Η στάση του Καραμανλή και οι επιλογές του Σαμαρά
18/11/2024Την Παρασκευή ζήσαμε το χρονικό μία “προαγγελθείσας” διαγραφής. Μπορεί μέχρι τότε το Μαξίμου να δήλωνε πως οι πρώην πρωθυπουργοί μπορούν να λένε και κάτι παραπάνω από τους βουλευτές της συμπολίτευσης, αλλά ήταν σαφές πως υπάρχουν και όρια. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο Σαμαράς κλιμάκωνε την κριτική του στην κυβερνητική πολιτική, ήταν ζήτημα χρόνου να ξεχειλίσει το ποτήρι.
Κι αν ο Μητσοτάκης δεν θα τον διέγραφε αυτή τη φορά, θα τον διέγραφε την επόμενη ή τη μεθεπόμενη. Με άλλα λόγια, κάθε σκοινί έχει ένα όριο θραύσης. Μπορεί να μην ξέρουμε πότε ακριβώς θα σπάσει, αλλά ξέρουμε πως τραβώντας ολοένα και πιο δυνατά, κάποια στιγμή θα σπάσει. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Για να πω ότι η διαγραφή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Λογικά ο Σαμαράς όχι μόνο δεν πρέπει να αιφνιδιάστηκε, αλλά και να είχε προετοιμάσει τις επόμενες κινήσεις του.
Προς το παρόν, ο ίδιος έχει περιοριστεί στην ανακοίνωσή του αμέσως μετά τη διαγραφή, η οποία, στο επίπεδο του πολιτικού παίγνιου, δεν μας διαφωτίζει για τις επόμενες κινήσεις του. Σε ό,τι αφορά άλλους παράγοντες της ΝΔ, δεν υπάρχει –τουλάχιστον μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές– καμία αποδοκιμασία της διαγραφής, ούτε από βουλευτές που είναι στενά συνδεδεμένοι μαζί του. Ο Νικήτας Κακλαμάνης, μάλιστα, δικαιολόγησε τη διαγραφή. Προφανώς, θα δημιουργούσε πολιτικό κλίμα εάν ένας αξιόλογος αριθμός βουλευτών την αποδοκίμαζε.
Πέρα, όμως, από τους βουλευτές, υπάρχει και το κρίσιμο ερώτημα για την αντίδραση του Καραμανλή. Είναι κοινό μυστικό ότι οι δύο πρώην αρχηγοί της ΝΔ και πρώην πρωθυπουργοί βρίσκονται εδώ και αρκετό καιρό όχι απλώς σε επαφή, αλλά σε σχέση στενής συνεργασίας. Οι δύο τους, άλλοτε ξεχωριστά κι άλλοτε από κοινού, έχουν ασκήσει έντονη κριτική στην πολιτική Μητσοτάκη κι όχι μόνο για τα ελληνοτουρκικά.
Η στάση του Καραμανλή
Είναι και οι δύο πολιτικά έμπειροι, ώστε να έχουν συνείδηση πως με κάποια αφορμή ο Μητσοτάκης θα αντιδρούσε. Και η μόνη αντίδραση που ουσιαστικά είχε στη διάθεσή του ήταν να διαγράψει τον Σαμαρά. Ο Καραμανλής, άλλωστε, δεν είναι βουλευτής και κυρίως είναι πιο σκληρό καρύδι, με την έννοια ότι δεν είναι εύκολος στόχος για πολιτική αποδόμηση σ’ ένα κόμμα που διατηρεί ακόμα σε σημαντικό βαθμό το καραμανλικό γονίδιό του.
Τις επόμενες ημέρες ο Καραμανλής θα παρουσιάσει το βιβλίο του συναδέλφου Γιώργου Χαρβαλιά στην Πάτρα. Άρα θα έχει την ευκαιρία να αναφερθεί και στη διαγραφή Σαμαρά, αν και το πολιτικά ορθόδοξο θα ήταν να μην περιμένει μία παρουσίαση βιβλίου για να μιλήσει, αλλά να προβεί σε μία ξεκάθαρη ανακοίνωση αποδοκιμασίας της διαγραφής, έστω κι αν επισήμως δεν συμμετέχει στο γαλάζιο κομματικό γίγνεσθαι.
