ΘΕΜΑ

Η γεωπολιτική διάσταση του “Όχι”

Η γεωπολιτική διάσταση του "Όχι", Κωνσταντίνος Γιαννακός

Στο προηγούμενο άρθρο εξηγήθηκε γιατί δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο το Έπος του 1940 και ότι μία ελληνική συνθηκολόγηση με την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου ή μία γρήγορη κατάρρευση της άμυνας, ήταν δύο εξίσου πιθανά ενδεχόμενα. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η υλοποίηση οποιουδήποτε εκ των δύο σεναρίων θα άλλαζε τη γεωπολιτική δυναμική του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ποιές θα ήταν οι επιπτώσεις αναφορικά με τη διάρκεια και εξέλιξή του.

Σε αντίθεση με την Αλβανία, η Ελλάδα ήταν ένα από τα παλαιότερα ανεξάρτητα ευρωπαϊκά κράτη, με εντυπωσιακή πρόσφατη πολεμική ιστορία, οπότε μία ελληνική συνθηκολόγηση θα αύξανε το διεθνές κύρος της Ιταλίας. Αυτό πέραν του γεγονότος ότι θα καθιστούσε την τελευταία την μόνη κυρίαρχη δύναμη στη χώρα, θα της επέτρεπε επιπλέον να κυριαρχήσει στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές μειωμένου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος για τη Γερμανία.

Η Γιουγκοσλαβία θα απομονώνονταν πολιτικά και γεωγραφικά και θα υπέκυπτε σε κάθε αξίωση των δυνάμεων του Άξονα. Ο διαμελισμός της θα συνέβαινε κάποια στιγμή, λόγω των φυγόκεντρων δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί στο εσωτερικό της χώρας και των εδαφικών αξιώσεων των γειτονικών χωρών. Η Βουλγαρία θα συντάσσονταν ούτως ή άλλως με τις αναθεωρητικές δυνάμεις, αλλά δεν θα συμμετείχε σε πρώτη φάση ως μία από τις δυνάμεις κατοχής της Ελλάδας. Εάν επενέβαινε σε μεταγενέστερο χρόνο, θα ήταν υπό άλλους όρους και αναλόγως των εξελίξεων στα υπόλοιπα μέτωπα, προκειμένου να απελευθερωθούν ιταλικές ή γερμανικές δυνάμεις. Η Τουρκία θα παρέμενε ουδέτερη ασκώντας τη γνωστή καιροσκοπική πολιτική. 

Στον στρατιωτικό τομέα, η ελληνική μη-αντίσταση θα εξασφάλιζε ότι το υπάρχον ιταλικό υλικό δεν θα καταπονούνταν. Επίσης οι επιπρόσθετες δυνάμεις που τελικά αναπτύχθηκαν στο Ελληνοϊταλικό μέτωπο θα μπορούσαν να διατεθούν στη Βόρεια Αφρική εναντίον των Βρετανών. Στη λαϊκή μνήμη έχει καθιερωθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι ο Ελληνικός Στρατός της περιόδου ήταν περίπου άοπλος. Η πραγματικότητα είναι ότι ναι μεν δεν διέθετε σύγχρονα μέσα, όπως άρματα μάχης ή μεγάλες ποσότητες από αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, αλλά ήταν αρκετά καλά εξοπλισμένος για τα δεδομένα μιας βαλκανικής χώρας.

Σύμφωνα με το ΓΕΣ, με την έναρξη του πολέμου ο Ελληνικός Στρατός διέθετε 459.650 τυφέκια, 4.832 πολυβόλα, 12.200 οπλοπολυβόλα, 315 όλμους 81 χιλιοστών, 905 πυροβόλα μάχης διαφόρων διαμετρημάτων, 190 αντιαεροπορικά πυροβόλα και 24 αντιαρματικά πυροβόλα. Από άποψη αποθεμάτων ο στρατός διέθετε τρόφιμα για 50, καύσιμα για 45 και νομή για 30 ημέρες. Είναι αλήθεια ότι μεγάλο μέρος των υλικών ήταν πεπαλαιωμένο και καταπονημένο, αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ολόκληρο ή μεγάλο μέρος του θα περιέρχονταν άθικτο στα χέρια των κατακτητών, επιτρέποντάς του να ενισχύσει άμεσα το οπλοστάσιό του.

Ποια η κατάσταση στα μέτωπα

Αναφορικά με την κατάσταση στα άλλα μέτωπα θα δημιουργούνταν μια σειρά θετικών και αρνητικών συνεπειών για τους Συμμάχους. Οι ιταλικές κτήσεις στην Ανατολική Αφρική (Ιταλική Σομαλία, Ιταλική Ερυθραία και Αιθιοπία) ήταν καταδικασμένες, μιας και τα στρατεύματά τους ήταν αποκομμένα από οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια, άρα οποιαδήποτε στάση της Ελλάδας δεν θα άλλαζε το τελικό αποτέλεσμα. Η βρετανική νίκη εξασφάλιζε τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό και αποστολή ενισχύσεων στις δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, έστω και εάν απαιτούνταν περισσότερος χρόνος λόγω του περίπλου της Αφρικής.

