Από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους
14/08/2024Τα γεγονότα: Τη νύχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960, στις 02 π.μ., στη Λευκωσία, ο Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου Χιού Φούτ, διάβασε στην αίθουσα του Μεταβατικού Υπουργικού Συμβουλίου (που αργότερα έγινε Μέγαρο της Βουλής των Αντιπροσώπων) την προκήρυξη της βασίλισσας Ελισάβετ, με την οποία ανακοίνωσε την εγκατάλειψη της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο, βάσει των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου (1959).
Στη συνέχεια οι γενικοί πρόξενοι της Ελλάδας και της Τουρκίας Γ. Χριστόπουλος και Β. Τουρέλ, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ και ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ, υπέγραψαν μαζί με τον τελευταίο Άγγλο κυβερνήτη τα κείμενα των συμφωνιών που καθόριζαν τα της ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου. Λίγο πριν το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου έγινε στο μέγαρο του Κυβερνείου η υποστολή της βρετανικής σημαίας και η έπαρση της κυπριακής. Πριν κλείσουν 24 ώρες από την ανακήρυξη, ο Φούτ είχε ήδη εγκαταλείψει την Κύπρο.
Φυσικά οι Άγγλοι (όπως και σε άλλες αποικίες τους) αποχωρούσαν τυπικά, αλλά πρακτικά όχι. Είτε με τις βάσεις τους, είτε παρεμβαίνοντας στην εσωτερική πολιτική, ή με το “διαίρει και βασίλευε” φρόντισαν να έχουν διηρημένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους με διαιτητή τον εαυτό τους. Η Τουρκία εγκαταστάθηκε από τη Βρετανία ως εγγυήτρια το 1959, αφού ατυχώς το αποδέχθηκε η Ελλάδα.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο
Η εισβολή των Τούρκων ήταν αποφασισμένη από τον Απρίλιο 1974, στηριζόμενη σε βαθύτερα αιτία και παθογένειες, καθώς και τάχα στις εγγυητικές συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (1959), αλλά διευκολύνθηκε από το πραξικόπημα της Χούντας (15 Ιουλίου 1974), τη μυστική συνάντηση Μακάριου-Ετσεβίτ την 17η Ιουλίου 1974 στο Λονδίνο (Παναγιωτάκου Κωνσταντίνου Π., Κύπρος – Ο φάκελος της μεγάλης προδοσίας, Φιλιππότη, β’ έκδοση, Αθήνα 1986, σελ 60) και την ομιλία του Μακάριου στον ΟΗΕ (19 Ιουλίου) που θεωρείται από τους αντι-Μακαριακούς, ως αφορμή της τουρκικής εισβολής (20 Ιουλίου). Ο Μακάριος στον ΟΗΕ είπε: «Το Συμβούλιον Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το στρατιωτικόν καθεστώς της Ελλάδος να ανακαλέση εκ Κύπρου τους Έλληνας αξιωματικούς και να θέση τέρμα εις την εισβολήν (sic) αυτού εις Κύπρον…»!
Στις 20 Ιουλίου 1974 (ήμουν 10 ετών), μόλις γυρίσαμε από τις διακοπές στον αη Λιά, ακούσαμε τα μαντάτα: Εισβολή στην Κύπρο. Ως παιδί τρόμαξα, φοβήθηκα γενικώς και ειδικώς για τον πατέρα μου, που τελικά δεν κλήθηκε. 40.000 Τούρκοι στρατιώτες, με την υποστήριξη Αεροπορίας και Ναυτικού εισέβαλαν παράνομα στις βόρειες ακτές της Κύπρου. Μάλιστα, επικαλέστηκαν και την ατυχή ομιλία του Μακάριου στον ΟΗΕ. Αυτό έδωσε άλλοθι στον Μπουλέντ Ετζεβίτ να πει πως τα τουρκικά στρατεύματα επενέβησαν στην Κύπρο, διότι το ζήτησε ο Μακάριος την προηγούμενη μέρα, προκειμένου να απωθήσουν την προηγηθείσα ελληνική εισβολή!
Στις 8 Αυγούστου 1974 παραιτήθηκε ο Πρόεδρος Νίξον λόγω Watergate, ενώ εξελισσόταν το δράμα της Κύπρου. Στις 13 Αυγούστου 1974, στα γραφεία της CΙΑ –σε στενή συνεργασία με το επιτελείο του παραιτηθέντος Κίσινγκερ– τα μέλη της ομάδας Βureau of Ιntelligence and Research σχεδίασαν το χάρτη Νο 9, που απεικόνιζε τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων από την 20ή Ιουλίου 1974 μέχρι εκείνη την ημέρα. Στις 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η 2η εισβολή, ολοκληρώνοντας την τραγωδία. Η λεζάντα στο χάρτη έγραφε: “9. Map done by the Bureau of Intellegence and Research projecting Turkish moves on Cyprus, August 13, 1974. SECRET”.
Η τραγωδία της Κύπρου
Στη Μάχη της Λευκωσίας, επικεφαλής των υπερασπιστών της, ήταν ο νυν αντιστράτηγος ε.α, Δημήτρης Αλευρομάγειρος. Το 336 Τάγμα Πεζικού με αυτόν διοικητή βρέθηκε μόνο απέναντι στον “Αττίλα”. Θα μπορούσαν να είχαν φύγει, να είχαν αποφύγει τη μάχη και τους σχεδόν 50 νεκρούς. Έμειναν εκεί και έδωσαν μια επική μάχη εναντίον των Τούρκων.