Από τη στάση του Καραμανλή (εάν μιλήσει και πως θα μιλήσει για τη διαγραφή) θα κριθούν πολλά για το πολιτικό κλίμα που θα διαμορφωθεί εντός της ΝΔ, αλλά και ευρύτερα. Εάν ο Καραμανλής αφήσει χωρίς πολιτική κάλυψη τον Σαμαρά, ή περιοριστεί σε μία χλιαρή αναφορά, οι βουλευτές που συνδέονται μαζί του θα λουφάξουν, με πρακτικό αποτέλεσμα ο Μητσοτάκης να κερδίσει την παρτίδα στο επίπεδο των εσωκομματικών συσχετισμών.
Εάν, όμως, ο Καραμανλής αποδοκιμάσει πολιτικά και με ευθύ τρόπο τη διαγραφή, πιθανότατα θα βρει μιμητές στους κόλπους της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας, γεγονός που εκ των πραγμάτων θα αποσταθεροποιήσει πολιτικά τη θέση του Μητσοτάκη. Δεν εννοώ ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών που θα οδηγούσαν στην απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και στην πτώση της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα και όλα δείχνουν ότι δεν είναι –τουλάχιστον προς το παρόν– ούτε στην πρόθεση του Σαμαρά. Ο Μητσοτάκης, πάντως, διαθέτει τη δυνατότητα να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, με σκοπό να αποσπάσει τη θετική ψήφο των γαλάζιων βουλευτών.
Η μεγάλη εικόνα
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη εάν δεν εντάξω τις εσωκομματικές διεργασίες στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Η διαγραφή Σαμαρά έγινε χώρα σε μία διπλά αρνητική πολιτική συγκυρία για τον Μητσοτάκη:
- Το πρώτο αρνητικό είναι το γεγονός ότι η ΝΔ έχει πάρει για τα καλά την κάτω βόλτα και πολιτικά και εκλογικά κι αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι μία μη αντιστρέψιμη τάση. Το 40+% είναι οριστικά παρελθόν. Το ποσοστό της ΝΔ του Μητσοτάκη είναι περίπου στο 22-23% και μόνο με αυθαίρετη αναγωγή η πρόθεση ψήφου ανεβαίνει στο στο 27-29%. Εκτός αυτού, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων (και γαλάζιων) δεν πήγε το 2023 και το 2024 στις κάλπες, επειδή ήταν δυσαρεστημένοι και δεν τους εξέφραζε πολιτικά κάποιο από τα μεγάλα κόμματα.
- Το δεύτερο αρνητικό είναι η επέλαση στις δυτικές χώρες της λεγόμενης Νέας Δεξιάς (ορισμένοι την αποκαλούν και Ακροδεξιά), με αποκορύφωμα τη μεγάλη νίκη του Τραμπ. Αλλά και στην Ευρώπη, όποτε γίνονται εκλογές, η Νέα Δεξιά κερδίζει εκλογικό έδαφος. Τα παραδείγματα είναι πολλά κι αποκαλυπτικά της δυναμικής αυτού του ιδεολογικοπολιτικού ρεύματος.
Είναι προφανές πως το (νεο)φιλελέ ρεύμα που με ιδιότυπο τρόπο εκφράζει ο Μητσοτάκης στην Ελλάδα βρίσκεται σε πολιτικοεκλογική υποχώρηση, παρότι διατηρεί υπό τον έλεγχό του ισχυρούς μοχλούς της οικονομικής, μιντιακής και πολιτικής εξουσίας. Μπορεί ο Μητσοτάκης να έκανε μία εντυπωσιακή κυβίστηση και να στράφηκε εναντίον της woke κουλτούρας, προκειμένου κάπως να ρίξει γέφυρα προς την ερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, αλλά είναι σαφές ότι το χάσμα είναι βαθύ. Όπως είναι σαφές ότι η εκλογή Τραμπ θα επηρεάσει από σημαντικά έως καθοριστικά και τους πολιτικοεκλογικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη.
