Θολώνουν στις διαπραγματεύσεις οι ελληνικές κόκκινες γραμμές
13/11/2024«Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν επιστρέφουν ποτέ: Ένα βέλος και μια χαμένη ευκαιρία», Jim Rohn.
Τα πολιτικά κόμματα εξουσίας ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, μας λένε ότι είμαστε καταδικασμένοι να συνομιλούμε με την Τουρκία ακόμη και αν οι συνομιλίες δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Ο κ. Μητσοτάκης σε δήλωση του θα μας πει ότι «προσερχόμαστε στις συναντήσεις από θέσεις ισχύος», μόνο που δεν προσερχόμαστε στη συζήτηση από θέση ισχύος, αλλά από θέση αμετάκλητου υποχωρητικού συμβιβασμού, πολιτικής ατολμίας και εξοστρακισμού της εθνικής μας κυριαρχίας.
Οι συναντήσεις κρύβουν κάποιες παγίδες που ενδεχομένως ή δεν τις αντιλαμβάνεται η ελληνική πλευρά ή τις γνωρίζει αλλά έχει κάποιο άλλο σκοπούμενο. Και το σκοπούμενο είναι να ωριμάσουν οι συνθήκες και να συντελεστούν συνειδητοποιήσεις, τέτοιες ώστε η υποχώρηση να μην ερμηνευθεί ως ήττα, αλλά ως αναγκαία συνθήκη ειρήνης.
Δηλαδή ως μια συνθήκη προσαρμογής κάτω από μια νεόκοπη αντίληψη η οποία υπερασπίζεται την άποψη ότι η λογική είναι ασύμφορη γιατί καθιστά αμφίβολα τα επιχειρήματα και αυτό γιατί συσσωρεύει πολύ υλικό από το χθες και ως εκ τούτου μόνο ο λογικισμός κρίνεται βοηθητικός και αποτελεσματικός. Και αυτό γιατί ο λογικισμός (του τέλους του 19ου αι.) υποστηρίζει ότι οι έννοιες της λογικής δεν πρέπει να έχουν ιστορία και παρελθοντική ισχυρή δρομολόγηση αλλά να κατέχονται από κάποια συμβεβηκότητα. Άρα το συμβεβηκός έχει κάποια αξία και αυτό γιατί εκείνο φτάνει γρήγορα σε αποτελεσματικότητες.
Ας δούμε αναλυτικά τι συμβαίνει με τις παρατεταμένες συνομιλίες της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς. Οι παρατεταμένες συνομιλίες για χρόνια μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διολισθαίνουν την ακολουθία των επιχειρημάτων, αμφισβητούν τις αξιώσεις, τα κριτήρια και μεταθέτουν τις εγκυρότητες τους σε μια γενικευμένη αοριστία.
Η σταθερή μαχητικότητα της Τουρκίας
Αυτό συμβαίνει βέβαια και για τις δύο πλευρές. Ωστόσο υπάρχει μια διαφορά. Η Τουρκία βάζει πολλά ζητήματα προς συζήτηση με αποτέλεσμα να μη χάνεται εντελώς το μαχητό των τουρκικών επιχειρημάτων. Και οι προτάσεις των επιχειρημάτων της τουρκικής πλευράς να εμπεριέχουν ένα αδιάλυτο μαχητικό περιεχόμενο εξ’ αιτίας ακριβώς των πολλών αξιώσεων που προβάλλουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποδυναμώνονται πλήρως τα τουρκικά επιχειρήματα αλλά εκφράζουν βαρύτιμες διεκδικήσεις.
Υπάρχει ένας κρυφός νόμος που λέει ότι στις διαπραγματεύσεις για να αποχρωματιστούν οι κόκκινες γραμμές του συνομιλητή σου, παίζει πάντα ρόλο η ποσότητα των διεκδικήσεων που προβάλεις και όχι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Κάθε διαπραγμάτευση έχει να κάνει με την εξεύρεση συμβιβασμού, για να επιτευχθεί όμως αυτό, πρέπει να σταθμιστούν οι κίνδυνοι της σχέση οφέλους κέρδους. Όταν όμως πληθωρίζεις από πολλές αξιώσεις τότε τα οφέλη είναι σαφώς περισσότερα γιατί η ποσότητα εμπεριέχει επίσης αριθμητικά ποσά (ως απορροή ποσοτικών μεταβλητών) από αιχμές και πόλους ποιότητας.
Επίσης κάτι που ισχύει ιδιαίτερα στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη μας, στον κόσμο δηλαδή της πολυφωνικής χειραγώγησης, είναι ότι όλοι μπορούν να εκφράζουν γνώμες, να συμμετέχουν σε συζητήσεις, αλλά τις περισσότερες φορές όλα όσα ακούγονται στις συνομιλίες δεν είναι παρά η ηχώ της φωνής του κυρίαρχου. Και κυρίαρχος στην παρούσα στιγμή δεν σημαίνει ότι είναι κάποιος από τους δύο συνομιλητές που μετέχουν στη συζήτηση, αλλά ένας τρίτος ο οποίος μπορεί να είναι αφανής. Έτσι λοιπόν μεταξύ των συζητήσεων Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχει και ο τρίτος συνομιλητής που είναι το ΝΑΤΟ και ουσιαστικά αποτελεί τον ενορχηστρωτή της πρωτοβουλίας για την επίτευξη της συναίνεσης. Ας καταλάβουμε ότι η ηχώ της φωνής του κυρίου που εντέλει εκφράζει και την μονότονη και κραυγαλέα απαίτηση: «εδώ και τώρα βρείτε τα», είναι οι “σύμμαχοι” μας.
Είναι πράγματι πολύ πετυχημένο εκείνο που αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις και λέει ότι: «Η διαπραγμάτευση αποτελεί μια λεπτή τέχνη εύρεσης ενός συμβιβασμού που κάνει όλους εξίσου δυστυχισμένους». Μόνο που κάποιες φορές η δυστυχία της διαπραγματεύσης δεν είναι αμφοτερόπλευρη, αλλά μόνο για τη μια πλευρά.