Έκλεισε τα 90 η Μπριζίτ Μπαρντό -Σύμβολο του σεξ, αλλά “κακιά μαμά”
29/09/2024«Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Ο καταλληλότερος τίτλος για μια γυναίκα, μια σταρ, ένα σύμβολο του σεξ, που για δεκαετίες ενσάρκωνε το όνειρο εκατομμυρίων ανδρών σε όλο τον κόσμο και οι ταινίες της – ακόμη και οι αδιάφορες – ήταν το καλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της Γαλλίας. Η Μπριζίτ Μπαρντό, που συμπληρώνει σήμερα τα 90 της χρόνια και ζει εδώ και χρόνια απομονωμένη μαζί με τα ζώα της, γνώρισε τη δόξα, κατέστη ζωντανός θρύλος ήδη από τη δεκαετία του ‘50, ενώ ταυτόχρονα έφερε επανάσταση στη γυναικεία χειραφέτηση.
Η «Μπεμπέ», όπως τη λέγαμε στην ακμή της, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας για τον ερωτισμό που πήγαζε από την ανασηκωμένη μυτούλα της, τα υπέροχα μάτια της, με το ναζιάρικο περιφρονητικό βλέμμα της, τα σαρκώδη χείλη της, το αγαλματένιο κορμί της και θα είναι για πάντα το έμβλημα της Γαλλίας – το 1970 χάρισε τη μορφή της στο περίφημο άγαλμα της Γαλλικής Δημοκρατίας, την Μαριάν.
Η Μπριζίτ Μπαρντό δεν ήταν το θηρίο της υποκριτικής – απλώς μία καλή ηθοποιός. Είχε όμως, αυτό το αστέρι, που δύσκολα χαρίζει η φύση σε ανθρώπους, να μαγεύουν με μιας. Η κινηματογραφική μηχανή τη λάτρεψε και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες την έκαναν μούσα τους. Η ζωή της όμως, δεν είχε μόνο ευτυχισμένες στιγμές και ικανοποίηση, αλλά και δράματα, δυσκολίες, απόγνωση και τέσσερις γάμους, πολλές ερωτικές σχέσεις και την απόφασή της να αποσυρθεί από το θέαμα, μετά από 20 χρόνια στο καλλιτεχνικό στερέωμα κι ενώ, ήταν μόλις 39 ετών.
Η Μπριζίτ Μπαρντό γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, με πατέρα βιομήχανο και κοσμική μητέρα, που φρόντιζε την ανατροφή των παιδιών της. Η Μπριζίτ έλαβε αυστηρή μόρφωση στο πλευρό της αδελφή της, Μαρί Ζαν, ενώ από τη νηπιακή ηλικία της έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για το μπαλέτο. Το 1949 θα μπει στο Ωδείο του Παρισιού, ενώ ο πατέρας της που είχε πάθος με το σινεμά, του άρεσε να την κινηματογραφεί. Η οικογένειά της ανήκε στην υψηλή κοινωνία, και οι πολλές γνωριμίες στον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μόδας, θα φέρουν τη μικρή Μπριζίτ στα περιοδικά ELLE και Le Jardin des Modes, της Ελέν Λαζαρέφ, στενής φίλης της μητέρας της. Μέσα σε ένα χρόνο, η Μπαρντό θα κάνει το πρώτο της εξώφυλλο στο ELLE, ενώ ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεγκρέ θα την ξεχωρίσει και θα της προτείνει ένα ρόλο για μια ταινία του. Η ταινία τελικά δε γυρίστηκε, μα χάρις σε αυτή την περίσταση η Μπριζίτ γνώρισε έναν νέο βοηθό σκηνοθέτη, τον Ροζέ Βαντίμ, με τον οποίο ερωτεύτηκαν σφόδρα. Εκείνη ήταν 15 χρόνων και αυτός 22. Οι γονείς της δεν ενέκριναν τη σχέση τους και μάταια προσπάθησαν να τους χωρίσουν.
Το 1952, ο σκηνοθέτης Ζαν Μπουαγιέ θα της προσφέρει έναν μικρό ρόλο, τον πρώτο της, στην ταινία του «Le trou normand» με τον Μπουρβίλ, ενώ αμέσως μετά, θα παίξει και στο φιλμ του Γουιλί Ροζιέ «Manina la fille sans voiles». Μόλις έγινε 18 και ο πατέρας της έδωσε την συγκατάθεσή του να παντρευτεί τον Βαντίμ, η Μπριζίτ θα κάνει τον πρώτο της γάμο. Το 1953 θα εμφανιστεί για πρώτη και τελευταία φορά στο θεατρικό σανίδι, παίζοντας Ανουίγ, ενώ θα εμφανιστεί και στο φιλμ «Κίτρινο Διαβατήριο». Αυτό, όμως, που θα άλλαζε άρδην το μέλλον της, είναι η εμφάνισή της στο φεστιβάλ Καννών, επισκιάζοντας όλες τις σταρ της εποχής και κλέβοντας όλα τα φλας των φωτογράφων στην Κρουαζέτ. Ο Κερκ Ντάγκλας θα προσπαθήσει να την πάρει μαζί του στο Χόλιγουντ, χωρίς επιτυχία, δεδομένου ότι υπήρχε και ο έρωτας με τον Βαντίμ.
Έτσι, μετά από αρκετές ταινίες, που αποτελούσαν σταθερά βήματα προς την καταξίωση, θα έρθει το 1956, χρονιά ορόσημο, καθώς ο Βαντίμ γυρίζει την κλασική πια αισθηματική κομεντί «Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα», στην οποία η Μπριζίτ ερμήνευε μία απελευθερωμένη κοπέλα σε ένα ψαροχώρι της Κυανής Ακτής και τον ερωτικό πόθο που είχε ανάψει ανάμεσα στον ηλικιωμένο Κουρτ Γιούργκενς και τον νεαρό Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Μία τολμηρή ταινία της εποχής – η σκηνή που η Μπεμπέ κάνει γυμνή ηλιοθεραπεία πίσω από ένα σεντόνι, θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας – για την οποία ο Βαντίμ θα πει ότι «η Ζιλιέτ-Μπριζίτ είναι ένα κορίτσι που αποτινάσσει κάθε αίσθημα ενοχής, κάθε ταμπού που της επιβάλλει η κοινωνία». Η ταινία θα περάσει σχεδόν απαρατήρητη στη Γαλλία, αλλά θα κάνει γκραν σουξέ στις ΗΠΑ. Το περιοδικό Life θα γράψει χαρακτηριστικά: «Μετά το Άγαλμα της Ελευθερίας, καμία Γαλλίδα δεν έγινε τόσο διάσημη στην Αμερική». Έτσι, η ταινία θα επιστρέψει ως τεράστια επιτυχία στην Ευρώπη και θα γεννήσει το νέο ερωτικό σύμβολο του κινηματογράφου.
Ο Τρεντινιάν και ο γιος
Μετά τον χωρισμό της από τον Βαντίμ, θα συνάψει σχέση με τον Τρεντινιάν και αυτός θα είναι ένας από τους πιο θυελλώδεις έρωτές της. Όπως είχε πει η ίδια, «ο Ζαν Λουί με ήθελε ατόφια, γυμνή, φυσική, απλή, πρωτόγονη. Μου μάθαινε την κλασική μουσική, η οποία είχε αντικαταστήσει στο πικάπ του καμαρινιού μου το τσα-τσα! Μου μάθαινε τον έρωτα τον έντονο, τον ολοκληρωτικό! Την εξάρτηση μιας γυναίκας από τον άντρα που αγαπάει…»
Περιφρονώντας την Αμερική – αργότερα θα πει ότι απεχθάνεται κάθε τι αμερικάνικο – θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες για να έρθει η ώρα να συμπρωταγωνιστήσει με το ιερό τέρας του γαλλικού σινεμά Ζαν Γκαμπέν στο σκανδαλώδες αισθηματικό δράμα «Υβέτ, το Κορίτσι της Ακολασίας» του Κλωντ Ωτάντ Λαρά, ένα φιλμ κλασικό πια, για τη γαλλικό σινεμά. Το 1959 η Μπαρντό θα γυρίσει το φιλμ «Η Μπαμπέτ Πάει στον Πόλεμο», με τον Φρανσίς Μπλανς και έναν ηθοποιό που απαίτησε η ίδια να συμπρωταγωνιστήσει, τον Ζακ Σαριέ, με τον οποίο παντρεύτηκαν τον ίδιο χρόνο. Το 1960 η γέννηση του γιου της, Νικολά, θα γίνει παγκόσμια ειδηση.
Oμως η Μπαρντό δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα. Δυο χρόνια μετά χωρίζει με τον Σαριέ και του δίνει την πλήρη κηδεμονία του παιδιού, το οποίο βλέπει μόνον μια-δυο φορές το χρόνο. Έχει πλέον εγγόνια και δισέγγονα από τον Νικολά, αλλά η σχέση τους δεν έγινε ποτέ η παραδοσιακή σχέση μάνας και γιου. Για τα εγγόνια της είπε: «Όχι, δεν είμαι η κλασική καλή γιαγιά. Αυτές (οι εγγονές της) ζουν στη Νορβηγία με τον πατέρα τους, δεν μιλάνε καν γαλλικά και δεν μας δίνεται η ευκαιρία να συναντιόμαστε».
Η απόπειρα αυτοκτονίας
Το 1960 θα προβληθεί η ταινία “Η Αλήθεια” του μέγιστου Ανρί Ζορζ Κλουζό, ο οποίος θα την υποβάλει σε επίπονα γυρίσματα, τα οποία θα την κουράσουν ψυχικά, καθώς έπρεπε ταυτόχρονα να μεγαλώνει και το παιδί της. Ταυτόχρονα, θα δεχθεί σοβαρό πλήγμα από την προδοσία του γραμματέα της, ο οποίος θα αποκαλύψει διάφορα μυστικά της στον Τύπο, που θα την πολιορκήσει ασφυκτικά, όπως και οι εξαγριωμένοι θαυμαστές της, σπρώχνοντας την Μπαρντό στα όριά της. Θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, πέφτοντας σε κώμα και επιζώντας από θαύμα.
Η κινηματογραφική συνάντησή της με το «τρομερό παιδί της Νουβέλ Βαγκ», τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, αλλά και τον υπέροχο ηθοποιό Μισέλ Πικολί, θα την φέρει πρωταγωνίστρια στο θρυλικό φιλμ «Η Περιφρόνηση», την καλύτερη ταινία της καριέρας της. Η Μπαρντό αργότερα παραδέχθηκε ότι ποτέ δεν κατάλαβε αληθινά το πνεύμα του αριστουργηματικού σεναρίου της ταινίας, αλλά ότι το διασκέδασε στα γυρίσματα.
Θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες, μεταξύ των οποίων και δυο με τον Λουί Μαλ, ενώ το 1966 θα δεχθεί την πρόταση του Γερμανού πλαϊμποϊ Γκίντερ Ζακς να παντρευτούν. Τον επόμενο χρόνο θα έχει ένα φλογερό ειδύλλιο με τον αντισυμβατικό Σερζ Γκένσμπουργκ, θα γίνει η μούσα του και αυτός θα γράψει μια δεκάδα τραγούδια για εκείνην, που θα γίνουν τεράστιες επιτυχίες.
Το 1973, έχοντας ολοκληρώσει τα γυρίσματα για την τελευταία της ταινία, έπειτα από 21 χρόνια στον χώρο και μην αντέχοντας την υπερέκθεση, θα αποφασίσει να αποσυρθεί οριστικά από το θέαμα και να αφοσιωθεί στο πάθος της για την υπεράσπιση των ζώων, ιδρύοντας και ένα ίδρυμα. Στις 16 Αυγούστου 1992, η Μπαρντό παντρεύτηκε για τέταρτη φορά, στη Νορβηγία, τον Μπερνάρ ντ’ Ορμάλ, ένα βιομήχανο πρώην σύμβουλο του Εθνικού Συναγερμού, με τον οποίο ζει πλέον απομονωμένη στον Σαιν-Τροπέ, αν και ορισμένες δηλώσεις της, όπως η στήριξη στο κόμμα της Λεπέν, θα προκαλέσουν αίσθηση.
Η Μπεμπέ, έχοντας ζήσει τα πάντα, θα στραφεί στα ζώα, δείχνοντας την απογοήτευσή της από τους ανθρώπους και την περιφρόνησή της για την εικόνα, την επιφάνεια, όλα αυτά που την έκαναν θρύλο και την πλήγωσαν ανεπανόρθωτα. Όπως έχει πει και η ίδια: «Έχω υπάρξει πολύ ευτυχισμένη, πολύ πλούσια, πολύ όμορφη, πολύ παινεμένη, πολύ διάσημη και πολύ δυστυχισμένη. Τα ζώα δεν με έχουν προδώσει ποτέ. Είναι εύκολα θηράματα, όπως ήμουν εγώ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου. Έτσι, νιώθουμε τα ίδια πράγματα. Τα αγαπώ.»