Μια καθηγήτρια ψηφοφόρος των Δημοκρατικών εξηγεί την ήττα τους
13/11/2024Όταν ζεις και γνωρίζεις μια χώρα από μέσα, μπορείς να καταλάβεις καλύτερα την κατεύθυνσή της, αρκεί να κρατάς συναισθηματική απόσταση, ειδικά όταν πρόκειται να ψηφίσεις. Παρά τις πιθανές διαφοροποιήσεις απόψεων, κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν παρακάτω είναι ότι, τα κόμματα της Κεντροδεξιάς πάνε στο συρτάρι της ιστορίας και μέσα από αυτά γεννιούνται καινούργια. Αυτό έγινε πρόσφατα στις ΗΠΑ με τη νίκη του Τραμπ, όπως επίσης, και στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία).
Ο Τραμπ δεν κέρδισε τόσο χάρη στην υπεροχή του, όσο λόγω της αποξένωσης των Δημοκρατικών, καθώς εφάρμοσαν πολιτικές που διεύρυναν τις κοινωνικές ανισότητες και παρέβλεψαν τις πραγματικές ανάγκες του εκλογικού τους σώματος. Η νίκη του Τραμπ ανέδειξε τη βαθιά απογοήτευση ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, όπως η εργατική τάξη και οι λιγότερο μορφωμένοι πολίτες, οι οποίοι αισθάνονται περιθωριοποιημένοι από την κυρίαρχη πολιτική ελίτ.
Ο Τραμπ αξιοποίησε αυτήν την απογοήτευση τους, ενώ οι Δημοκρατικοί αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτών των ομάδων. Η οικονομική ανισότητα και η περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, αποτέλεσαν καίρια ζητήματα. Εκμεταλλευόμενος το πολιτικό κενό και την αδράνεια των Δημοκρατικών, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος, κατάφερε να εισχωρήσει δυναμικά στην πολιτική σκηνή, βρίσκοντας ευρεία ανταπόκριση.
Μια Αμερικανίδα, παραδοσιακή ψηφοφόρος των Δημοκρατικών που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, εξηγεί από πρώτο χέρι γιατί πίστευε ότι θα νικούσε ο Τραμπ. Κυρίως, έβλεπε σημάδια και τάσεις που έδειχναν τη δυναμική διείσδυση του Τραμπ στους ψηφοφόρους. Η οικονομική ανασφάλεια, οι κοινωνικές ανισότητες σε πολλούς τομείς, η δυσαρέσκεια με την πολιτική ελίτ και η ανάγκη για αλλαγή πολιτικής, ώθησαν πολλούς να στραφούν προς τον Τραμπ, ελπίζοντας ότι θα φέρει αλλαγή.
Καθηγήτρια πανεπιστημίου σήμερα, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε γκέτο στο Μπρούκλιν. Έζησε τον ρατσισμό, την κοινωνική ανισότητα και ένα σωρό άλλα από πρώτο χέρι, και λίγα είπε. Κι όμως, παραμένει Δημοκρατική, παρά τις αδικίες που έκαναν και τις ανεδαφικές πολιτικές που εφάρμοσαν.
Η συνομιλία με την καθηγήτρια
«Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το 2021, ο πατέρας μου διαγνώστηκε με καρκίνο. Συχνά τον συνόδευα στις ραντεβού του με τον ογκολόγο. Στις συναντήσεις αυτές, ο γιατρός με αποκαλούσε “η κόρη”. Γεννημένος στην Τασκένδη και μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, μηχανικός αυτοκινήτων, ο πατέρας μου δεν ήταν φυσικός ομιλητής της αγγλικής γλώσσας, αλλά την κατείχε επαρκώς. Παρόλα αυτά, αντί ο ογκολόγος να εμπιστευτεί ότι ο πατέρας μου μπορούσε να καταλάβει και να επικοινωνήσει, δεν απευθυνόταν σε εκείνον, μιλώντας μόνο σε μένα.
Ο πατέρας μου, ωστόσο, δεν ενοχλούνταν από το γεγονός. Εμένα όμως με έκανε να νιώθω άβολα και θύμωνα. Μια μέρα στο δρόμο για το σπίτι, ο πατέρας μου είπε “αυτοί οι τύποι όλοι έτσι μιλάνε σε μένα”. Δεν χρειάστηκε να διευκρινίσει τι εννοούσε. “Αυτοί οι τύποι” ήταν οι γιατροί, οι δικηγόροι – οι μορφωμένοι με ανώτερη εκπαίδευση.
