Η φτωχοποίηση τρέφει την βία…
01/11/2024Ο ανθρώπινος στοχασμός πάλευε και συνεχίζει να παλεύει ανάμεσα σε δύο βασικές πολιτικές φιλοσοφίες: αφενός στην παραδοχή μίας και μοναδικής πραγματικότητας πέραν τόπου και χρόνου άρα αντικειμενικής και συνεπώς στην ύπαρξη απόλυτων σκοπών και αξιών ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση η οποία σαν καθρέφτης απλώς αντανακλά τα υπάρχοντα αντικείμενα. και αφετέρου στην παραδοχή ότι το υποκείμενο της γνώσης «δημιουργεί» την πραγματικότητα, δηλαδή η πραγματικότητα υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη γνώση και γι’ αυτό η ελευθερία του υποκειμένου της γνώσης είναι βασική προϋπόθεση.
Στην πρώτη περίπτωση υφίσταται η ανισότητα του υποκειμένου της γνώσης σε σχέση με το “απόλυτο ον”, στη δεύτερη περίπτωση οι διαφορετικές γνωστικές διαδικασίες και τα υποκείμενα γνώσης είναι ίσα. Στην πολιτική πρακτική αυτές οι θεωρήσεις οδηγούν αφενός στην προσέγγιση της εξουσίας ως υπέρτατης αρχής και απόλυτης αλήθειας που απαιτεί την άνευ όρων υποταγή σε ένα απολυταρχικό κράτος βίας, αφετέρου στη σχετικιστική προσέγγιση της εξουσίας που εκλαμβάνει το κράτος ως νόμιμη εξουσία.
Η βία συνδέεται με κάθε μορφή εξουσίας, όμως ενυπάρχει ως συστατικό στοιχείο στην πρώτη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η βία είναι το απαραίτητο εργαλείο για την πραγμάτωση του απόλυτου ιδανικού. Το σημαντικότερο είναι ότι η βία για την εξόντωση του “άλλου” που δεν υποτάσσεται στην “απόλυτη αλήθεια” προβάλλεται σαν φυσική νομοτέλεια. Η “φυσικοποίηση” της βίας –η βία υπάρχει στη φύση, ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, άρα η βία είναι φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου– και κυρίως η αιτιολόγησή της ως “υπαρξιακής ανάγκης”αποτέλεσε και αποτελεί την ουσία κάθε ανελεύθερης πολιτειακής συγκρότησης.
Όλα τα μαζικά εγκλήματα δικαιολογήθηκαν και δικαιολογούνται επειδή «ο Εχθρός είναι ακριβώς ο άλλος, ο Ξένος, και αρκεί για τον προσδιορισμό της ουσίας του το ότι είναι υπαρξιακά κάτι άλλο και ξένο, έτσι ώστε στην ακραία περίπτωση να είναι δυνατές συγκρούσεις μαζί του που δεν μπορούν να κριθούν ούτε δι’ ενός εκ των προτέρων θεσπισμένου γενικού κανόνα, ούτε διά της απόφασης ενός “αμέτοχου” και γι’ αυτό “αμερόληπτου” τρίτου[…]. Την ακραία περίπτωση σύγκρουσης μπορούν να την ξεκαθαρίσουν μόνον αυτοί που συμμετέχουν σ’ αυτή. Συγκεκριμένα, ο καθένας από αυτούς μπορεί μόνον ο ίδιος να αποφασίσει αν η διαφορετική ύπαρξη του Ξένου σημαίνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση σύγκρουσης, την άρνηση του δικού του τρόπου ύπαρξης και ως εκ τούτου πρέπει να αντικρουστεί ή να καταπολεμηθεί, για να διαφυλαχθεί ο δικός του, υπαρξιακός τρόπος ζωής» (Carl Schmitt, Η έννοια του Πολιτικού, 1988, εκδ. Κριτική, σ. 46-47).
Η δικαιολόγηση του αδιανόητου
Τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι σφαγές σχεδόν του ενός τρίτου του πληθυσμού της Καμπότζης, οι κάθε λογής εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες, αυτοανακηρύσσονται ως οι “αιώνιες πραγματικότητες” που είναι γνήσιες, ιερές και συνεπώς αληθείς. Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει χώρος για την αναζήτηση επικοινωνίας, η οποία έχει μέσα της το επιχείρημα και τη συνδιαλλαγή. Μάλιστα οι μάζες εκλαμβάνονται ως ανίκανες να δράσουν χωρίς μεσσίες-αρχηγούς γιατί μόνο αυτοί γνωρίζουν τις ανώτερες αλήθειες και γι’ αυτό τους οφείλουν τυφλή υπακοή, διαφορετικά θεωρούνται εχθροί.
Άνθρωποι είναι μόνο οι “δικοί μας”, οι υπόλοιποι και μόνο λόγω της ύπαρξής τους είναι εχθροί κι έτσι η βία από μέσο γίνεται αξιακός σκοπός. Ασφαλώς υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που εμπερικλείουν βία, όπως, πόλεμοι για εθνική ανεξαρτησία ή επαναστάσεις που άλλαξαν τις κοινωνίες, τα οποία όμως δεν συνδέονται με την προσέγγιση της βίας ως μίας φυσικής και υπαρξιακής αναγκαιότητας. Η βία ασφαλώς δεν υπάρχει μόνο σε εμπόλεμες καταστάσεις, αλλά και σε καιρό ειρήνης με διάφορες μορφές, με τη ρατσιστική ρητορεία από φασιστικές ομάδες, όπως η επίθεση στους Αιγύπτιους ψαράδες, με δολοφονίες αντιπάλων, όπως του Παύλου Μπακογιάννη και του Παύλου Φύσσα, ή ανθρώπων, όπως των εργαζομένων στη Marfin.
Η κριτική όμως δεν πρέπει να περιορίζεται στα εμφανή γεγονότα παραβίασης του κράτους δικαίου, αλλά και στα καθημερινά περιστατικά βίας που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του κράτους δικαίου γιατί ό,τι είναι νόμιμο δεν σημαίνει πως είναι και δίκαιο. Η ανεργία, η έλλειψη κατοικίας, η ανεπάρκεια δημόσιων δομών υγείας και ιατροφαρμακευτικής φροντίδας, η φτωχοποίηση, η ατιμωρησία για παραλείψεις που οδηγούν σε εγκληματικές πράξεις, εμπερικλείουν τη βία, διότι παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και πρώτα απ’ όλα το δικαίωμα της αξιοπρέπειας, ακόμα κι όταν διαθέτουν την απαραίτητη νομιμότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα το 1948 ξεκινά την αιτιολόγηση της με το «Επειδή η αναγνώριση της αξιοπρέπειας που είναι σύμφυτη σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας» για να συνεχίσει με την απαρίθμηση σειράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως: «Όλοι έχουν το δικαίωμα στην εργασία, την ίση αμοιβή για ίση εργασία», «Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένεια του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη, όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες. Έχει ακόμα δικαίωμα σε ασφάλιση για την ανεργία, την αρρώστια, την αναπηρία, τη χηρεία, τη γεροντική ηλικία, όπως και για όλες τις άλλες περιπτώσεις που στερείται τα μέσα της συντήρησής του, εξαιτίας περιστάσεων ανεξαρτήτων της θέλησης του». Συνεπώς, για να είναι ένα κράτος πραγματικά κράτος δικαίου δεν αρκεί για παράδειγμα να μην είναι δικτατορία, αλλά να αποδεικνύει μέσα από τους θεσμούς τη βούλησή του για κοινωνική δικαιοσύνη.
Η φτώχεια τρέφει την βία
Στην Ελλάδα ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 26,1% του πληθυσμού (2.658.400 άτομα) σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή και σε έρευνες που γίνονται οι οικονομικές προοπτικές για τα περισσότερα νοικοκυριά είναι τραγικά απαισιόδοξες. Η συνεχιζόμενη διολίσθηση των Ευρωπαίων στη φτώχεια που συνδέεται με τον περιορισμό των παραπάνω δικαιωμάτων –περιορισμός που οφείλεται στην πλήρη κυριαρχία των νόμων της αγοράς και στη διαμόρφωση της πολιτικής από εξωθεσμικά κέντρα και οικονομικές επιχειρήσεις– προβάλλεται ως αναπόφευκτη κατάσταση.
Ασφαλώς το κυρίαρχο αφήγημα δεν περιλαμβάνει τις αιτίες που οδηγούν στη φτωχοποίηση, ώστε να βρεθούν και οι κατάλληλες λύσεις. Περιλαμβάνει απλώς τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, όπως ο καθρέφτης που αντανακλά τα υπάρχοντα αντικείμενα της μίας και μοναδικής πραγματικότητας σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση πολιτικής. Έτσι τα αποτελέσματα προβάλλονται ως “αναγκαία”/”μοιραία” κατάσταση και λειτουργούν ως κανονιστικές αρχές που τίθενται μπροστά από το γνωστικό υποκείμενο του Λόγου ως αρχικό του όριο, ώστε ο Λόγος να μένει αιτιακά εξαρτημένος από αυτά.
Δηλαδή, τα αποτελέσματα καθαγιάζονται ως δεσμευτικά ώστε να μην επιτρέπονται άλλες γνωστικές διαδικασίες και ισότητα των υποκειμένων γνώσης, αλλά να “τεκμαίρεται” η μία και μοναδική αλήθεια, η νεοφιλελεύθερη επιλογή στην οποία ο πολίτης –εφ’ όσον δεν υπάρχουν άλλες επιλογές– είναι υποχρεωμένος να πειθαρχήσει. Όταν τα κοινωνικά φαινόμενα δεν αιτιολογούνται με βάση τη διαλεκτική και τα αποτελέσματα μιας κοινωνικής κατάστασης προβάλλονται ως κανονικότητες που καθίστανται κανονιστικές αρχές, τότε η πολιτική που κυριαρχεί είναι απολυταρχική και ο Λόγος τίθεται στην υπηρεσία του ανορθολογικού.
Από την αυτοπραγμάτωση στο χάος
Η βία, που έτσι κι αλλιώς ενυπάρχει σε κάθε εξουσία, στην προκειμένη περίπτωση τείνει να πάρει τη μορφή “φυσικού νόμου” κι αν δεν έχει καθ’ ολοκληρία συμβεί είναι γιατί υπάρχει ακόμα ένα ευρωπαϊκό παρελθόν σχετικιστικής προσέγγισης της εξουσίας. Όμως τα δείγματα ανάκλησης αυτού του παρελθόντος είναι εμφανή με την κανονικοποίηση της βίας είτε μέσω της συνεχούς απομείωσης των δικαιωμάτων και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, είτε με την άνοδο ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων ως αποτέλεσμα της φτωχοποίησης. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι ο περιορισμός στα δικαιώματα διενεργείται σε αυτά που συνθέτουν τη βάση της αξιοπρέπειας, γιατί παραχωρήσεις στο εποικοδόμημα που δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο γίνονται και ίσως χαίρουν σκοπίμως υπερπροβολής.
Είναι γνωστή η πυραμίδα ιεράρχησης των αναγκών του ανθρώπου από τον Maslow: στη βάση είναι η τροφή, το νερό, η στέγη, η εργασία και η οικονομική σταθερότητα, η υγεία, η προσωπική ασφάλεια. Από τη μέση και επάνω προς την κορυφή, το αίσθημα του ανήκειν και οι σχέσεις μας με τους άλλους, η αγάπη, ο σεβασμός, η αυτοεκτίμηση, η αναγνώριση των ικανοτήτων και η επιτυχία και τέλος η αυτοπραγμάτωση. Εάν οι ανάγκες που ανήκουν στη βάση της πυραμίδας δεν ικανοποιούνται, τότε δημιουργούνται προβλήματα και στις παραπάνω βαθμίδες με αποτέλεσμα η αυτοπραγμάτωση που είναι ο σκοπός ύπαρξης κάθε ανθρώπου να μην επιτυγχάνεται.
Όταν όμως ο άνθρωπος δεν έχει το αίσθημα της πληρότητας και επί δεκαετίες τον έχουν πείσει ότι είναι ένας εν δυνάμει καπιταλιστής, τότε στην καλύτερη περίπτωση γίνεται ένας Λυσιέν Σαρντόν, όπως στο έργο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ “Χαμένες Ψευδαισθήσεις” και στη χειρότερη ένας Χορστ Μάλερ που από μέλος της “Φράξιας Κόκκινος Στρατός” έγινε στέλεχος των Γερμανών νεοναζί.