Η ελληνική Νέα Δεξιά
Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα, όπου ήδη υπάρχουν τρία κόμματα, τα οποία κινούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον χώρο της Νέας Δεξιάς και αθροιστικά στις δημοσκοπήσεις προσεγγίζουν το 20%! Εάν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα και των στελεχών και των ψηφοφόρων της ΝΔ κινούνται στον ίδιο χώρο, διαπιστώνουμε ότι η Νέα Δεξιά δυνητικά μπορεί να γίνει πρώτο κόμμα. Προς το παρόν, όμως, αυτή η κατηγορία ψηφοφόρων (η λεγόμενη Λαϊκή Δεξιά) παραμένει εγκλωβισμένη για λόγους παράδοσης και εξουσίας στη (νεο)φιλελέ ΝΔ του Μητσοτάκη. Με άλλα λόγια, η ΝΔ ιδεολογικοπολιτικά είναι δύο κόμματα σε συσκευασία ενός.
Στην Ελλάδα, ο πιο διακεκριμένος ιδεολογικός-πολιτικός εκφραστής της Νέας Δεξιάς είναι ο Σαμαράς. Επειδή, όμως, ήταν ανώτατο στέλεχος της ΝΔ δεν συμμετείχε στην ανάδυση της Νέας Δεξιάς κι αυτός είναι ένας λόγος που η Νέα Δεξιά είναι διασπασμένη σε τρία κόμματα. Το γεγονός ότι και η Λατινοπούλου και η ηγεσία της “Νίκης” έσπευσαν να καταδικάσουν τη διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού είναι ίσως ένδειξη μίας κάποιας πολιτικής συγγένειας.
Το ερώτημα, λοιπόν, που εκ των πραγμάτων τίθεται είναι εάν ο Σαμαράς θα προχωρήσει στην ίδρυση νέου κόμματος, ή θα περιμένει να εκδηλωθούν διεργασίες ανατροπής του Μητσοτάκη. Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί τώρα, αν και πιθανότερο είναι το δεύτερο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Καραμανλής προωθεί τη “λύση Δένδια” για “αλλαγή καπετάνιου εν πλω”, παρά τις επιφυλάξεις του για το πρόσωπο. Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχει τέτοια παράδοση, όπως στη Βρετανία.
Θα ιδρύσει νέο κόμμα ο Σαμαράς;
Αν ο Σαμαράς διαπιστώσει ότι ο Καραμανλής δεν είναι διατεθειμένος να κινηθεί αποφασιστικά, ίσως το 2025 κάνει το βήμα για ίδρυση κόμματος. Μπορεί να προσεταιριστεί το κόμμα της Λατινοπούλου, το οποίο δείχνει ξεκάθαρη ανοδική τάση στις δημοσκοπήσεις; Η Λατινοπούλου είναι πολύ νέα και ο Σαμαράς στα δυσμάς του πολιτικού του βίου. Θα επιτρέψει αυτό μία συμπόρευση;
Ως ηγετική φιγούρα, με το κύρος και την πείρα του ως πρώην πρωθυπουργός και ιστορικό στέλεχος της Δεξιάς, ο Σαμαράς μπορεί στις επόμενες εκλογές να προσελκύσει και ψηφοφόρους και κάποιους βουλευτές και πολλά περισσότερα στελέχη. Η συντελούμενη εκλογική συρρίκνωση της ΝΔ, άλλωστε, σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός σημερινών βουλευτών της δεν έχει ελπίδα να επανεκλεγεί. Άρα θα έχει τον πειρασμό να δοκιμάσει την τύχη του στο νέο κόμμα.
Εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή, είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι εκτός από τη διάσπαση της ΝΔ, θα αποδυναμωθεί και η Ελληνική Λύση, με την έννοια ότι θα σημειωθεί ροή ψηφοφόρων προς το κόμμα Σαμαρά, πιθανότατα και στελεχών, προς το νέο ευρύτερο και πιο αξιόπιστο πολιτικά κόμμα. Ο Βελόπουλος έχει δείξει πολιτικές ικανότητες, αλλά η εμπορική δραστηριότητά του εκ των πραγμάτων απομειώνει την πολιτική αξιοπιστία του στα μάτια αστικών συντηρητικών στρωμάτων.
Όλα αυτά, ωστόσο, είναι σενάρια. Το τοπίο είναι ακόμα θολό, με την έννοια ότι δεν έχουν εκδηλωθεί οι βασικοί παίκτες, οι οποίοι με τις κινήσεις τους θα διαμορφώσουν το κλίμα.