Μία μέρα, ο ογκολόγος άρχισε να μιλάει μαζί μου για οικονομικά θέματα. Έμαθε ότι διδάσκω σε προπτυχιακούς φοιτητές. Αμέσως, σταμάτησε να με αποκαλεί “η κόρη” και με προσφώνησε με το όνομά μου. Δεν γνωρίζω την πολιτική προτίμηση του γιατρού. Αυτό που γνωρίζω είναι ο ελιτισμός που καθοδηγούσε τη συμπεριφορά του. Είναι κάτι που έχω παρατηρήσει επανειλημμένα, προς τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσα σε μια φτωχή συνοικία στο Μπρούκλιν, κυρίως άνθρωποι της εργατικής τάξης, χωρίς ανώτερη εκπαίδευση.
Οι άνθρωποι που ανέβηκαν την ακαδημαϊκή σκάλα, έλαβαν επαίνους, ενώ εκείνοι που δεν το έκαναν ή δεν κατάφεραν, έγιναν αόρατοι. Η κοινωνία λειτούργησε ως ένα σύστημα διαχωρισμού, ανυψώνοντας τους ακαδημαϊκούς πάνω από τους άλλους. Όσο ειρωνικό κι αν φαίνεται, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, είδε τους αόρατους και, το πιο σημαντικό, τους άφησε να νιώσουν ορατοί. Αυτή η στρατηγική είναι που τον εκτόξευσε στα ύψη και νίκησε στις εκλογές».
Το φύλο
«Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η μισογυνισμός και ο ρατσισμός συνέβαλαν στα αποτελέσματα της 5ης Νοεμβρίου. Πολλοί Αμερικανοί είναι “αντιπαθητικοί” ακριβώς λόγω του φύλου και της φυλής τους. Ξέρω ότι η Καμάλα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Το Δημοκρατικό Κόμμα υποστηρίζει και προστατεύει τις γυναίκες και τις μειονότητες. Δεν υποδέχθηκε μόνο τους “άλλους”, αλλά υπερασπίστηκε τα δικαιώματά τους, καθώς και εκείνων στην κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ.
Ήταν το Δημοκρατικό Κόμμα που υπερασπίστηκε τους εργαζόμενους και τους μετανάστες, ως τον κορμό της αμερικανικής επιτυχίας. Στο θέμα της υγειονομικής περίθαλψης, οι Δημοκρατικοί αγωνίστηκαν να μειώσουν τα κόστη, ενώ ταυτόχρονα πάλευαν να επεκτείνουν τα οφέλη και την περίθαλψη. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που ήμουν ανέκαθεν Δημοκρατική.
Την Τρίτη (σ.σ. ημέρα εκλογών), δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι ο Τραμπ κέρδισε, αλλά το ότι το Δημοκρατικό Κόμμα απορρίφθηκε για την αδιαφορία του για αυτήν την οπτική και για το ότι ήταν αποκομμένο από τους Αμερικανούς που περνούν δύσκολα. Εδώ υπήρχε ένα εμφανές χάσμα ανισότητας, όμως πολλοί Δημοκρατικοί δεν το παρατήρησαν. Πολλά μέλη της Αριστεράς εστίασαν στις φυλετικές, έμφυλες και ΛΟΑΤΚΙ ανισότητες, ενώ φαίνεται πως, είναι δύσκολο να επικεντρωθούν στις κοινωνικές ανισότητες, όταν έχουν σπουδάσει σε πανάκριβα πανεπιστήμια και εργάζονται σε μεγάλες πολυεθνικές…
Ο Τραμπ μπορεί να είναι μεγάλος ναρκισσιστής, αλλά κάτι δεν πάει καλά με μια μορφωμένη ελίτ που κοιτάζει στον καθρέφτη της κοινωνίας και βλέπει μόνο τον εαυτό της… Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδίωξε να προσελκύσει την εργατική τάξη μέσω επιδοτήσεων και παροχών, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα έλλειμμα σεβασμού, δεν υπάρχει οικονομική λύση…».
