“Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα”: Η ποίηση της Αντ. Μποτονάκη
28/09/2024Κρίνοντας από τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή της Αντωνίας Μποτονάκη, καθώς δε γνωρίζω άλλα έργα της, μπορώ εύκολα να πω με σιγουριά, πως υπάρχει δημιουργική άνεση και στον πεζό και στον ποιητικό λόγο, καθώς το έργο αυτό περιλαμβάνει και τα δύο είδη.
Η γραφή είναι μια δημιουργική διαδικασία του πνεύματος, που παράγει κάλλος στον ζώντα κόσμο. Ανοίγει ουσιαστικό διάλογο της φυσικής βιοτής με την μεταφυσική κατάσταση της ψυχής. Η Μποτονάκη ξεκινά με μιάμιση σελίδα πεζό κείμενο, με τη συνέχεια του σκορπισμένη ανάμεσα στα ποιήματα σε πέντε “στάσεις – ψαλμούς” όπως η ίδια τις χαρακτηρίζει. Ρεαλισμός, δοσμένος εξαιρετικά, που δίνει την σιγουριά στον αναγνώστη – κριτή, να πει, πως η δημιουργός διαθέτει στόφα “γραφιά”.
Το έργο της Α. Μποτονάκη
Η αναμνήσεις του “παιδιού – πληγή” στα μάτια της, η φύση με τα στοιχεία της, η αγάπη για τα ζώα, η κοινωνική αδικία, η μάνα “δικαιολογημένη” καθώς ο νεκρός δεδικαίωται, ο θάνατος και η ανάγκη της για επικοινωνία με τους νεκρούς της, γίνεται στο σύνολό της μια όμορφη λογοτεχνική αποτύπωση.
«Η μητέρα είχε ανορεξία νευρική. Από παιδί.
Μεγάλωσε σε πλήρη ένδεια.
Το φαγητό ήτανε σπάνιο αγαθό.
Θαρρώ, το μίσησε από περηφάνεια…»
Το σήμερα, άλλωστε, διαμορφώνεται από το βιωμένο χθες. Έτσι, έχουμε την δυνατότητα ν’ αντικρίσουμε με χρονική απόσταση και ηθολογική διαμόρφωση τα περασμένα που μας διαμόρφωσαν σε αυτό που είμαστε. Φουρτουνιασμένη η ψυχή της Αντωνίας Μποτονάκη, από φουρτούνες και “ακραία καιρικά φαινόμενα”, που στην πλειοψηφία τους, η ίδια δεν διάλεξε. Μια ποιητική συλλογή βαθιά μπολιασμένη με συναισθήματα, όχι όμως νοσταλγίας, που είναι μεταμορφωμένη σε μια προσπάθεια μετάπλασης και δημιουργίας αληθινής γραφής. Η γλώσσα της φαινομενικά απλή, όμως βαθιά αλληγορική και ρεαλιστική, δίχως φόβο, όμως με πάθος, με δόσεις απλόχερης ευαισθησίας και καλά κρυμμένο ρομαντισμό.
« Να’ μια λοιπόν.
Μια ακόμα θηλυκιά.
Ίδια, όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες και οι σκύλες.
Κι ολόιδια, όπως αυτές,
δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου.
Ξανθιά
Πάει να πει: τα θέλει ο κώλος μου.
Κακότροπη κι αυθάδης
Γι’ αυτό από νωρίς
τη γλώσσα μου
την πέταξαν
στη γάτα»
Σε πρώτο πρόσωπο η βιωμένη πραγματικότητα, ως αλληλεπίδραση του υποκειμένου με τον εξωτερικό κόσμο. Αφομοιωμένη με τη γλώσσα και τις συλλογικές πεποιθήσεις, διαμορφώνει και υποστηρίζει τις ιδέες και την δική της πραγματικότητα, με αποτέλεσμα μια όμορφη λογοτεχνική δημιουργία.
«Χθες βράδυ, καθώς φύτευα
εξ επαφής μια σφαίρα στο κακό μου το κεφάλι
που αυτό έφταιγε για όλα
εκεί που δείχνει ο δείκτης, στο θυμήσου το
λες και μπορούσα να ξεχάσω.
Όχι πια σιωπή μα παύση. Πως ζει ένα πεσμένο φύλλο; Έτσι.
Κι όλοι ξέρουμε πως δε θα δούμε ποτέ
ένα πεσμένο φύλλο να υψώνεται».