Από ανθρωπιστική άποψη, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής είναι οι αγνοούμενοι. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πάνω από 2000 αιχμάλωτοι είχαν μεταφερθεί παράνομα σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι (στρατιώτες και πολίτες, ακόμα και ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι οι αγνοούμενοι θεάθηκαν για τελευταία φορά εν ζωή στα χέρια του τουρκικού στρατού ή παραστρατιωτικών ομάδων, που ενεργούσαν υπό την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Ακριβώς 22 χρόνια μετά (1996), οι συνεχιστές του “Αττίλα” δολοφόνησαν σε live μετάδοση τον Σολωμό Σολωμού, αμέσως μετά την κηδεία του Τάσου Ισαάκ που είχε ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου τρεις μέρες πριν.
Αποτίμηση, 50 χρόνια μετά
Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, οι δε νομικές αιτιάσεις της εισβολής δεν εδράζονται επί του Διεθνούς Δικαίου και της Νομολογίας. Η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή το 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα. Ως αποτέλεσμα της εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στις περιουσίες τους.
Μέχρι το τέλος του 1975, στη συντριπτική πλειονότητα τους οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν σε ελεύθερες περιοχές υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν στα Κατεχόμενα, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας. 20.000 Ελληνοκύπριοι και Μαρωνίτες στα Κατεχόμενα επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους παρά την τουρκική κατοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς που παρέμειναν, κυρίως στην Καρπασία, υποχρεώθηκαν σταδιακά να την εγκαταλείψουν.
Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών που ζουν σήμερα εκεί έχει μειωθεί στους 300. Η δραματική μείωση του αριθμού των εγκλωβισμένων καθίσταται πιο συγκλονιστική αν λάβει κανείς υπόψη τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Βιέννη (2 Αυγούστου 1975), με την οποία η τουρκική πλευρά αναλάμβανε να παράσχει στον εγκλωβισμένο πληθυσμό «κάθε βοήθεια για να διάγει ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για την παιδεία και για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων του, καθώς και ιατρική περίθαλψη από δικούς του γιατρούς και ελευθερία διακίνησης στον Βορρά».
Παραβιάζοντας τα συμφωνηθέντα, σε πρακτικό επίπεδο, η τουρκική πλευρά υπέβαλλε τους εγκλωβισμένους σε συνεχή παρενόχληση, περιορισμούς στη διακίνηση, άρνηση πρόσβασης σε επαρκή ιατρική φροντίδα, άρνηση επαρκών εκπαιδευτικών διευκολύνσεων, ιδιαίτερα πέραν της στοιχειώδους εκπαίδευσης, περιορισμούς του δικαιώματος χρήσης της ακίνητης περιουσίας τους και περιορισμούς της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών δικαιωμάτων τους. Επρόκειτο, συνεπώς, για μια σκόπιμη πολιτική εθνικού ξεκαθαρίσματος, που ανάγκαζε τους εγκλωβισμένους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Τουρκικός εποικισμός στα Κατεχόμενα
Παράλληλα, η Άγκυρα εφάρμοσε συστηματική πολιτική εποικισμού των Κατεχομένων με μαζική μεταφορά πέραν των 160.000 Τούρκων εκ Τουρκίας με στόχο την δημογραφική αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων από τα Κατεχόμενα, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των γεωγραφικών τοπωνυμίων, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες και εν τέλει στην τουρκοποίηση.
Στοχεύει επίσης στην αλλαγή του κοινωνικού ιστού στα Κατεχόμενα, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας με την πολιτική της Άγκυρας. Με τη μαζική δε μετανάστευση Τουρκοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές, ο ολικός αριθμός των Τούρκων στρατιωτών και εποίκων είναι τώρα μεγαλύτερος από τους εναπομείναντες Τουρκοκύπριους.
Σε πλήρη συνάρτηση με τον δεδηλωμένο στόχο της Τουρκίας για διχοτόμηση και εθνικό διαχωρισμό στο νησί, στις 15 Νοεμβρίου 1983 το κατοχικό καθεστώς προχώρησε σε μονομερή αποσχιστική ανακήρυξη της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείας Κύπρου”, πράξη η οποία καταδικάστηκε από την διεθνή κοινότητα ως παράνομη και νομικά άκυρη. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με το ψήφισμα 541 (1983), αποδοκίμασε την ανακήρυξη ως νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκλησή της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ανησυχώντας λόγω των περαιτέρω αποσχιστικών ενεργειών στα Κατεχόμενα, οι οποίες παραβίαζαν το ψήφισμα 541 του 1983 (μελετώμενη διεξαγωγή “συνταγματικού δημοψηφίσματος” και “εκλογών”, καθώς και των τότε απειλών για παράνομο εποικισμό των Βαρωσίων), το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 550 (1984) με το οποίο επαναβεβαίωσε το ψήφισμα 541 και επανέλαβε την έκκληση προς όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος και να μην το διευκολύνουν και βοηθήσουν. Ταυτόχρονα το Συμβούλιο Ασφαλείας χαρακτήρισε τις απόπειρες για εποικισμό των Bαρωσίων απαράδεκτες και ζήτησε τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Στο επόμενο άρθρο θα αναφερθούμε στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού μετά την εισβολή.