Κάτι χάθηκε στην πορεία…
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας τόπος που έδωσε στους γονείς μου, μετανάστες από την εργατική τάξη χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ευκαιρίες και, κατά συνέπεια, έδωσε σε μένα κοινωνική άνοδο. Οι γονείς μου δεν σπούδασαν, αλλά φρόντισαν έτσι ώστε να μην στερηθώ την εκπαίδευση. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου απόδειξη του “αμερικανικού ονείρου”.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, κάτι χάθηκε στην πορεία. Η άνοδος, από μέσο κοινωνικής προόδου, μετατράπηκε σε παιχνίδι “όλα ή τίποτα”. Η Wall Street αντικατέστησε την Main Street*, ενώ η τεχνολογία της Silicon Valley απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τη βιομηχανική ζώνη του Rust Belt**. Τα μεγάλα καταστήματα εκτόπισαν τα μικρά μαγαζιά. Ο πλούτος επισκίασε τις ευκαιρίες. Η καταναλωτισμός απομάκρυνε τη συμμετοχή στην κοινωνία και την κοινότητα. Οι Αμερικανοί πέρασαν από το να νιώθουν υπερηφάνεια για την ποιότητα, στο να θέλουν τα πράγματα φτηνά και τώρα. Πέρασαν από το να μιλούν με τον γείτονά τους στο να αλληλεπιδρούν με εφαρμογές στα κινητά τηλέφωνα. Η απληστία έγινε ο κανόνας στη ζωή μας, στις καριέρες μας, στη διασκέδασή μας και, αναπόφευκτα, στην πολιτική μας.
Τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι δαπάνησαν περίπου 15 δισεκατομμύρια δολάρια στις προεδρικές εκλογές του 2024. Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν χρήματα για συμμετοχές σε φάρμακα, επισκέψεις σε γιατρούς και φροντίδα παιδιών. Οι δάσκαλοι στα σχολεία είτε πληρώνουν από την τσέπη τους, είτε κάνουν έρανο για υλικά. Οι πόλεις δεν έχουν χρήματα να φροντίσουν τους ψυχικά ασθενείς και τους άστεγους. Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να διορθώσουν αυτά τα λάθη. Δυστυχώς, μπροστά στο τεράστιο χρηματικό ποσό που απαιτείται για να χρηματοδοτηθούν οι εκστρατείες, βρέθηκαν να υποκύπτουν σε λομπίστες και στο 1% της κοινωνίας. Αυτό τους έχει παγιδεύσει σε έναν κύκλο όπου το χρήμα υπερτερεί των πάντων.
Η Χάρις στράφηκε και στις διασημότητες, επιλέγοντας προσωπικότητες, όπως η Λιζ Τσέινι, η Μισέλ και ο Μπαράκ Ομπάμα, και ο Χάρισον Φορντ, για να προωθήσει το μήνυμά της. Αυτοί οι διάσημοι, επέλεξαν να προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που ενσαρκώνει ο Τραμπ, για τα δικαιώματα των γυναικών, τα ατομικά δικαιώματα, το Σύνταγμα, τα διεθνή ζητήματα, κ.α. Σε ένα διαφημιστικό σποτ, όπου εμφανίζονται δύο λευκές γυναίκες καθ’ οδόν για τις κάλπες, η Τζούλια Ρόμπερτς λέει με υπεροψία ότι “υπάρχει ένα μέρος στην Αμερική όπου οι γυναίκες έχουν ακόμα δικαίωμα επιλογής. Μπορείτε να ψηφίσετε όπως θέλετε και κανείς δεν θα το μάθει ποτέ”. Καθώς η κάμερα απομακρύνεται, ένας άντρας ρωτάει: “Κάνατε τη σωστή επιλογή;” Πόση ειρωνεία, όταν πρόκειται για εμπιστοσύνη στις γυναίκες και στους άνδρες εξίσου…».
Γιατί εκλέχτηκε ο Τραμπ
Την ρωτάμε «πώς μπορεί ένας “εγκληματίας” να γίνει πρόεδρος;». «Αυτό είναι δυνατό», λέει, «σε μια χώρα όπου η πλειοψηφία νιώθει παραμελημένη και δυσκολεύεται να καλύψει τα βασικά έξοδα. Μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι οι ισχυροί επιχειρηματίες, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι επενδυτές και οι τεχνοκράτες κινούνται ανάμεσα στα πλούσια προάστια με ιδιωτικά τζετ.
Η πλειοψηφία των Αμερικανών είναι εξοργισμένη. Εργάζονται σκληρά, συχνά σε δύο δουλειές, και παρόλα αυτά δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές ανάγκες, πόσο μάλλον να αποκτήσουν πολυτέλειες ή ένα δικό τους σπίτι. Αυτοί οι πολίτες πληρώνουν φόρους και λαμβάνουν ελάχιστες ή ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, ενώ αντιμετωπίζουν διακρίσεις και άλλες αδικίες. Νιώθουν πως το “σύστημα” εξυπηρετεί μόνο τους “έχοντες”.
Ο Τραμπ το κατάλαβε και το αξιοποίησε. Οι Δημοκρατικοί είτε το αγνόησαν είτε αντέτειναν: “Η οικονομία πάει καλά!”. Η ρητορική του Τραμπ για ένα “στημένο” σύστημα, την οικονομική ύφεση και τον πληθωρισμό βρήκε ανταπόκριση. Έτσι, πολλοί αγνόησαν τις “εγκληματικές” του πράξεις και τον χαρακτήρα του. Αν νιώθετε ότι το σύστημα σας έχει απογοητεύσει, θυμηθείτε ότι τα συστήματα συχνά απογοητεύουν τον άνθρωπο. Αν νομίζετε ότι τώρα σας αφορά για πρώτη φορά, ίσως σημαίνει ότι ζούσατε σε προνομιακή θέση, η οποία τώρα κινδυνεύει.
Οι υποστηρικτές του Τραμπ έχουν μάθει να ζουν υπό την απειλή, να βρίσκονται στο περιθώριο και να τους αντιμετωπίζουν με υπεροψία. Ο Μπάιντεν δεν σκέφτηκε τους καθημερινούς Αμερικανούς; Δεν έκανε έργα; Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει καταφέρει περισσότερα από κάθε άλλη προηγούμενη κυβέρνηση Δημοκρατικών για τους Αμερικανούς, με κορυφαίες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των αντιμονοπωλιακών μέτρων κατά των μεγάλων εταιρειών, την υποστήριξη των οργανωμένων συνδικάτων και την έναρξη χιλιάδων έργων υποδομών.
Ωστόσο, αυτά τα έργα επισκιάστηκαν από την επιτακτική ανάγκη του Δημοκρατικού Κόμματος να προβάλλει τον Τραμπ και τη MAGA συμμαχία, ως απειλή για τη χώρα. Έπαιξαν το χαρτί του Τραμπ περισσότερο, και μιλούσαν λιγότερο για το πρόγραμμά τους.
Και όντως, ο Τραμπ αποτελεί πραγματικό κίνδυνο. Κατά την πρώτη του θητεία, διόρισε δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο που ανέτρεψαν αναπαραγωγικά δικαιώματα. Μπαίνοντας στη δεύτερη θητεία, υπόσχεται εκδίκηση προς τους “εχθρούς” του, αμφισβητώντας τόσο τις πολιτικές του Μπάιντεν, όσο και άλλες θεσμοθετημένες δικλείδες. Πέρα από τις ΗΠΑ, η αστάθεια που ενδέχεται να προκαλέσει μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο τον κόσμο.
Στην πορεία της εκστρατείας, η Χάρις τόνιζε το σύνθημα “όταν αγωνιζόμαστε, κερδίζουμε”, παραβλέποντας όμως το κενό που υπάρχει μεταξύ του ιδανικού αυτού και της απομόνωσης του Δημοκρατικού Κόμματος. Ίσως η στρατηγική του κόμματος να επικεντρωθεί στην απειλή του Τραμπ και όχι στην ανάγκη για ουσιαστική αλλαγή, ή μια καλύτερη Αμερική, αποδείχθηκε λανθασμένη. Αντί για ένα όραμα με θετικό πρόσημο, το μήνυμα ήταν να διαφυλάξουμε όσα ήδη έχουμε».
«Ο αντιφατικός θρίαμβος Τραμπ»
«Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί που έκαναν αυτήν την επιλογή, παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις για τον Τραμπ και τις πολιτικές του, έδειξαν μια αντίδραση που δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Η αντίθεση, ανάμεσα στην αντίληψη των προνομιούχων και των ανθρώπων που αισθάνονται αόρατοι και αδικημένοι, είναι εμφανής. Εκείνοι που αισθάνονται ότι το σύστημα δεν τους προσφέρει τίποτα, που βλέπουν την οικονομία να τους αγνοεί και τους ίδιους να παραμένουν στη σκιά της κοινωνικής ανισότητας, στράφηκαν σε εκείνον που υποσχέθηκε ότι θα τους δώσει τη φωνή που νιώθουν ότι τους έχει αφαιρεθεί. Η ψήφος τους δεν ήταν απλώς για τον Τραμπ, ήταν για να διαμαρτυρηθούν κατά του κατεστημένου, για τη διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους.
Αυτός ο φαινομενικά αντιφατικός θρίαμβος του Τραμπ, παρά τις νομικές του μάχες και τις ηθικές αμφιβολίες γύρω από το άτομό του, φανερώνει τη βαθιά δυσαρέσκεια της μεσαίας και εργατικής τάξης στην Αμερική. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ δεν ψήφισαν απλώς για έναν υποψήφιο, αλλά για μια ιδέα. Η ιδέα ότι η παραδοσιακή πολιτική τάξη, είτε αριστερή είτε δεξιά, τους έχει απογοητεύσει. Ότι η πολιτική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων των Δημοκρατικών, προτιμούν να επικεντρώνονται στις μεγάλες ιδέες και τα ιδεολογικά ζητήματα, παρά να αγωνίζονται για τις απλές, καθημερινές ανάγκες των πολιτών.
Αντιθέτως, η καμπάνια της Χάρις, και γενικότερα του Δημοκρατικού Κόμματος, επικεντρώθηκε κυρίως στη διατήρηση των κεκτημένων και την προστασία από τον Τραμπ και τις πολιτικές του. Όμως, οι άνθρωποι που πλήττονται από την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και την κοινωνική αδικία δεν ανησυχούν μόνο για την προστασία τους από τον Τραμπ. Θέλουν λύσεις εδώ και τώρα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά. Και αυτή η ανάγκη για άμεσες, πρακτικές λύσεις παραμένει αδικαιολόγητα αγνοημένη από την πολιτική ελίτ.
Είναι σαφές ότι, παρά τις πολιτικές που προώθησαν οι Δημοκρατικοί, η Αμερική έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου, οι παραδοσιακές πολιτικές λύσεις δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στα σύγχρονα προβλήματα της χώρας. Οι πολιτικοί, ακόμα και οι πιο προοδευτικοί, πασχίζουν να βρουν έναν τρόπο να συνδεθούν με μια κοινωνία, που αισθάνεται ολοένα και πιο απογοητευμένη και παραμελημένη».
Χάσμα μεταξύ ελίτ-πολιτών
«Αυτό το χάσμα, το οποίο φαίνεται να μεγαλώνει μεταξύ της πολιτικής ελίτ και της πλειοψηφίας των Αμερικανών, είναι το πιο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της πολιτικής σκηνής στις ΗΠΑ σήμερα. Και αν οι Δημοκρατικοί θέλουν να έχουν μια πραγματική ευκαιρία για το μέλλον, θα πρέπει να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα των πολιτών τους και να αρχίσουν να προσφέρουν όχι μόνο προστασία από τον Τραμπ, αλλά και ουσιαστικές λύσεις για το μέλλον των Αμερικανών.
Για να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή, όμως, οι Δημοκρατικοί πρέπει να παραδεχτούν ότι η πολιτική τους έχει γίνει απόμακρη και ελιτίστικη. Στην προσπάθειά τους να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ως το κόμμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προόδου, οι ηγέτες τους συχνά αγνοούν ή υποτιμούν τις βαθιές ανησυχίες των απλών πολιτών. Η αφοσίωση σε θέματα που φαίνονται πιο απομακρυσμένα, όπως η κλιματική αλλαγή ή τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αν και σημαντικά, δεν αρκεί να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στους φτωχούς και μεσαίους Αμερικανούς, που αισθάνονται ότι τα θεμελιώδη προβλήματα τους, ο πληθωρισμός, η ανεργία, η ανισότητα, αγνοούνται.
Η προσέγγιση των Δημοκρατικών θα πρέπει να αλλάξει, να επικεντρωθεί σε μια πολιτική αλληλεγγύης που δεν είναι μόνο συμβολική, αλλά πρακτική. Η οικονομική πολιτική πρέπει να συνδεθεί άμεσα με τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών και να επικεντρωθεί στην ανακατανομή των πόρων, με στόχο την ενίσχυση των μικρών και μεσαίων στρωμάτων. Αν δεν το κάνουν αυτό, οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν να συνεχίσουν να βλέπουν την Αμερική να διχάζεται περισσότερο, με τον Τραμπ ή άλλους πολιτικούς σαν αυτόν, να εκμεταλλεύονται την απογοήτευση και την απελπισία των πολιτών, για να προωθήσουν μια πολιτική που βασίζεται στον φόβο και τη μισαλλοδοξία, παρά στην ενότητα και την πρόοδο.
Η χώρα δεν πρέπει να γυρίσει πίσω στις παλιές πολιτικές του παρελθόντος. Η Αμερική πρέπει να προχωρήσει μπροστά, με πολιτικές που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες της. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ έστειλαν ένα σαφές μήνυμα: Η Αμερική δεν μπορεί να συνεχίσει να διαιρείται με τον τρόπο που έγινε τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική πρέπει να είναι πιο προσωπική, πιο άμεση και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κάθε πολίτη. Ο επόμενος μεγάλος στόχος για την αμερικανική πολιτική σκηνή θα πρέπει να είναι η επανασύνδεση αυτών των δύο κόσμων, της πολιτικής ελίτ και των απλών πολιτών, με σκοπό την οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου και βιώσιμου μέλλοντος για όλους».
Το μέλλον υπό τον Τραμπ
«Εάν οι Δημοκρατικοί καταφέρουν να δουν αυτή την πραγματικότητα και να την αγκαλιάσουν, τότε θα έχουν την ευκαιρία να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων τους και να αναδειχθούν ως το κόμμα, που όχι μόνο αντιτίθεται στον Τραμπ, αλλά προσφέρει πραγματική ελπίδα και αλλαγή για την Αμερική του μέλλοντος.
Αν όμως οι Δημοκρατικοί συνεχίσουν να παραμένουν εγκλωβισμένοι σε έναν κύκλο πολιτικών που απομακρύνουν τους ανθρώπους από τα βασικά τους συμφέροντα, τότε ο δρόμος για την ανατροπή τους από τα δεξιά θα είναι ανοιχτός. Η συντηρητική πλευρά, με τον Τραμπ να παραμένει το σύμβολο αυτής της αντιπαράθεσης, προσφέρει στους ψηφοφόρους μια φαντασία ελπίδας, επικεντρωμένη στο “να επαναφέρουμε την Αμερική” στο παρελθόν της, που πολλοί θεωρούν πιο οικείο και πιο ασφαλές. Αυτό όμως δεν είναι παρά μια παγίδα, που στην πραγματικότητα δεν προσφέρει λύσεις για το μέλλον.
Η αλήθεια είναι ότι το μέλλον της Αμερικής εξαρτάται από την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει τις θεμελιώδεις προκλήσεις που αφορούν την οικονομία, τις κοινωνικές ανισότητες και τη διεθνή θέση της χώρας. Η πολιτική πρέπει να προσφέρει κάτι περισσότερο από τακτικές νίκες ή πολιτικά παιχνίδια εξουσίας. Χρειάζεται να επικεντρωθεί στο τι είναι καλύτερο για την κοινωνία στο σύνολό της, για τους πολίτες που βρίσκονται σε όλες τις γωνιές της χώρας, ανεξαρτήτως πολιτικής ή κοινωνικής θέσης»…
*Το Main Street στις Ηνωμένες Πολιτείες συμβολίζει την καρδιά της αμερικανικής μεσαίας τάξης και της τοπικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας τις μικρές επιχειρήσεις, τις κοινότητες και τους καθημερινούς ανθρώπους. Σε αντίθεση με τη Wall Street, που συνδέεται με μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες και τον εταιρικό κόσμο, η Main Street είναι το σύμβολο της πραγματικής οικονομίας και των παραδοσιακών αξιών, όπως η σκληρή εργασία και η σταθερή ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
**Το Rust Belt είναι μια περιοχή στις βορειοανατολικές και μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, που γνώρισε έντονη βιομηχανική ανάπτυξη κατά τον 20ό αιώνα, ειδικά στους τομείς της μεταποίησης, της χαλυβουργίας και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η περιοχή άρχισε να παρακμάζει λόγω αποβιομηχάνισης, με αποτέλεσμα υψηλή ανεργία και οικονομικές δυσκολίες. Το “Rust” (σκουριά) συμβολίζει τη φθορά των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων και υποδομών.