Ο δημιουργός της “Παξιμαδοκλέφτρας” σκιτσάρει τον Μουσολίνι…
28/10/2024Στις 25 Δεκεμβρίου 1940, ενώ η Ελλάδα πολεμά εναντίον των Ιταλών φασιστών, δημοσιεύεται στην εφημερίδα “Η Πρωΐα”, σε ζωνάρι κάτω από τον τίτλο της σειρά σκίτσων για τη δράση του Ιταλού ηγέτη του φασιστικού κόμματος Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini, 1883-1945).
Εκδότης της εφημερίδας από το 1925 ήταν ο πολιτικός επιστήμων Στέφανος Ι. Πεσμαζόγλου (1901-1992;) και δημιουργός των σκίτσων του Μουσολίνι ο Κωστής Μπέζος (1905-1943). Η συντηρητική στον προσανατολισμό της εφημερίδα αναβίωνε το ομώνυμο από το 1879 επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Θεόδωρου Π. Δηληγιάννη (1824-1905) και του κόμματός του που είχε τερματίσει τον βίο της το 1905, όπως και ο δολοφονημένος πολιτικός της. Αυστηρή και συνεπής, τυπωνόταν σε ιδιόκτητες τυπογραφικές και τεχνικές εγκαταστάσεις στη στοά Πεσμαζόγλου, που διατηρεί το όνομά της, στην οδό Πανεπιστημίου 39.
Η οικογένεια του πατέρα του Στέφανου, του τραπεζίτη, επιχειρηματία και πολιτικού Ιωάννη Γ. Πεσμαζόγλου (1857-1906) είχε την κατοικία της στη σχεδιασμένη το 1893 από τον Ernst Ziller (1837-1923), με τον οποίον σκόπευε ο Πεσμαζόγλου να συνεταιριστεί για την εγκατάσταση ανά την Αθήνα υδατοφρακτών στην (ανύπαρκτη σήμερα) πολυκατοικία στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας-Ηρώδου Αττικού και το ταφικό μνημείο της, φιλοτεχνημένο το 1936 από τον Ιταλό γλύπτη Francesco Jerace (1853/4-1937), στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών.
Ο δημιουργός της “Παξιμαδοκλέφτρας”
Γεννημένος σε χωριό της Κορινθίας, ο Κωστής Μπέζος υπήρξε χαρισματικός. Εκτός από σκιτσογράφος, με συμμετοχή σε εκθέσεις του Συνδέσμου Σκιτσογράφων Αθηναϊκών Εφημερίδων, ήταν ποιητής, συνθέτης, κιθαριστής, τραγουδιστής, ηθοποιός, επιθεωρησιογράφος, πεζογράφος. Στη δεκαετία του 1930, έχοντας μάθει να παίζει την ιδιότυπη κιθάρα της τότε μόδας “χαβάγια”, επικεφαλής και της εννεαμελούς ορχήστρας “Άσπρα Πουλιά”, ηχογράφησε ρεμπέτικα τραγούδια, ενώ χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Α.[ντώνης] Κωστής.
Ορισμένα τραγούδια του συμπεριλήφθηκαν και σε δίσκους για τους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής. Τον ανακάλυψε αργά, τη δεκαετία του 1990, ο μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού, πολιτικός μηχανικός-πολεοδόμος Παναγιώτης Κουνάδης (γ. 1943), ο οποίος έγραψε για τον Μπέζο στο περιοδικό “Δίφωνο” (τχ. 7, Απρίλιος 1996). Στον Κωστή Μπέζο μάθαμε ότι ανήκει η γνωστή “Παξιμαδοκλέφτρα”.
Εμφανίσιμος, γόης, περιζήτητος στις παρέες, πνευματώδης. Ο δημοσιογράφος Δημήτριος (Μήτσος) Μοσχονάς (1879-1940), που τον είχε συναντήσει στην εφημερίδα “Ακρόπολις”, αφηγείται στο βιβλίο του “Σαράντα χρόνια στις εφημερίδες” (Αθήνα 1940) το εξής περιστατικό: «Μια φορά ο σκιτσογράφος Μπέζος, που εργαζόταν στην “Ακρόπολι”, έκανε το σκίτσο του για το γραφείο του αρχισυντάκτου της εφημερίδος. Αλλά μόλις το είδε ο Βουτσινάς [ο Γεώργιος Βουτσινάς, 1874-1938], έγινε θηρίο. Εγώ δεν έχω άσπρα μαλλιά, εμούγκρισε στο Γρηγορίου [τον Μάνο Γρηγορίου, 1904-1947]. Ο Μπέζος το έκανε επίτηδες. Να βγάλης το σκίτσο από το γραφείο σου, σε παρακαλώ πολύ, και να παύσης τον Μπέζο. Εγώ έχω γκρίζα μαλλιά!
»Αλλά πώς να παύση τον Μπέζον ο Γρηγορίου; Από το ένα μέρος ο θυμός του διευθυντού τον ετρόμαζε. Εσκέπτετο όμως από το άλλο ότι θα έμενε ένας άνθρωπος χωρίς δουλειά, και αδίκως μάλιστα. Και όταν ο Μπέζος επήγε στο γραφείο του, τον εφώναξε: Πάρε, βρε άτιμε, το σκίτσο, του υπέδειξε, και κάνε τα άσπρα μαλλιά γκρίζα, γιατί μ’ έβαλες σε μπελάδες! Η μεταβολή έγινε και όταν την άλλη ημέρα είδε ο Βουτσινάς το σκίτσο έμεινεν ευχαριστημένος. Μάλιστα, αυτό ναι! είπε με το χαριτωμένο του μειδίαμα, είνε το σκίτσο μου. Έχει τα γκρίζα μαλλιά μου. Δεν πιστεύω να έδιωξες τον Μπέζο. Μα ούτε κουβέντα του έκανα, ανέφερεν ο Γρηγορίου. Λέω να του αυξήσω τον μισθό. Και πρέπει, ετόνισεν ο αρχισυντάκτης του. Έχει και… το κοστούμι του απλήρωτο στον ράφτη. Να παραγγείλη και άλλο κοστούμι, και να πης στον διαχειριστή να τα πληρώση και τα δύο. Του τα κάνει δώρο η εφημερίς».
Από τους τελευταίους μποέμ
Ένας επίμονος βήχας δεν υποχωρούσε και με τον καιρό ο όμορφος νέος αδυνάτιζε. Χτυπημένος από τη φυματίωση το 1938, κλείστηκε στη “Σωτηρία”. Δεν έμεινε πολύ, καταλήγοντας σε δωμάτιο υγρό, στο προάστιο της Αγίας Παρασκευής. Υπέφερε, παρακαλώντας τον γιατρό του, που του είχε επιτρέψει στο τέλος να τρώει ό,τι ήθελε, να του δώσει φάρμακο για να λυτρωθεί. Εκείνος τού έδινε κουράγιο, ότι θα γινόταν καλά μέχρι την άνοιξη που δεν την πρόλαβε…
Από σημείωμα του φίλου του Κώστα Βάρναλη (1884-1974) στην εφημερίδα “Η Πρωΐα”, στις 16 Ιανουαρίου 1943, ενταγμένο στον τόμο με χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη “Φέιγ βολάν της Κατοχής” (επιλογή-επιμέλεια Γιώργος Ζεβελάκης, επιλεκτική εργοβιογραφία Αλέξανδρος Αργυρίου – Δημήτρης Ποσαντζής, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007), αντλήσαμε τις παραπάνω πληροφορίες. Είχε διάθεση για ζωή έως το τέλος: το 1942 έλαβε μέρος στην απολεσθείσα κινηματογραφική ταινία “Μάγια η τσιγγάνα” (σενάριο-σκηνοθεσία Γιάννη Χριστοδούλου), χωρίς να τη δει ολοκληρωμένη.
Ο Βάρναλης μνημονεύει ότι ο Μπέζος βαρυγκωμούσε, λέγοντας ότι δεν είχε τίποτα μέσα στο κεφάλι του, όταν τα βράδια στα γραφεία της “Πρωΐας” έπρεπε να στρωθεί για να βγάλει το ημερήσιο γελοιογραφικό σκίτσο του. Το ετοίμαζε γρήγορα και το παρέδιδε, σπαρταριστό. Εύκολα σκάρωνε κωμικές συνθέσεις και έγραφε σατιρικούς στίχους. Μόλις ερχόταν η ώρα της αμοιβής του, εξαφανιζόταν μαζί της.
Κορόιδο Μουσολίνι
Ανέμελος, σύχναζε κατόπιν σε αθηναϊκά νυχτερινά κέντρα, διασκεδάζοντας το κοινό τους. Ταξίδευε με ομοτέχνους του σε καλλιτεχνικές περιοδείες ανά την Ελλάδα, στην Αίγυπτο και στην Κωνσταντινούπολη, μαζεύοντας όσα θα ξόδευε τον επόμενο καιρό, για να επιστρέψει με γκρίνια στα γελοιογραφικά σκίτσα.
Έφυγε στις 14 Ιανουαρίου 1943 και τάφηκε στο Γ΄ Κοιμητήριο Αθηνών. Σαν μνημόσυνο φίλοι του οργάνωσαν έκθεση καλλιτεχνικών ενθυμημάτων του, σε αίθουσα του κέντρου της Αθήνας, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1943. Και το πιο αναπάντεχο: χωρίς να έχει πάει στην Αμερική ο Μπέζος, στις 7 Ιανουαρίου 2017 η Apple κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα διαφημιστικό της, στο οποίο ακούγεται το τραγούδι του Κώστα Μπέζου “Πάμε στη Χονολουλού”!
Στη σειρά σκίτσων του με τον Μουσολίνι, ο Κωστής Μπέζος τον παρουσιάζει πρώτα στην Ελβετία, όπου είχε καταφύγει για να αποφύγει να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του. Στη συνέχεια, ο Μουσολίνι απεικονίζεται σαν ξυπόλητος ζητιάνος στην πορεία προς τη Ρώμη με τους μελανοχίτωνες, κατόπιν ξαπλωμένος πάνω σε 8.000.000 ιταλικές λόγχες που θα τις έστελνε εναντίον των Ελλήνων, αν δεν του παρέδιδαν τη χώρα τους, έπειτα δεσμοφύλακα της Αβησσυνίας και της Αλβανία. Στο τέλος όμως, ο Μουσολίνι καταλήγει δέσμιος του Έλληνα φαντάρου.