Από την άλλη πλευρά η μη-ανάπτυξη βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα, θα είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνουν στη Διοίκηση της Μέσης Ανατολής τα στρατεύματα της “Δύναμης W” (Βρετανική 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και 6η Αυστραλιανή Μεραρχία, μαζί με μονάδες υποστήριξης ΔΜ). Είναι πολύ πιθανόν τα στρατεύματα αυτά να εκπλήρωναν τους αντικειμενικούς σκοπούς της “Επιχείρησης Πυξίδα” (Compass), που ήταν η εκδίωξη των Ιταλών από τη Λιβύη, πριν την άφιξη ενισχύσεων από την μητρόπολη και την πλήρη ανάπτυξη του Deutches AfrikaKorps (DAK) υπό τον Ρόμελ και αεροσκαφών της Luftwaffe. Μία ιταλική κατάρρευση στη Βόρεια Αφρική θα προκαλούσε μεγάλα πολιτικά προβλήματα στον Μουσολίνι, όπου ήδη το καθεστώς αντιμετώπιζε λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω του πολέμου.

Βέβαια μία κατοχή της Ελλάδας από τον Οκτώβριο – Νοέμβριο 1940 είναι πολύ πιθανό να ανέτρεπε τις εύθραυστες ισορροπίες στη Μεσόγειο. Εάν γίνει δεκτό ένα σενάριο ευνοϊκό για τους Βρετανούς, δηλαδή επιτυχία της Compass, τότε πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι Γερμανοί θα επενέβαιναν στην Τυνησία, προκειμένου να αποτρέψουν πιθανή αποσκίρτηση στους Ελεύθερους Γάλλους του Ντε Γκολ των δυνάμεων του Βισύ που στάθμευαν στη χώρα και για να διατηρήσουν ένα προγεφύρωμα στη Βόρεια Αφρική. Από εκεί και μετά είναι παρακινδυνευμένο να υποθέσει κανείς εάν οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν και τις υπόλοιπες γαλλικές κτήσεις στο Μαγκρέμπ και ποια στάση θα τηρούσαν τα εκεί στρατεύματα.

Η μετατροπή αυτών σε γερμανικές κατακτήσεις θα έθετε το δίλημμα στους Αμερικανούς τον επόμενο χρόνο, εάν θα διενεργούσαν απευθείας αποβάσεις σε κάποιες ακτές, όπως έκαναν με την «Επιχείρηση Πυρσός» (Torch), ή εάν θα έστελναν τα στρατεύματά τους γύρω από την Αφρική προκειμένου να δημιουργήσουν κοινό μέτωπο με τους Βρετανούς. Βέβαια εάν είχε κάτι αποδειχθεί από την καταστροφική “Επιχείρηση Ιωβηλαίο” (Jubilee), την επιδρομή στη Διέπη τον Αύγουστο 1942, ήταν ότι μια απευθείας αποβατική ενέργεια εναντίον οχυρωμένων παράκτιων θέσεων ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Οπότε εάν τα άπειρα, ελλιπώς εκπαιδευμένα και κακά διοικούμενα Αμερικανικά στρατεύματα δοκίμαζαν να αποβιβαστούν σε ακτές του Μαρόκου και της Αλγερίας που τις υπεράσπιζαν Γερμανοί, τότε δεν μπορούσε να θεωρηθεί εξασφαλισμένη η επιτυχία τους.

Στο δυσμενές για τους Βρετανούς σενάριο, όπου αποτύγχανε η Compass (όπως και έγινε), ακόμη και επιπλέον ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις δεν  θα κατάφερναν να αλλάξουν τη στρατηγική κατάσταση στην περιοχή. Οι Βρετανοί συγκέντρωναν ικανές δυνάμεις στην περιοχή, ενώ οι αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις τους δεν θα είχαν φθαρεί από την εκστρατεία στην Ελλάδα και τη Μάχη της Κρήτης. Επιπρόσθετα, με τους Ιάπωνες να μην έχουν εισέλθει ακόμη στον πόλεμο, είχαν την “πολυτέλεια” να αποστείλουν Ινδικές Μεραρχίες. Αυτές, αν και θα ήταν ελλιπώς εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες εν τούτοις θα αναλάμβαναν καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας σε Ιράκ, Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο, κλπ, αποδεσμεύοντας αντίστοιχους σχηματισμούς.

Οι Ιταλοί ενώ θα είχαν τη δυνατότητα να αποστείλουν νέες μεραρχίες εξοπλισμένες με τον οπλισμό του Ελληνικού Στρατού, αυτοί θα ήταν σχηματισμοί απλού πεζικού, δηλαδή τελείως ακατάλληλοι για πόλεμο στην έρημο. Άλλωστε το μείζον πρόβλημα κατά την προέλαση της ιταλικής 10ης Στρατιάς στην Αίγυπτο δεν ήταν η έλλειψη μάχιμων τμημάτων, αλλά η αδυναμία υποστήριξής τους, κυρίως σε νερό. Οι Γερμανοί εφόσον θα είχαν ξεκινήσει την “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα”, δεν θα μπορούσαν να διαθέσουν επαρκείς μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες μεραρχίες και επιπλέον αεροσκάφη για να “ξηλώσουν” τη βρετανική παρουσία στη Μέση Ανατολή. 

Η σημασία της ελληνικής στάσης

Ερώτημα είναι εάν μετά από μία αναίμακτη κατάληψη της Ελλάδας, ο Άξονας θα επιχειρούσε την κατάληψη της Μάλτας, προκειμένου να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ Ιταλίας – Βόρειας Αφρικής και να καταστήσει απαγορευτικό για τους Βρετανούς το διάπλου της Μεσογείου. Το νησί ήταν ένα μόνιμο αγκάθι στα πλευρά τους και το “Σχέδιο Ηρακλής” (Unternehmen Herkules και Operazione C3) προέβλεπε μια αεροναυτική επιχείρηση κατάληψης της Μάλτας, το οποίο δεν εφαρμόστηκε. Με δεδομένο όμως το μικρό μέγεθος του νησιού, το ανώμαλο και πετρώδες έδαφος, τις ακατάλληλες ακτές απόβασης, τον αριθμό και καλή οργάνωση των βρετανικών δυνάμεων και την επάρκεια των αμυντικών έργων, τότε δεν ήταν καθόλου σίγουρη η επιτυχής κατάληψή του. 

Στην πραγματικότητα η στάση της Ελλάδας επηρέαζε άμεσα την “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα”. Όσοι υποστηρίζουν ότι οι ασυνήθιστες βροχές της άνοιξης 1941 επέβαλαν την αναβολή της επιχείρησης και ότι η εκστρατεία στα Βαλκάνια έλαβε τόσο γρήγορα τέλος που δεν ανέτρεψε τα γερμανικά χρονοδιαγράμματα, έχουν εν μέρει δίκιο. Παραβλέπουν ότι οι μονάδες και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν έπρεπε να αναπροσανατολίσουν το μέτωπό τους και να μετακινηθούν οδικώς σε νέους χώρους συγκέντρωσης – εξόρμησης. Ακολούθησε η άμεση εμπλοκή τους στην εισβολή σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία.

Αμέσως μετά τη λήξη της εκστρατείας ανέστρεψαν το μέτωπο και επιτέθηκαν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Επειδή η πραγματική ζωή δεν είναι βιντεοπαιχνίδι, όλα τα παραπάνω προκάλεσαν μεγάλη φθορά στα μηχανήματα και κόπωση στους συμμετέχοντες. Βασικότερο όλων είναι ότι κατανάλωσαν μέρος των διαθέσιμων αποθεμάτων σε πυρομαχικά, ανταλλακτικά και κυρίως πετρελαιολιπαντικά, τα οποία δεν είχαν προλάβει να αναπληρωθούν μέχρι την έλευση του χειμώνα. Στα προβλήματα των Γερμανών πρέπει να προστεθούν και οι μεγάλες απώλειες λόγω Κρήτης, σε μεταφορικά αεροσκάφη, ανεμόπτερα και πάνω απ’ όλα εκπαιδευμένους πιλότους. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στην βαλκανική εκστρατεία χρησιμοποιήθηκε δυσανάλογα μεγάλος αριθμός τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων, οι οποίες αποτελούσαν πολύ μικρό μέρος της Βέρμαχτ άσχετα πώς τις παρουσίαζε η προπαγάνδα.

Ο ρυθμός προέλασης του συντριπτικού όγκου των δυνάμεων εισβολής ήταν ο ίδιος με της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα. Άρα αυτές οι επιπλέον εβδομάδες που σπαταλήθηκαν στην Ελλάδα, οι κουρασμένοι μαχητές με τα φθαρμένα άρβυλα και τα πρησμένα πόδια, τα ακινητοποιημένα φορτηγά, τα χαλασμένα άρματα μάχης λόγω ελλιπούς συντήρησης και τα βαρέλια με καύσιμα που είχαν καταναλωθεί στην προέλαση μέχρι το Ταίναρο, έκαναν όλη τη διαφορά και αντί να καθίσει ο Στρατάρχης Φέντορ φον Μποκ στην καρέκλα του Στάλιν στο Κρεμλίνο, κατέληξε να βλέπουν οι Γερμανοί με τα κιάλια κάποια ψηλά κτίρια της Μόσχας.

Η γεωπολιτική διάσταση του ΟΧΙ

Τι θα άλλαζε όμως εάν οι Γερμανοί είχαν καταφέρει να κερδίσουν τη Μάχη της Μόσχας; Όλα και τίποτα. Με δεδομένη τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Ιαπωνία, την ξεκάθαρη ήττα των τελευταίων στη Μάχη του Χαλχίν Γκολ το 1939, τις τεράστιες άμεσες ανάγκες τους σε πρώτες ύλες και κυρίως πετρέλαιο, τότε είναι σίγουρο ότι θα είχε υπάρξει το χτύπημα στο Περλ Χάρμπορ και η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, όπως και η κήρυξη του πολέμου στις ΗΠΑ από τον Χίτλερ. Είναι απίθανη μία κατάρρευση της θέλησης των Σοβιετικών για αντίσταση, διότι είχαν ήδη μετακινήσει κρατικές υπηρεσίες και πληθυσμό στο Κουιμπίσεφ, πολύ μακριά από τους προελαύνοντες Γερμανούς.

Ο χειμώνας 1941 – 1942 ήταν εξαιρετικά βαρύς και οι Γερμανοί ήταν ανέτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν. Ακόμα και με τη Μόσχα στην κατοχή τους, θα αναγκάζονταν κάποια στιγμή στις αρχές του 1942 να την εγκαταλείψουν και να ακολουθήσουν μια γενικότερη σύμπτυξη, ευθυγραμμίζοντας το μέτωπό τους λόγω αδυναμίας υποστήριξης. Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι μεγάλο μέρος των εφεδρικών Σιβηρικών μεραρχιών θα είχαν ήδη δεσμευθεί για την άμυνα της Μόσχας, με αποτέλεσμα η σοβιετική αντεπίθεση να μην έχει το εύρος και αποτελεσματικότητα που είχε στην πραγματικότητα. Το 1942 οι Γερμανοί θα ξεκίναγαν την θερινή επίθεσή τους από ευνοϊκότερες θέσεις, αλλά ακόμη και εάν έπεφτε το Στάλινγκραντ και είχαν περισσότερες διαθέσιμες δυνάμεις στον Καύκασο, στρατηγικά δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν στη Σοβιετική Ένωση. 

Το κρίσιμο έτος του πολέμου ήταν το 1943 και το σημαντικότερο γεγονός δεν ήταν στρατιωτικό. Ο πόλεμος κρίθηκε από την απόφαση των Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ στην Καζαμπλάνκα να μην δεχθούν τίποτε λιγότερο από την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα της τιτάνιας σύγκρουσης να ήταν προδιαγεγραμμένο, αλλά όπως εξηγήθηκε, οι δυνάμεις του Άξονα θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση εάν η Ελλάδα είχε παραδοθεί αμαχητί, ή καταρρεύσει μετά από σύντομο χρονικό διάστημα. Έχοντας πει τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι οι μάχες σε όλα τα μέτωπα θα εξελίσσονταν με άλλο τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο. Αυτό σήμαινε ότι μέχρι να λήξει ο πόλεμος θα σκοτώνονταν πολλοί περισσότεροι Σύμμαχοι και αντίπαλοί τους.

Ειδικά οι Αμερικανοί θα έπρεπε να επιστρατεύσουν μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού τους, με αποτέλεσμα εντονότερη δυσφορία της κοινής γνώμης και θυμό απέναντι στον εχθρό. Όμως ένας πόλεμος που θα μαίνονταν στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1945 με μια Γερμανία να αψηφά τους πάντες, σημαίνει ότι με βάση την στρατηγική επιλογή για νίκη πρώτα επί της Γερμανίας («Germany first») στις 6 και 9 Αυγούστου τα πυρηνικά μανιτάρια θα εμφανίζονταν πάνω από το Βερολίνο και τη Νυρεμβέργη και όχι τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Είναι κάτι που θα πρέπει να σκεφτούν όσοι ελαφρά τη καρδία απορρίπτουν τις θυσίες της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

1 ΣΧΟΛΙΟ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια

Πολλά μπορούν να ειπωθούν για να στηρίξουν την μία ή την άλλη απόψη σχετικά με το εάν η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο επηρέασε πολύ, λίγο ή καθόλου την έκβασή του (κατά τη γνώμη μου επρόκειτο για ένα περιστασιακό περιφερειακό επισόδειο από αυτά που συμβαίνουν σε όλους τους πολέμους, χωρίς… Διαβάστε περισσότερα »

1
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx