυμπιακού…ού…ούς! κραύγαζαν ρυθμικά οι μικροί μαθητές.

– Πάει πού; τέντωναν τ’ αυτιά τους οι ένοικοι αδυνατώντας να καταλάβουν την άγνωστη λέξη.

Κάποιοι, μάλιστα, βγήκαν με τις πιτζάμες έξω να πληροφορηθούν καλύτερα.

– Τι πάει να πει «Παραολυμπιακοί»; Ποιοι πάνε σ’ αυτούς; Γιατί πάνε; Κι άλλα τέτοια…

Το λελέκι δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοαπαντήσει, σαν ειδικός που ήταν. Πήρε, λοιπόν, και μοίρασε το ενημερωτικό υλικό που του έστειλαν τυπωμένο σε πλατανόφυλλα οι αρμόδιοι φορείς της εξουσίας των ζώων. Τότε πρωτόμαθαν τα ζώα και τα πτηνά του μικρού δάσους και γι’ άλλα πολλά ακόμη αγωνίσματα των «Φθινοπωρινών Παραολυμπιακών Αγώνων» – όπως τους ονόμαζαν – πέρα απ’ αυτό που είχε διαλέξει ο δικός τους, ο Φρέντυ.

Έτσι για παράδειγμα, στο διαφημιστικό φυλλάδιο γινόταν αναφορά, ανάμεσα στ’ άλλα, στην «Επιτραπέζια Αντισφαίριση», στην «Αντισφαίριση με αναπηρικό Αμαξίδιο», στην «Άρση Βαρών», στην «Ποδηλασία», στη «Σκοποβολή», στο «Ποδόσφαιρο», στην «Καλαθοσφαίριση με Αμαξίδιο», στην «Καλαθοσφαίριση για πτηνά και ζώα με νοητική υστέρηση», στο «Τζούντο» και στο «Στίβο», όπου συμπεριλαμβανόταν και το άθλημα του ακοντισμού, στο οποίο διακρινόταν ο Φρέντυ.

– Τι σπουδαία, τι εντυπωσιακά είναι όλ’ αυτά…, σκεφτόταν ο κάθε ένοικος που φυλλομετρούσε το πλούσιο υλικό κι έβλεπε μπροστά του τα καρτελάκια από φύλλα συκομουριάς, όπου περιγράφονταν τα αγωνίσματα των αθλητών – πτηνών και ζώων – με κάθε είδους αναπηρίες.

Πιο πίσω ο Φρέντυ, πνιγμένος ακόμη στις αγκαλιές, απολάμβανε τη δόξα της συμμετοχής εξακολουθώντας να πετάει στα σύννεφα. Το γλέντι, με επίκεντρο τον ίδιο, κράτησε σχεδόν ως το σούρουπο. Ο ήλιος, προχωρώντας γοργά πίσω από τα βουνά, έβαφε τις κορυφογραμμές τους κι έλουζε τα σύννεφα τ’ ουρανού μ’ ένα πορφυρένιο μελίσσι αχτίδων, που αντιφέγγιζαν ως κάτω στη γη κοκκινίζοντας τους κορμούς των δέντρων στο δάσος.

Κάπου μακριά ακούστηκε το κυπρί (κουδουνάκι στο λαιμό των αιγοπροβάτων) ενός τράγου και το κράξιμο της δασκάλας τους της κουκουβάγιας, που τους καλούσε για το βραδινό δείπνο. Το ξέφωτο είχε σχεδόν αδειάσει από τον κόσμο, αφού οι ένοικοι του ξενοδοχείου επέστρεψαν ήδη στα δωμάτιά τους κι ετοιμάζονταν να κατέβουν στην τραπεζαρία για φαγητό. Μόνο η Μόνα Λίζα πήρε το δρόμο για την κεντρική λεωφόρο, όπου βρισκόταν το μαγαζί και το σπίτι της.

Είχε ήδη τελειώσει μια συγκλονιστική μέρα. Απ’ την επόμενη κιόλας το πρωί, ο Φρέντυ θ’ ακολουθούσε ειδικό πρόγραμμα προπόνησης και διατροφής (πάντα κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του Γυμναστή και της ομάδας του), ώστε να φτάσει πανέτοιμος στους Παραολυμπιακούς του Φθινοπώρου που διοργάνωνε η μεγάλη κοινότητα των ζώων της μακρινής ιστορικής πολιτείας.

Το παραμύθι συνεχίζεται σε επόμενα μέρη…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx