ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Το κράτος και το φάντασμα της ευτυχίας

Το άτομο, το κράτος και η επιδίωξη της ευτυχίας Μιχαλόπουλος

Ρωτήθηκε κάποτε ο Κάρολος ντε Γκωλ τι πρέπει να γίνει ώστε να βρουν οι άνθρωποι την ευτυχία. Και αυτός έδωσε την εξής – μνημειώδη!- απάντηση:

“Le bonheur? Ça n’existe pas!” (Ευτυχία; Αυτό δεν υπάρχει!)

Και πράγματι: Απλή αναδίφηση τόσο της προσωπικής μας ιστορίας όσο και εκείνης του εθνικού μας συνόλου αρκεί για να αποδείξει του “λόγου το αληθές” περί ευτυχίας. Γιατί όμως; Ακροθιγώς, η απάντηση έχει δοθεί από τους Αρχαίους μας (τα έργα των οποίων υποτίθεται πως εμβριθώς μελετάμε σε όλη σχεδόν την κλίμακα της εθνικής μας εκπαίδευσης).

Όμως, παρά τα όσα λεπτομερώς εξήγησαν μορφές όπως ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, θεωρούμε ως αρχή του κόσμου τη γέννησή μας και ως τέρμα του τον θάνατό μας. Κατά συνέπεια, υπολογίζουμε τα πράγματα “κατά γράμμα” (που, ως γνωστόν, αποκτείνει) και ποτέ “κατά πνεύμα” (που, αντιθέτως, ζωοποιεί). Και το αποτέλεσμα αυτής της κοσμοθεώρησης έγινε πασιφανές με τη Γαλλική Επανάσταση των ετών 1789-1792.

Σωστά ο Γέρος μας του Μοριά προσέδωσε σε αυτήν τον χαρακτήρα τού κοσμοϊστορικού.  Οι βασιλείς έπαψαν πια να λογίζονται ωσάν “όντα θεϊκά”. Και ορθώς διακηρύχθηκε – και αιματηρώς επιβλήθηκε- το τρίπτυχο “Ελευθερία-Ισότης-Αδελφότης”. Όμως, νά που προέκυψε νέα αντίληψη, εξίσου τυραννική με την προηγούμενη. Η περίφημη “ισότητα” ερμηνεύθηκε κατά γράμμα – με αποτέλεσμα, στην ουσία, όλοι να θεωρούνται μεταξύ τους όχι μόνο ίσοι αλλά και ισάξιοι. Και πάλι δηλαδή λησμονήθηκαν οι Αρχαίοι μας, οι οποίοι είχαν εξηγήσει ότι δεν υπάρχει απεχθέστερη εξουσία από εκείνη που ο ανόητος ασκεί σε βάρος του ευφυούς.

Και για να γίνουμε σαφέστεροι: Πράγματι, οι μονάρχες του 18ου αιώνα και εν πολλοίς των επόμενων συχνά δεν ήταν παρά εμφανώς μειωμένης νοημοσύνης άτομα τα οποία θεωρούσαν το ύψιστο αξίωμά τους αποκλειστικώς ως μέσον “απεριόριστης καλοπέρασης”. Αυτοί που επαναστατικώς τους διαδέχθηκαν όμως; Ήταν ριζικώς καλλίτεροι; Δόθηκαν ευκαιρίες στους πραγματικά ικανούς; Ασκήθηκε η εξουσία σε όφελος όχι ατόμων μα του συνόλου

Το κράτος, εχθρός της ευτυχίας;

Η απάντηση παραλείπεται, καθότι ευνόητη. Και οι εξαιρέσεις που διαπιστώνονται απλώς τεκμηριώνουν τον κανόνα. Μετά, μάλιστα, προέκυψε ο Μαρξ που με το – οπωσδήποτε εμβριθές- έργο του προσέδωσε στο Κράτος χαρακτήρα οιονεί εκδικητικό. Προβάλλοντας ως εύληπτο παράδειγμα τη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαίας Ρώμης έκανε μια – μάλλον σκόπιμη! – σύγχυση των εννοιών “προλετάριος” και “δούλος”.

Οι προλετάριοι, όμως, δεν ήταν δούλοι και η διαμαρτυρία τους, εάν και όποτε γινόταν, είχε χαρακτήρα μάλλον ειρηνικό και οπωσδήποτε αποσκοπούσε στην κοινωνική τους ανέλιξη και όχι στην κατάλυση του Κράτους. Η λέξη άλλωστε προέρχεται από το proles, που σημαίνει γενικώς τους απογόνους και κατ’ επέκταση τη νεολαία. Προλετάριοι, με λίγα λόγια, ήταν εκείνοι που δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν στο Κράτος παρά μόνο τα παιδιά τους. Αντιθέτως, οι δούλοι ήταν εκείνοι που περιστασιακώς ξεσηκώνονταν – και εδώ είναι που επιτέλλει η αλήθεια η εγγενής στον ανωτέρω αφορισμό του Ντε Γκωλ.

Η πιο γνωστή επανάσταση δούλων υπήρξε η υπό τον Σπάρτακο, κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. Παρά την αποτυχία της, ο Σπάρτακος έγινε διαχρονικώς εμβληματική μορφή των ανά την Ευρώπη “ακροαριστερών”, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919) και ο ημέτερος Παντελής Πουλιόπουλος (1900-1943).

Η τότε “εξέγερση των σκλάβων”, βέβαια, δικαιολογημένα έχει αναχθεί σε γεγονός ιδιαιτέρως σημαντικό. Και αυτό, επειδή οι ξεσηκωμένοι δούλοι κατόρθωσαν αρχικώς να νικήσουν τα στρατεύματα που κινήθηκαν εναντίον τους. Τελικώς όμως ηττήθηκαν. Γιατί; Διότι, ενώ παραμένει γενικώς πιστευτό πως αυτοί είχαν επαναστατήσει για να κερδίσουν την ελευθερία τους, στην πραγματικότητα είχανε πάρει τα όπλα, προκειμένου να αποκτήσουν ευζωία ισάξια εκείνης των αφεντικών τους.

Οι σχετικές μαρτυρίες, που περιέχονται κυρίως στους “Παράλληλους Βίους” του Πλουτάρχου είναι σαφείς: Μετά τις πρώτες κατά του ρωμαϊκού στρατεύματος νίκες τους, ο Σπάρτακος προέτρεψε τους οπαδούς του να διαβούν τα σύνορα της ρωμαϊκής επικράτειας και να επιστρέψει ο καθένας στην πατρίδα του. Όμως αυτοί αρνήθηκαν. Και αυτό, γιατί ήθελαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο τον οποίο μέχρι τότε δουλικώς υπηρετούσαν και, συνακολούθως, να τον “απολαύσουν”. Οπότε το τέλος τους έγινε ευχερώς προβλέψιμο…

Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τι θέλει

Όλα αυτά τι σημαίνουνε; Τούτο: Γενικώς εμείς, οι άνθρωποι, δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Τα συντάγματα των σύγχρονών μας Κρατών πιστεύεται πως διασφαλίζουν, μέσω των αρχών που καθιερώνουν, την ευημερία – ή και ευτυχία- των πολιτών. Πώς όμως προσκτάται αυτή η ευημερία/ευτυχία; Η απόκτησή της επέρχεται χάρη στην επίτευξη στόχων κοινών σε όλους;

Και ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι; Αυτοί που προβάλλονται από τον “τρόπο ζωής” (way of life) των ιθυνόντων τους οποίους οι “υποχείριοι” (= υπήκοοι), συνειδητώς ή μη, τείνουν να μιμηθούν; Μήπως είναι διαφορετικοί για τον καθένα από εμάς; Και αν είναι έτσι, δεδομένου ότι η εκάστοτε κρατική εξουσία τελικώς καθιερώνει τα δικά της πρότυπα, πώς εμείς θα μάθουμε “τι είναι αυτό που μάς ταιριάζει”; Εδώ λοιπόν είναι που επιτέλλει – μεταφορικώς εξυπακούεται- η πολύ πριν από τον Ντε Γκωλ προσωπικότητα του Ιερού Αυγουστίνου.

Ο Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) υπήρξε μέγας Χριστιανός θεολόγος. Επίσκοπος Ιππώνος, δηλαδή της σημερινής Annaba, στην Αλγερία, θαύμαζε τον Πλάτωνα και προσπάθησε να εναρμονίσει την ιδεολογία τού Αρχαίου μας φιλόσοφου με τη χριστιανική κοσμοθεώρηση. Συνακολούθως, συνέγραψε, ωσάν συνέχεια της πλατωνικής “Πολιτείας”, τη δική του “Πολιτεία του Θεού” (De Civitate Dei). Και αυτό, παρά το ότι η γνώση του των ελληνικών ήταν πολύ περιορισμένη: Κατά πάσα πιθανότητα, μπορούσε να διαβάζει όχι όμως και να γράφει στη γλώσσα μας.

Έτσι τη δική του “Πολιτεία” τη συνέγραψε στα λατινικά, με σύνταξη τόσο αριστοτεχνική, ώστε ακουσίως αναθυμάται κανείς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο που, σε “στιγμές αδυναμίας”, διευκρίνιζε ότι διεθνής γλώσσα στην Ευρώπη μας πρέπει να γίνει εκείνη της αρχαίας Ρώμης.

Παιδεία, κατά Πλάτωνα

Τέλοσπάντων… Το θέμα είναι ότι ο Αυγουστίνος, στη δική του “Πολιτεία…” διατυπώνει αξίωμα εκπληκτικό στην ενάργειά του. «Οι άνθρωποι», μας λέει, «είναι δυστυχείς, επειδή αγαπούν πράγματα που δεν αξίζουν την αγάπη τους». «Και γίνονται ακόμη δυστυχέστεροι», συνεχίζει, «όταν νομίζουν τον εαυτό τους ευτυχή, διότι απέκτησαν κάτι που ήταν ανάξιό τους».

Κατά συνέπεια, ορθώς ο Ντε Γκωλ μάς διαμήνυσε πως “δεν υπάρχει ευτυχία”. Και ακόμη πιο ορθώς ο Ιερός Αυγουστίνος μάς επεξήγησε ότι είμαστε “ανάξιοι ευτυχίας”, επειδή, κατά κανόνα, επιζητούμε κάτι «που δεν μάς αρμόζει να αγαπήσουμε». Οπότε, να που – οιονεί αμειλίκτως- αναδύεται το θεμελιώδες ερώτημα: “Πώς θα μάθουμε τι πραγματικά αξίζει να επιδιώξουμε;”.

Στο σημείο αυτό και πάλι οφείλουμε να θυμηθούμε τους Αρχαίους μας: “Γνώθι σαυτόν”, μάς είπαν, ξαναείπαν και, μέσω των έργων τους, αενάως επαναλαμβάνουν. Εάν δεν γνωρίσουμε όχι απλώς σε βάθος αλλά πραγματικά τον εαυτό μας, πώς θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τι αληθώς θα μας κάνει ευτυχείς; Και αυτή τη γνώση μόνο η Παιδεία μπορεί να προσφέρει.

Παιδεία όμως κατά την πλατωνική αντίληψη, την οποία τόσο πολύ θαύμαζε ο Αυγουστίνος! Με λίγα λόγια, σύστημα ισχυρό, αυστηρό, όχι ευεπίφορο σε αλλαγές, στο πλαίσιο του οποίου θα καλλιεργούνται τόσο ο νους και ο χαρακτήρας όσο και το σώμα. Εάν λοιπόν δεν διαμορφωθεί και τελικώς επικρατήσει ένα τέτοιο σύστημα, χάρη στο οποίο θα γίνει δυνατή και η δίκαιη κοινωνικοεπαγγελματική κατάταξη των ανθρώπων, απλώς θα συνεχίσουμε να ματαιοπονούμε…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx