Σκοτάδι καλύπτει τη διαδρομή των μπίπερ και γουόκι τόκι σε πάνω από έξι χώρες
20/09/2024Αν και τα στελέχη της Χεζμπολάχ σίγουρα γνωρίζουν από πού αγόρασαν βομβητές και γουόκι τόκι και από που εν τέλει παρέλαβαν τις παγιδευμευμένες συσκευές, τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν μπορούν να βγάλουν άκρη. Τα ίχνη (για τους δημοσιογράφους) χάνονται σε σκοτεινές διαδρομές από Ιαπωνία και Ταϊβάν, μέχρι Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία αλλά και Νορβηγία.
Το ερώτημα του πότε παγιδεύτηκαν οι συσκευές που πυροδοτήθηκαν εξ αποστάσεως εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστήριο και απαντήσεις αναζητούνται σε πολλές χώρες. Το Ισραήλ δεν έχει σχολιάσει ευθέως τις επιθέσεις αυτές. Οι New York Times σε ρεπορτάζ τους έγραφαν ότι η ουγγρική εταιρεία που αναφέρθηκε σε σχέση με τα παγιδευμένα μπίπερ, ήταν πλασματική επιχείρηση μεσαζόντων που συστάθηκε επί τούτου από την Μοσάντ, όμως οι δημοσιογράφοι δεν ξέρουν αν αυτό είναι βέβαιο, ενώ επιπλέον δεν φαίνεται η συγκεκριμένη εταιρεία (η BAC, με έδρα τη Βουδαπέστη) να συνδέεται με τα γουόκι τόκι που επισης εξερράγησαν μια μέρα μετά τα μπίπερ.
Οι μπαταρίες των walkie talkie που ανατινάχθηκαν στα χέρια μαχητών αλλά και απλών μελών της οργάνωσης ή νοσηλευτών της Χεζμπολάχ του Λιβάνου έφεραν σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες ένα εκρηκτικό που λέγεται PETN (νιτρικός πενταερυθρίτης), σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Αυτό είχε βάρος μόλις τρία γραμμάρια και ο τρόπος που εισήχθη στις συσκευές, πάντα σύμφωνα με το Reuters, καθιστούσε σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό του. Από τις φωτογραφίες των walkie talkie που εξερράγησαν φαίνονται ετικέτες που έγραφαν “ICOM” και “made in Japan”.
Η ιαπωνική εταιρεία δήλωσε ήδη από προχθές ότι έχει σταματήσει την παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος και των μπαταριών του εδώ και δέκα χρόνια. Εκτιμά ότι αυτά που συνέχιζαν να πωλούνται ήταν απομιμήσεις. Ο Yoshiki Enomoto, γενικός διευθυντής του τμήματος ασφάλειας και εμπορίου της Icom, δήλωσε στο Reuters ότι ήταν πιθανό μια παλαιότερη συσκευή Icom να είχε τροποποιηθεί σε βόμβα.
Την κατηγορηματική τους άρνηση για οποιαδήποτε συμμετοχή στην εφοδιαστική αλυσίδα χιλιάδων βομβητών και γουοκι τόκι που εξερράγησαν στον Λίβανο σκοτώνοντας συνολικά 47 άτομα και τραυματίζοντας σοβαρά πάνω από 500, εξέφρασαν οι αρχές της Ταϊβάν και της Βουλγαρίας.
Η Βουλγαρία άρχισε να φέρεται ως εμπλεκομένη από χθες, καθώς βουλγαρικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η εταιρεία Norta Global Ltd με έδρα τη Σόφια εμπλεκόταν στην πώληση των βομβητών. Ωστόσο η κρατική υπηρεσία ασφαλείας της Βουλγαρίας, η DANS, ανακοίνωσε σήμερα ότι «διαπίστωσε αδιαμφισβήτητα ότι κανένας βομβητής από αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση στον Λίβανο δεν εισήχθη, δεν εξήχθη ή κατασκευάστηκε στη Βουλγαρία».
Επίσης σημείωσε ότι ούτε η Norta ούτε η νορβηγική μητρική εταιρεία της εμπορεύτηκαν, πούλησαν ή αγόρασαν τους βομβητές εντός της δικαιοδοσίας της Βουλγαρίας. Αυτή η δήλωση όμως άφησε ανοιχτό το ερώτημα αν οι εταιρείες αυτές προέβησαν σε συναλλαγές εκτός Βουλγαρίας.
H ταϊβνανέζικη Gold Apollo, η έδρα της οποίας βρίσκεται στην Ταϊβάν, ανακοίνωσε αυτήν την εβδομάδα ότι δεν κατασκεύασε τις συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν στην επίθεση και ότι η εταιρεία BAC, με έδρα τη Βουδαπέστη, στην οποία εντοπίστηκαν οι βομβητές, είχε άδεια να χρησιμοποιεί το εμπορικό της σήμα.
Στην Ταϊβάν όπου το θέμα ερευνάται από την εισαγγελία της Ταϊπέι, ο υπουργός Οικονομίας της Ταϊβάν Κούο Τζιχ-Χουέι δήλώσε: «Τα συστατικά μέρη είναι ολοκληρωμένα κυκλώματα χαμηλής τεχνολογίας και μπαταρίες», δήλωσε σε δημοσιογράφους, εννοώντας ότι θα μπορούσε ο καθένας να τους κατασκευάσει. Προσέθεσε και το εξής: «Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν είχαν κατασκευαστεί στην Ταϊβάν και ότι την όλη υπόθεση διερευνούν οι δικαστικές αρχές».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ταϊβάν Λιν Τσία–Λουνγκ, επίσης σε δηλώσεις του σε δημοσιογράφους στο κοινοβούλιο, απάντησε «όχι» στην ερώτηση αν συναντήθηκε με τον ντε φάκτο πρεσβευτή του Ισραήλ για να εκφράσει ανησυχία για την υπόθεση. «Καλούμε τις αποστολές μας στο εξωτερικό να αυξήσουν την ευαισθητοποίησή τους για την ασφάλεια και θα ανταλλάξουμε σχετικές πληροφορίες με άλλες χώρες», πρόσθεσε. Για το θέμα έχουν ανακριθεί ο διευθυντής και μια υπάλληλος της ταϊβανέζικης εταιρείας που φέρεται εμπλεκόμενη, και αφέθηκαν ελεύθεροι. Η εταιρεία επιμένει ότι δεν είχε καμία συναλλαγή απ΄ ευθείας, ότι όλα τα είχε αναλάβει το ουγγρικό “υποκατάστημα” ή συνεργαζόμενη εταιρεία BAC, που επίσης διαψεύδει την εμπλοκή της. Πάντως η Ταϊβανέζα υπάλληλος που ανακρίθηκε φέρεται να είχε αναλάβει τη συνεννόηση της μητρικής εταιρείας με την φερομένη ως ουγγρική BAC και φέρεται να στάλθηκε και ένα ένταλμα πληρωμής από χώρα της Μέσης Ανατολης για κάποια παραγγελία.